ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ




Ο Παπαδιαμάντης καi οι γραικύλοι - η άρνηση της ταυτότητας
«τούτ’ ἡ χώρα πού ἀνεμίζει τούς ἀμέτρητους γραικύλους»

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


Ὁ τελευταῖος γραικυλισμός ὡς νόσημα τῆς ἑλληνικῆς διανόησης 

ἀπορρέει ἀπό ἕνα παλαιό σύμπτωμα μειονεξίας ἀπέναντι στή Δύση, 

συνοδευόμενο μέ αἴσθημα προκατάληψης κατά τοῦ Βυζαντίου, 

ἕνεκα παντελοῦς ἀγνοίας τῆς ἑλληνορθόδοξης θέασης τοῦ κόσμου. 

Τό νόσημα παρουσιάζει συγκεκριμένα παθολογικά φαινόμενα, 

πού τά ἀποτυπώνει ὁλοκάθαρα ὁ Παπαδιαμάντης 

στό ἀτελές μυθιστόρημά του «Τό λάβαρον», 

καί προσβάλλει κυρίως τούς νεοέλληνες λογίους, διανοουμένους καί πολιτικούς. 

Ὡς ἰδεολογικό σύνδρομο 

ἐμφανίζεται γενικῶς ὡς κρίση ταυτότητας, 

ὡς ἀπόρριψη τῶν ἡμετέρων καί θαυμασμός τῶν ἀλλοτρίων, 

ἤγουν ὡς πλέγμα ἐθνικοῦ αἰσθήματος κατωτερότητας. 

Ὁ γραικυλισμός ἐμφανίζεται καί ὡς ὀξεῖα μορφή 

τῆς χρονίου νόσου τοῦ μιμητισμοῦ καί τῆς ξενομανίας, 

ἀκυρώνει τόν πατριωτισμό, 

παραλύει τό ἐθνικό φρόνημα, 

καταργεῖ κάθε ἐθνική θεωρία, 

συχνά ὁδηγεῖ τά θύματά του νά μεταβληθοῦν σέ ἄτυπους ἐξωμότες. 



ν ἄλλοις λόγοις βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ σωβινισμοῦ. Στὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπερίφραστη, γνωστὴ ρήση ποὺ περιέχεται στὸ προοίμιο τοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης» γιὰ τοὺς «γραικύλους τῆς σήμερον», εἶναι διάσπαρτες οἱ ἀντιδυτικές του ἀπόψεις, ὅπως θὰ δοῦμε, ὅμως, μόνον στὸ Κεφάλαιον Η΄ τοῦ «Λαβάρου» ἔχουμε μία ὁλοκληρωμένη περιγραφὴ ἑνὸς γραικύλου. papadiamantis-1Δὲν εἴχανε κλείσει ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης πρωτοδημοσίευσε διήγημα, τὸ ἑορταστικὸ χριστουγεννιάτικο «Τὸ Χριστόψωμο» στὴν ἐφημ. «Ἐφημερίς», 26 Δεκ. 1887, ἴσαμε τὴ δημοσίευση τοῦ «Λαμπριάτικου ψάλτη» στὴν ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 27-31 Μαρτίου 1893. 


Εἰκοσιεφτὰ διηγήματα σὲ πεντέμισυ χρόνια, τὰ περισσότερα στὶς δύο παραπάνω ἐφημερίδες καὶ στὸ περιοδικὸ «Ἑστία», στὸ μεγαλύτερο μέρος τους μὲ ὑπόθεση συνδεδεμένη μὲ τὸ δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων ἢ τὸ Πάσχα, καὶ δημοσιευμένο τὶς μέρες τῶν γιορτῶν. Τὸ ἑορταστικὸ- θρησκευτικὸ-περιεχόμενο τῶν διηγημάτων ὡς ἐξωτερικὸ αἴτιο, κι ἡ ζήλια ὡς ἀφανὴς λόγος ἐπίκρισης, εἶχαν κάνει κάποιους κριτικοὺς νὰ δηλώσουν τὴ δυσφορία τους ἔναντι τοῦ Παπαδιαμάντη. Σ’ αὐτοὺς ἀπαντᾶ στὸν πρόλογό του ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος, ἤπια, ἀλλὰ καὶ εἰρωνικά, καὶ μὲ ἀρκετὸ θυμὸ πρὸς τὸ τέλος. Μνημονεύει τὴ συγγραφική του πρόθεση, τὶς πηγὲς τῆς ἔμπνευσής του, τὸ ἀναγνωστικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ παρουσιάζουν τὰ διηγήματά του, τὴν ἔλλειψη ἐπιζητημένης καὶ βεβιασμένης ὑπόθεσης ἢ πλοκῆς, τὴν ἄντληση τῆς θεματικῆς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα χωρὶς κάτι τὸ ἀπίθανο, καί, τέλος, πὼς ἐργάζεται ὁ ἴδιος ὡς δημιουργός. 


Παπαδιαμάντης συνεχίζει ὑπογραμμίζοντας τὰ σημεῖα ποὺ ἐνοχλοῦν τοὺς ἐπικριτές του: ἡ θρησκευτικὴ ὑπόθεση τῶν ἔργων του, ἡ ἄποψή του περὶ συνεχείας τοῦ ἑλληνισμοῦ διὰ μέσου τοῦ ἑλληνικοῦ μεσαίωνα, ἡ ἀδιαφορία του γιὰ τὸν κακῶς νοούμενο ἐκπολιτισμὸ καὶ τὴν πρόοδο. Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἐπιτίθεται λαῦρος ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι στὰ συμπτώματα τοῦ γραικυλισμοῦ, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν μιμητισμὸ καὶ τὴν ξενομανία. Συχνὰ παρατηροῦμε στὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο ὅτι ὁ συγγραφέας ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ εἰσέρχεται στὴ νοοτροπία τοῦ ἄλλου ἢ τῶν ἄλλων καὶ νὰ ὁμιλεῖ μὲ τοὺς δικούς τους ὅρους. 


Αὐτὸ προσδίδει τὴ χαρακτηριστικὴ καὶ μὴ καταπιεστικὴ ἀντιρρητικὴ ἄνεση στὸ κείμενο καὶ ἐπιτρέπει στὸν Παπαδιαμάντη νὰ ἀποδεικνύει ἐνίοτε στοὺς ἄλλους ἀκόμη καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι «συνεπεῖς πρὸς ἑαυτούς». Τί μιμοῦνται μετὰ μανίας οἱ γραικύλοι τῆς ἐποχῆς του; Τὴν ἀθεΐα καὶ τὸν κοσμοπολιτισμό. «Μὴ θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ! Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ’εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοὶ συμβαδίζουν μὲ ἄλλα ἔθνη». 


εἰρωνικὴ αὐτὴ δήλωση τοῦ Παπαδιαμάντη στρέφεται γενικῶς κατὰ τοῦ πνεύματος τῶν καιρῶν, τὴν παραγνώριση καὶ περιφρόνηση τοῦ Βυζαντίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης, πνεῦμα ἀκόμα κυρίαρχο παρὰ τὸ ὅτι εἶχε πρὸ ἐτῶν ἐκδοθεῖ ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τοῦ Παπαρηγόπουλου. Ἀλλὰ τὸ 1866 εἶχε ἐκδοθεῖ «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα» τοῦ Ροΐδη καὶ τὸ 1877 «Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης» τοῦ Κλέωνος Ραγκαβῆ καὶ ἐνῷ ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι τὸν δεύτερο ὑπονοεῖ ὁ Παπαδιαμάντης, φρονῶ ὅτι κατὰ συμφυρμὸ καὶ τοὺς δύο ἔχει κατὰ νοῦν στὸ προοίμιο τοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», ὅταν ἀναφέρει τὰ σχετικὰ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, γράφοντας: «ὅταν συγγραφεὺς ἄλλος, καὶ ἄλλης περιωπῆς, δημοσιεύσας πρὸ ἐτῶν ἱστορικο – φανταστικὸν δράμα, ὅπου προέτασσε χυδαῖα ἀληθῶς προλεγόμενα, δὶ’ ὧν ὕβριζε βαναύσως τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων του». 


Μόνον, ἐξάλλου, ὁ Ροΐδης, διακριτικὰ καὶ ἀσχολίαστα, εἰρωνεύτηκε καὶ τὸ αἴσθημα «εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν λυτρώσασαν ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ ξένου ζυγοῦ Ἐκκλησίαν, δι’ ἧς ἠλπίζομεν τάχιον ἢ βράδιον καὶ τὴν πραγματοποίησιν τῆς μεγάλης ἰδέας, τὴν ἀπελευθέρωσιν δηλαδὴ τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας». Ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ προοίμιό του, ἀπαντᾶ: «Δία νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτό, θὰ εἴπωμεν μὲ δύο λέξεις ὅτι: Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξη ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῆ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. 


τρέχων πρέπει νὰ περιμένη καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλη νὰ τρέχη, ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῆ τὸν δεσμώτην ἢ νὰ τὸν ἀνακουφίζη. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἶμοι! Ἀνικανώτερον, ὅπως δώση χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλη νὰ κάμη δημοσία τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση εἰς τὸ ὕψος καὶ φανῆ καὶ αὐτὸς γίγας. 


Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον ἔχη καὶ θὰ ἔχη διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του». Συμπεράσματα: ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀπόρριψη τῶν θρησκευτικῶν, συνεπιφέρει τὴν ἀπόρριψη τοῦ Βυζαντίου καὶ ἀνάγει τὴν διαδοχὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων κατ’ εὐθεῖαν στοὺς ἀρχαίους. Δὲν εἶναι τυχαία καθόλου ἡ χρήση τῶν ὅρων, ἂν καὶ δὲν ἔχη καθόλου προσεχθεῖ, στὸν Παπαδιαμάντη: «τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος», οἱ «Βυζαντινοί», οἱ «ἀρχαῖοι», ἡ προσπάθεια καθορισμοῦ δηλαδὴ ἐθνικῆς ταυτότητας, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν ἴσχυε καὶ δὲν ἐνδιέφερε τοὺς μεσαιωνικοὺς καὶ ἀρχαίους μας προγόνους. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ κοσμοπολιτισμός, ὅτι δὲν ζοῦμε πιὰ στὶς μικρές μας πατρίδες ἀλλὰ στὸν κόσμο ὁλάκερο.


Πρὸς ἄρσιν πάσης παρεξηγήσεως πρέπει νὰ λεχθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἦταν κανενὸς εἴδους ἐμμανὴς σωβινιστής, ἀποκλειστικός, ξενοφοβικός. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος γράφει στὸ προοίμιο τοῦ «Λαμπριάτικου ψάλτη» ὅτι «ἐν πρώτοις, καλὸν θὰ ἦτο νὰ διακρίνωμεν ὅ,τι πράγματι εἶναι ξενισμὸς ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ εἶναι, ἐκ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, κοινὸν εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Οὔτε, ἂς ποῦμε στὰ λογοτεχνικά του χρέη, ἔπαυσε νὰ διαβάζει καὶ νὰ παραπέμπει στὸν Βύρωνα, τὸν Μίλτωνα, τὸν Σέξπηρ, τὸν Θερβάντες, οὔτε φυσικὰ ἀγνοοῦσε τὴν εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία ἢ εἰδησεογραφία, αὐτὸς ὁ ἐργαζόμενος ὡς μεταφραστὴς εὐρωπαϊκῶν ἐφημερίδων, περιοδικῶν καὶ ἄλλων ἐντύπων. 


Καὶ αὐτὴ ἡ ἔλλειψη προγραφῶν στὸν Παπαδιαμάντη δὲν ἀφορᾶ μόνον στὴν εἰκόνα τῶν Εὐρωπαίων, ἀλλὰ καὶ στὴν εἰκόνα τῶν Τούρκων, ἂς θυμηθοῦμε τὸν «Ξεπεσμένο δερβίση» καὶ τὸ ἄρθρο του «Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις». Μ’ ἄλλα λόγια, τὸ καλὸ δὲν ἀνθεῖ μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ κακὸ στὰ ξένα, οὔτε ὅμως καὶ ἀντίστροφα, δὲν εἶναι ὄμορφο καὶ καλὸ ὅ,τι ἔρχεται ἀπὸ τὴν προηγμένη Δύση, καὶ ἄσχημο καὶ κακὸ ὅ,τι ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα! Σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς δύο θέσεις δὲν βρίσκεται ὁ Παπαδιαμάντης, ἐνῷ στὴν πρώτη βρίσκονται οἱ πατριδοκάπηλοι σωβινιστὲς καὶ στὴ δεύτερη οἱ συμπλεγματικοὶ γραικύλοι. Ὡς γνήσιος ὀρθόδοξος ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἐξεγείρεται ἀπὸ τὴν παρατήρηση ὅτι ὑπάρχει ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δόλο καὶ τὴν ὑποκρισία. Ἂς ποῦμε, ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα στὸ «Χωρὶς στεφάνι» εἶναι μία ἁμαρτωλὴ ἀστεφάνωτη, ἀλλὰ σώζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειχνε, παρὰ τὸν δακτυλοδεικτούμενο βίο της δίπλα σ’ ἕναν ἄθλιο πολιτικάντη ποὺ ἔχει μάθει νὰ ἐκμεταλλεύεται τοὺς πάντες. 


Βλέπει λοιπὸν καὶ τὰ δικά μας ἐλαττώματα καὶ τὴν ἁμαρτία στὴ δική μας κοινωνία, ὅμως γνωρίζει ὅτι τὸ πολιτικὸ πρόβλημά μας εἶναι ὅτι εἴμαστε ἀνάμεσα στὸν λατινικὸ δόλο καὶ στὴν τουρκικὴ βία, ποὺ μᾶς καταδυναστεύουν· ἔτσι γράφει στὸ ἄρθρο τοῦ «ὁ Μπάυρων» λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1896, δανειζόμενος ἕνα στίχο τοῦ βρετανοῦ ποιητῆ: «Ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος!» Αἱ λέξεις αὗται δὲν εἶναι ἱστορικὸν σύμβολον, παραστατικὸν τοῦ πολυπαθοῦς Ἑλληνισμοῦ; Πόσον ἐνδομύχως ἠσθάνετο καὶ κατενόει ὁ μέγας Βρετανὸς τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν! Καὶ πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐνοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!» Αὐτὴ ἡ θέση του, ἡ σαφῶς, ἀλλὰ καὶ ἐπιλεκτικὰ ἀντιδυτική, μένει ὣς τὸ τέλος, ὅπως γιὰ παράδειγμα γράφει τὸ 1907, στὸ σπουδαῖο ἄρθρο του «Γλῶσσα καὶ Κοινωνία»: «Δὲν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχονται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. 


λοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρνουν τ’ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν». Οὔτε, στὸ ἴδιο ἄρθρο, ἔχει ξεχάσει τὸν Ροΐδη: «Δὲν ἠξεύρω γιατί, πρὸ χρόνων, ὅταν ἐσκεπτόμην ἂν ἔπρεπε νὰ γράψω τὴν παροῦσαν μελέτην, ἐσχεδίαζα νὰ τὴν ἐπιγράψω «Τὰ ξόανα». Διατὶ ἄρα; Μήπως ἐσκόπουν ν’ ἀπαντήσω εἰς «Τὰ εἴδωλα» τοῦ μακαρίτου Ροΐδου;». Καὶ σ’ ἕνα ἄλλο, θρησκευτικό, αὐτὴ τὴ φορὰ ἄρθρο γιὰ τὸ Μεγάλο Σάββατο, στὰ ἴδια χρόνια, τὸ 1892, περιλαβαίνει τὸν Ροΐδη καὶ τὴν Πάπισσα, ἀλλὰ καὶ τὸν νεαρὸ λογογράφο, ἀνώνυμα, ποὺ εἶναι ὁ Ξενόπουλος. 


Πολλὰ θὰ εἶχε κανεὶς νὰ ἀποδελτιώσει ἀπὸ τὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη. Θὰ ἀρκεσθῶ νὰ παραθέσω ὅμως ἀπὸ ἕνα ἄρθρο τοῦ 1900, «Ἡ διορθωσιομανία καὶ τὰ θύματά της», τὰ ἀκόλουθα: «Τὸ μεταλλεῖον τῆς ποιήσεως τῆς ἀνατολικῆς εἶναι ἄλλο, καὶ οἱ τρόποι, αἱ μεταφοραὶ καὶ εἰκόνες τῆς γλώσσης τῶν Ἱερῶν Γραφῶν δὲν θὰ γίνωσι ποτὲ νεωτερικαὶ οὔτε δυτικαί». Ἀλλὰ τί γίνεται μὲ τὸν νεαρὸ Παπαδιαμάντη τῶν μυθιστορημάτων; Στὴ «Μετανάστιν» τὸ μόνο ποὺ δείχνει μία ἐπιφύλαξη πρὸς τὸ δυτικὸ πνεῦμα εἶναι στὴν ἀρχή, μία φράση τοῦ γέρου ναυτικοῦ στὸν γιὸ τοῦ Ζέννα: «νομίζεις ὅτι αἱ νέαι ὅσαι ἀνετράφησαν εἰς τὴν Εὐρώπην, λαμβάνουν ὑπὸ σπουδαίαν σκέψιν τὴν γνώμην τῶν γονέων τῶν προκειμένου περὶ γάμου; Εἶσαι πολὺ μακράν». 


πως ὅλοι ξέρουμε, ἡ ἀντιδυτικὴ στάση τοῦ Παπαδιαμάντη γίνεται ὁλοφάνερη στὰ δύο του ἑπόμενα ἔργα, στοὺς «Ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν» καὶ στὴ «Γυφτοπούλα». Οἱ δύο σελίδες ποὺ δείχνουν τὸν ἑνετικὸ κυνισμό, πολιτικό, οἰκονομικό, θρησκευτικό, εἶναι χαρακτηριστικές: «ὁ λέων τοῦ Ἁγίου Μάρκου βουλιμιᾶ. – Ἀκονᾶ τοὺς ὀδόντας του – Χρυσόν, χρυσόν! Ἡ Βενετία μόνη εὗρε τὴν φιλοσοφικὴν λίθον. – Τὰ ἔντομα πετῶσι διὰ τὰ στρουθία, τὰ στρουθία διὰ τὸν ἱέρακα. – Καὶ τὰ ἔθνη διὰ τὴν Βενετίαν. – Ἀλλὰ τὰ ἔθνη δὲν πετῶσι. – Διότι ἡ Βενετία ἔκοψε τὰ φτερά των. – Ἡ Βενετία πωλεῖ τὸν Χριστὸν καὶ ἀγοράζει τὸν Μωάμεθ. – Θὰ κάμη καλὰ νὰ τοὺς πωλήση καὶ τοὺς δύο. – Ἀρκεῖ νὰ εὕρη συμφέρουσαν τιμήν». Καὶ ἀκόμη, ἀπὸ τὴν καταδίκη της Βενετίας, στὴν καταδίκη της πολιτικῆς καὶ τῶν πολιτικῶν: «Τί ἐζήτει ἡ Βενετία πέμπουσα τοὺς στόλους τούτους εἰς τὸ Αἰγαῖον; Ὅ,τι ζητεῖ ὁ σφαγεὺς παρὰ τοῦ θύματος, τὰς σάρκας αὐτοῦ, ἵνα κορέση τὴν πεῖναν του. Διατὶ αἱ ἰδιωτικαὶ αὖται καὶ κεκυρωμέναι μὲ τὰ σήματα τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐπιχειρήσεις; Διατὶ οἱ τοσοῦτοι ἐργολάβοι τῶν κατακτήσεων, τῶν ὡς διὰ δημοπρασίας ἐκτελουμένων; 


Βενετία προσηγόρευεν ἑαυτὴν Πολιτείαν, καὶ εἶχεν υἱοὺς τυράννους. Τοῖς ἔδιδε τὸ χρῖσμα της καὶ τοὺς ἔπεμπεν ἵνα κατακυριεύσωσιν τῆς γῆς. Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πεῖνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτική. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου… καὶ διὰ τῆς βίας. Πάντες ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι, οἱ Ἀγίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δὲ οὕτως τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…». Στὴ «Γυφτοπούλα» ὑπάρχει ὁλόκληρο κεφάλαιο, τὸ Α΄ τοῦ Δευτέρου Μέρους, μὲ τίτλο «Ἱστορικὴ Παρέκβασις». 


κεῖ, συνοπτικὰ μνημονεύω, ἀναφέρεται ὁ Πλήθων ὡς «ὁ μετὰ τὸν Παραβάτην [Ἰουλιανὸν] δεύτερος Παραβάτης», ἡ ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς «ἀπροσδιόριστος ἐποχὴ» ὅπου ἡ μόνη θρησκεία εἶναι «ἡ ἔλλειψις πάσης θρησκείας», ἡ ἱστορικὴ κριτική, εἰς ἣν οὐδεμίαν ἔχομεν [=ὁ Παπαδιαμάντης] ἐμπιστοσύνην». «Μόνον μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς βασιλευούσης ἔπεσον οἱ πλεῖστοι τῶν λογίων τὸ ἔσχατον τοῦτον οἰκτρὸν πτῶμα [=ἢ ἐγίνονταν ἀρχαιολάτραι ὡς ὁ Πλήθων ἢ ἐνεκολποῦντο τὰ δόγματα τῆς Ρώμης]», καταδικάζεται τὸ «αἶσχος τοῦ αὐτομόλου καὶ δραπέτου» Βησσαρίωνος, ὑμνεῖται ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ δίδεται παραπομπὴ στὸ «σύγγραμα τοῦ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου τὸ ἐπιγραφόμενον «Ὁ Ἀντίπαπας»». Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι κανεὶς δὲν ἔλαβε τὸν κόπο νὰ παραβάλει τὸ σύγγραμμα αὐτὸ μὲ τὸ κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη. 


πως καὶ κανείς, πλὴν τοῦ γράφοντος, δὲν προσπάθησε νὰ ἐντοπίσει τὶς ἱστορικὲς πηγὲς τῶν μυθιστορημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη. Στὸ βιβλίο ὅπου κατέγραψα τὸ Ἀρχεῖο Ἀποστόλου Γ. Παπαδιαμάντη ἀφιέρωσα κάποιες σελίδες, στὶς ὁποῖες ἀπέδειξα ὅτι πηγὴ γιὰ τοὺς «Ἐμπόρους» ὑπῆρξε ἡ Ἱστορία τοῦ Παπαρρηγόπουλου καὶ γιὰ τὴ «Γυφτοπούλα» ἡ «Νεοελληνικὴ Φιλολογία» τοῦ Σάθα, καὶ προσέθεσα ὅτι σὲ ἄγνωστο ὡς τότε θρησκευτικὸ ἄρθρο τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ 1876 κιόλας, μνημονεύεται ὁ Νικόλαος Πολίτης καὶ ὁ Παπαρηγόπουλος. Ἂν θυμηθοῦμε καὶ τὴν ἀνακοίνωση τῆς Καίτης Πολυμέρου-Καμηλάκη ὅτι στὸ ἀρχεῖο Πολίτη σώζονται δύο ἀνέκδοτα γράμματα τοῦ Παπαδιαμάντη στὸν Πολίτη, συμπεραίνουμε, πρᾶγμα ὅλως ἐνδιαφέρον, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης γνώριζε τὸ ἔργο τους καὶ συμμεριζόταν τὶς ἑλληνοκεντρικές τους θέσεις. Δὲν θὰ πρέπει, ἐπίσης, νὰ ἀποσιωπήσουμε κάτι ποὺ ἔχει κι αὐτὸ μείνει ἀσχολίαστο, στὸ ἴδιο κεφάλαιο: «Ὁ Γεώργιος Γεμιστός, πρὸς τοῖς ἄλλοις αὐτοῦ ἐ λ α τ τ ώ μ α σ ι , εἶχε καὶ ἕν ἐλάττωμα ἄγνωστον καὶ ἀνήκουστον κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἦτο εἷς ἐκ τῶν ὀλιγίστων, οἵτινες εἶχον συνείδησιν τοῦ ἐθνισμοῦ, καὶ ἡ καρδία του ἐφλέγετο ὑπὸ φιλοπατρίας». 


Τὸ νὰ γράφει ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ «συνείδηση τοῦ ἐθνισμοῦ» ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὡς «ἄγνωστον καὶ ἀνήκουστον» καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν ὅρο αὐτό, ἀμφίσημα, τὴ λέξη «ἐλάττωμα» εἶναι κάτι ποὺ ἐξεικονίζει τὴν ὀξυδέρκεια καὶ λεπτότητα τῶν παρατηρήσεών του καὶ σὲ ἱστορικὰ ζητήματα. Ἐντάσσοντας τὴν ἀπέχθεια τοῦ Παπαδιαμάντη κατὰ τῶν γραικύλων στὸ εὐρύτερο ἀντιδυτικὸ αἴσθημά του, θὰ παραθέσουμε ὁρισμένα χωρία ἀπὸ τὸ ἔργο του, πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν λεγομένων: «Ἀλλὰ τί θὰ ἐχρειάζετο ἡ Θεολογικὴ Σχολή, ἂν ἔμελλε ν’ ἀσχολῆται ἀποκλειστικῶς εἰς «τετριμμένα» θέματα, καὶ νὰ ἐμπνέεται ἀπολύτως ἀπὸ τὰ συναξάρια; Τόσοι σοφοὶ ἄνδρες, φωστῆρες ἐκ τῆς Ἑσπερίας ἀνατείλαντες, μὲ τόσον παχεῖς μισθούς, καὶ νὰ μὴ μεταγγίσουν ὀλίγον ἀθεϊστικὸν πνεῦμα εἰς τὴν Ἑλλάδα!» 


ἰατρὸς ἦτο καλὸς νέος, πλησιάζων εἰς τὸ τεσσαρακοστόν, ὑψηλός, λιγνός, πρόθυμος, ὄχι πολὺ σκληρὸς οὔτε πλεονέκτης. Ἦτο ἀπόφοιτός του ἐν Ἀθήναις πανεπιστημίου, καὶ δὲν τὸν εἶχε κολλήσει μανία, ἂν καὶ εἶχε τὰ μέσα, νὰ μεταβῆ εἰς τὴν Ἑσπερίαν, ὅπως ἀγοράση σοφίαν. […] » τῶν τριῶν νεαρῶν ἡρώων τῶν προμάχων τῆς πίστεως καὶ τῶν ἐθνικῶν παραδόσεών των […] » εἰσάγων εἰς τοὺς ἱεροὺς ναοὺς κοινὰ καὶ ξενότροπα, νόθα καὶ ἀπαγορευμένα […] » Ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχεν ἰδέα φυλετισμοῦ μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ὑπῆρχε μόνον κοινὸς σύνδεσμος μεταξὺ ὁμοπαθῶν καὶ ὁμοδούλων, ἐνῷ τώρα; […] » ἡ νοθεία ἡ ἐπιγενομένη εἰς τὸν θρησκευτικὸν βίον ὑπὸ καλλιτεχνικὴν μάλιστα ἔποψιν. Ὁ ἀπὸ τοῦ Βορρᾶ κατελθὼν χείμαρρος ἔφερεν ἐκτὸς τῶν ρουβλίων καὶ τῶν πολιτικῶν σκοπῶν, ἔθιμα τινὰ καὶ ἰδέας ἀπαδούσας εἰς γνησίας βυζαντινᾶς παραδόσεις […] 


Οὕτως εἶναι ἐλπίς, ἐνόσῳ τὰ εὐαγῆ ταῦτα ἱδρύματα ὑπάρχουν (καὶ θὰ ὑπάρχωσιν ἐνόσῳ ὁ ἔξω Ἑλληνισμὸς δὲν συνδιαφθαρῆ φεῦ! θρησκευτικῶς τέλεον μετὰ τῆς ἐλευθέρας γωνίας), εἶναι ἐλπὶς νὰ ἀντισταθῆ ἐκεῖ ὁ Ἑλληνισμὸς εἰς τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ξένων. Διότι ἐκ τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος οὐδεμίαν ἐλπίδα συνδρομῆς βλέπομεν. Ἡ σημερινὴ δυνατὸν νὰ ὑπηρετῆ τὴν Ἑλλάδα ὡς κράτος, δὲν τὴν ὑπηρετεῖ ὅμως ὡς Ἔθνος, τοῦτο νομίζομεν ἡμεῖς. Αὐτὸ τὸ μειονέκτημα ἡμῶν, ἂν εἶναι μειονέκτημα, ἓν ἀποδεικνύει, ὅτι ἡμεῖς ἐξωκειώθημεν ἄρα μὲ τὰ πάτρια, καὶ τὰ πονοῦμεν, ἐνῷ αὐτοὶ δὲν τὰ ἐγνώρισαν καὶ δὲν τὰ στέργουσι. Διότι ἂν ἀνετρέφοντο μ’ αὐτά, θὰ ἦσαν εὐχαριστημένοι, καὶ δὲν θὰ ἐζήτουν τὴν μεταβολήν.» Καὶ ὅμως εὑρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!.» 


Τώρα ἀναγκάζεταί τις νὰ ἀναγνωρίση ὅτι οἱ Οὐνῖται ἐκεῖνοι, καίτοι δογματικῶς ἐκπεσόντες, καλῶς ἔπραττον τηροῦντες τὰ πάτρια ὡς πρὸς τοὺς τύπους τουλάχιστον, καὶ μὴ ἐκφυλιζόμενοι, μὴ ἀπορροφώμενοι ἀπὸ τὴν Λατινικὴν Ἐκκλησίαν. Αἱ εὐλαβεῖς κυρίαι ἀκρατῶς εὐρωπαΐζουσι, ἐγκαταλειποῦσαι ἀπὸ δεκάδων ἐτῶν ἤδη τοὺς ὀχληροὺς γυναικονίτας, διεχύθησαν ἐφ’ ἑκάτερα τοῦ ναοῦ […]. » Νὰ παύση π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῆ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλη νὰ ἐγκλιματισθῆ ἐδῶ. Νὰ γίνη προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρα. Νὰ ἀσπασθῆ καὶ νὰ ἐγκολπωθῆ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. » Νὰ μὴ περιφρονῆ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῆ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. 


Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῆ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. » Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. » Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια, καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην. » Νὰ ἐμφυσηθῆ ζωὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχη, νὰ δοθῆ ἔμπνευσις ἐκεῖ ὅπου λείπει ἡ ψυχή!… 



Καί ποῦ εἶναι οἱ δόκιμοι ποιηταί μας;… 

Κα ἐάν τοιοῦτοι ὑπάρχουν, 

αὐτοί ἐνδιαφέρονται περισσότερον διά τόν Νίτσε καί τόν Ἴψεν 

παρά διά τά κατ’ αὐτούς σκουριασμένα ντόπια πράγματα. 

» Μόνον παρ’ Ἀσιανοῖς […] ταῦτα εἶναι τό ἕν ἄκρον. 

Τό ἄλλο ἄκρον ἀπαντᾶ εἰς τά ἤθη τῶν Ἑσπερίων […] ὁποῖον φ ρ α γ κ ι κ ό ν ἄρωμα 

[…] Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός, ὅπως καί ὁ Ὀ ρ θ ό δ ο ξ ο ς Χριστιανισμός 

καί αὐτό τό προϊόν καί ὁ ὀρθός λόγος, 

θέλουσι τήν ἐν μέτρῳ προσπέλασιν καί παρρησίαν τῶν δύο φύλων […]. 

» Ἄμυνα περί πάτρης θά ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, 

ἡ ἐθνική ἀγωγή, ἡ χρηστή διοίκησις, 

ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καί τοῦ πιθηκισμοῦ, 

τοῦ διαφθείραντος τό φρόνημα καί ἐκφυλίσαντος σήμερον τό ἔθνος, 

καί ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας».




Φώτιος  Ἀρ. Δημητρακόπουλος 

Καθηγητής Βυζαντινῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ο ΓΟΕΡΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΟΣ ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ




Ὁ Ἀδάμ, 

ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, 

ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. 

Ἔτσι, 

μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, 

ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, 

θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. 

Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. 

Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: 

«Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». 

Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, 

ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, 

πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό.




Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος. Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο. Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε: Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; 


ταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς. Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου. Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: 


λέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα». Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ. Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του. Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη. Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη. Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. 


Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε: «Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό». Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του. Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ: «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης». 


ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα: «Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου». Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: «Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου. Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα. 


Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν. Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα. Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά, Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια. Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα. Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».





«Επειδή άκουσες τη γυναίκα σου κι έφαγες από το δέντρο,
απ' το οποίο σε είχα διατάξει να μη φας, καταραμένη θα είναι η γη εξαιτίας σου.
Με μόχθο θα την καλλιεργείς σ' όλη σου τη ζωή.
Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει και θα τρως το χορτάρι του αγρού.
Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου,
ώσπου να ξαναγυρίσεις στη γη από την οποία προήλθες,
γιατί χώμα είσαι, και στο χώμα θα επιστρέψεις».
Έτσι, ο Κύριος ο Θεός έδιωξε τον άνθρωπο από τον κήπο της Εδέμ, για να καλλιεργεί τη γη απ' την οποία είχε προέλθει.




Icon by: David Khidasheli


ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΩΣ




Τά ἑξῆς παραγγέλνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους: 

«κανείς ἀπό σᾶς ἂς μή διατηρεῖ στήν καρδιά του κακία γιά τόν ἀδελφό του» (Ζαχ. ζ´ 10) 

καί «κανείς ἂς μήν συλλογίζεται τήν κακία τοῦ ἄλλου» (Ζαχ. η´ 17). 

Δέν λέει μόνο, 

συγχώρεσε τό κακό τοῦ ἄλλου, 

ἀλλά μήν τό ἔχεις οὔτε στή σκέψη σου, 

μή τό συλλογίζεσαι, 

ἄφησε ὅλη τήν ὀργή, 

ἐξαφάνισε τήν πληγή.


Νομίζεις, βεβαίως, ὅτι μὲ τὴν ἐκδικητικότητα τιμωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔβλαψε. Γιατὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος σὰν ἄλλο δήμιο ἐγκατέστησες μέσα σου τὸ θυμὸ καὶ καταξεσκίζεις τὰ ἴδια σου τὰ σπλάχνα.Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις. 


Γιατὶ, ἐὰν θελήσεις, ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του εἴτε μὲ τὰ λόγια σου, εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου, ἢ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ᾿ αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο. Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐσὺ θέλεις. Σὲ σένα ἔδωσε μόνο τὴν ἐντολὴ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λύπησε. 


μάλωσες μὲ κάποιον καὶ κρατᾶς μέσα σου κακία; Μὴν προσέλθεις στὴ Θεία Κοινωνία! Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρῶτα καὶ τότε νὰ ἔλθεις νὰ ἐγγίσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια! Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώσει μὲ τὸν Πατέρα, δὲν ἀρνήθηκε οὔτε νὰ σφαγιασθεῖ, οὔτε τὸ αἷμα Του νὰ χύσει. Καὶ σύ, γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, οὔτε μία λέξη δὲν καταδέχεσαι νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸ στόμα σου; Καὶ διστάζεις νὰ τρέξεις πρῶτος; Ἄκουσε τί λέει γιὰ ὅσους κρατοῦν τὴ στάση αὐτή: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου» (Ματθ. ε´ 23-24). 


ν ἔβλεπες ἕνα μέλος τοῦ σώματός σου ἀποκομμένο, δὲν θὰ ἔκανες τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ ἑνώσεις μὰ τὸ σῶμα σου; Αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου. Ὅταν τοὺς δεῖς νὰ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, τρέξε γρήγορα καὶ περιμάζεψέ τους· μὴν περιμένεις ἐκείνους νὰ ἔλθουν, σπεῦσε ἐσὺ πρῶτος, γιὰ νὰ λάβεις τὰ βραβεῖα! Ἕνα μόνο ἐχθρὸ διαταχθήκαμε νὰ ἔχουμε, τὸν διάβολο. 


Μὲ αὐτὸν νὰ μὴν συμφιλιωθεῖς ποτέ· πρὸς τὸν ἀδελφό σου ὅμως ποτὲ νὰ μὴν ἔχεις βαριὰ καρδιά.Κι ἂν ἀκόμη συμβεῖ κάποια μικροψυχία, ἂς εἶναι παροδική, ἂς μὴν ὑπερβαίνει τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. «Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς προφθάνει ὀργισμένους», λέει ὁ Ἀπόστολος (Ἐφεσ. δ´ 26). «…Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν…» (Ματθ. στ´ 12). Βλέπεις; Ὁ Θεὸς ἐσένα τὸν ἴδιο ἔκανε κριτὴ τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων σου. Ἂν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θὰ σοῦ συγχωρεθοῦν. Ἂν συγχωρήσεις πολλά, θὰ σοῦ συγχωρηθοῦν πολλά. Ἂν τὰ συγχωρήσεις μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σου ὁ Θεός.


ν μετὰ τὴν συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τὸν ἐχθρό σου, ἔτσι θὰ διάκειται καὶ ὁ Θεὸς ἀπέναντί σου. Ποιᾶς, λοιπόν, τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιος ἐκεῖνος, ποὺ ἐνῷ πρόκειται νὰ κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, ἐὰν χάσει ἑκατὸ μόνο δηνάρια, οὔτε καὶ τὰ λίγα δὲν συγχωρεῖ, ἀλλὰ στρέφει ἐναντίον του τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς προσευχῆς; Γιατί ὅταν λὲς στὸν Θεὸ «συγχώρεσέ μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας» καὶ κατόπιν ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλεῖς τὸν Θεό, παρὰ νὰ σὲ στερήσει ἀπὸ κάθε ἀπολογία καὶ συγγνώμη…



''…συνεχῶς παρεκελεύετο λέγων·
Κακίαν ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ μή μνησικακείτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν· 
καί, Τήν κακίαν τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἕκαστος μή λογιζέσθω. 
Οὐκ εἶπεν, 
Ἄφες, μόνον, ἀλλά, Μηδέ ἔχε ἐν διανοίᾳ, μηδέ λογίζου· ἄφες τήν ὀργήν ἅπασαν, ἀφάνισον τό ἕλκος. 
Δοκεῖς μέν γάρ ἐκεῖνον ἀμύνεσθαι, πρότερον δέ σεαυτόν βασανίζεις, 
καθάπερ δήμιον ἔνδοθεν περιστήσας σου πανταχόθεν τόν θυμόν, καί καταξαίνων σαυτοῦ τά σπλάγχνα''. 



ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 
ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΟΜΙΛΙΑΙ ΚΑʹ ΕΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΛΕΧΘΕΙΣΑΙ



Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ Η' ΚΑΙ Θ' ΑΓΙΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ




Τά Γνωρίσματα τῆς Οἰκουμενικότητος τῶν Ὀγδόης (Η΄) καί Ἐνάτης (Θ΄) Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων 



Α΄. Ἡ Ὀγδόη (Η΄) Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος

 

Ἁγία Σύνοδος αὐτὴ συγκεντρώνει ἅπαντα τὰ κανονικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴν σύγκλησι, τὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤτοι: α. Συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στὴν ὁποία ἐκπροσωπήθηκαν καὶ οἱ πέντε πρεσβυγενεῖς Πατριαρχικοὶ Θρόνοι. β. Συνεκλήθη ὑπὸ τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου Α´ τοῦ Μακεδόνος (867-886), ὁ ὁποῖος πρῶτος μάλιστα ὑπέγραψε μετὰ τῶν υἱῶν του τὸν Δογματικὸν ῞Ορον τῆς Συνόδου καὶ τὰ Πρακτικὰ Αὐτῆς. γ. Συνεκέντρωσε μεγάλο ἀριθμὸ Συνοδικῶν Μελῶν: 390 Ἐπί- σκοποι. δ. Ἐλειτούργησε συμφώνως πρὸς τὴν παραδεδομένη κανονικὴ λει- τουργία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς Πράξεις ἑπτὰ (Α΄- Ζ΄), « ἐν τῷ δεξιῷ μέρει τῶν Κατηχουμένων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ἁγίας Σοφίας». ε. 


Προέβη σὲ κανονικὲς ρυθμίσεις: διετύπωσε-ἐξέδωκε τρεῖς ῾Iεροὺς Κανόνας, γνωστοὺς ὡς «Κανόνες τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Σοφίᾳ Συνόδου». Ϛ. Ἐξέδωκε Ὅρον Πίστεως, διὰ τοῦ Ὁποίου ὁρίζεται ἐπὶ ποινῇ ἀναθέματος, τὸ ἀμετάβλητο καὶ ἀπαραχάρακτο τοῦ ῾Iεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. ζ. Εἶχε σαφῆ συνείδησιν τῆς αὐθεντίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πολλαχῶς ἐκφραζομένην στὰ Πρακτικὰ Αὐτῆς, ἰδίως ὅμως ἐξεφράσθη τοῦτο μὲ τὴν ἀπόφασιν συναριθμήσεως τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μὲ τὶς προγενέστερες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. η. Ἀπεφάσισε κατὰ πάντα συμφώνως πρὸς τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ πρὸς τὴν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας. 2. 


Τὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἐπιτελέσθηκε ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 879-880 ἦταν τεράστιο, τόσο γιὰ τὴν ταραγμένη ἐκείνη περίοδο, ὅσο καὶ γιὰ τὸ μέλλον τῆς ᾿Εκκλησίας: α. ἐλειτούργησε ἑνωτικὰ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Δογματικῆς ᾿Αληθείας καὶ τῆς Κανονικῆς Παραδόσεως· β. κατεδίκασε τὴν ἀλλοίωσι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως διὰ τῆς προσθήκης τοῦ Filioque· γ. ἐπιβεβαίωσε τὸ ῾Iερὸ Σύμβολο, ὅπως Τοῦτο μᾶς παρεδόθη ὑπὸ τῶν δύο πρώτων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων· δ. ἀπέκρουσε τὴν διαστροφὴ τοῦ ἁπλοῦ Πρωτείου Τιμῆς τοῦ ᾿Επισκόπου Ρώμης, ὁ ὁποῖος μετέβαλε τοῦτο αὐθαιρέτως σὲ διοικητικὸ Πρωτεῖο ᾿Εξουσίας ἐφ᾿ ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. 3. 


Μέγας Φώτιος ἐλειτούργησε ἑνωτικά, ἀντέκρουσε μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὸ Παπικὸ Πρωτεῖο ᾿Εξουσίας καὶ τὴν νόθευσι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἐξέθεσε μὲ παρρησία καὶ σαφήνεια τὶς ὀρθόδοξες θέσεις καὶ ἐκάλεσε τοὺς ᾿Αντιπροσώπους τοῦ Πάπα ᾿Iωάννου Η´ νὰ ἀποκηρύξουν τὶς πλάνες τους, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὁδηγήσει στὸ Σχίσμα τοῦ 867. 4. Ὁ ῞Αγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως ὑπογραμμίζει μὲ ἔμφασι: «Ἡ Ὀγδόη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔχει τὴν ἑξῆς μεγάλην σπουδαιότητα ὅτι ἐκύρωσε τὸν Ὅρον τῆς Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ Ἐπὶ τῇ πρώτῃ Κοινῇ Μνήμῃ-Ἑορτῇ τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων Η΄ καὶ Θ΄ (14η Νοεμβρίου 2016 ἐκ. ἡμ.), κατόπιν Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, 8-9ης Ὀκτωβρίου 2015 ἐκ. ἡμ. 


Περιεφρούρησε τὴν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, περιχαρακώσασα Αὐτὴν διὰ νέου ὀχυροῦ χαρακώματος ὅπως διατελῇ ἀπρόσβλητος, ἀφώρισε δὲ καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς ἄλλο τι παρὰ τοῦτο φρονοῦντας, καὶ μὴ τοῦτο κοινὸν Σύμβολον ὁμολογοῦντας καὶ ἀπεκατέστησε μεταξὺ ἀνατολῆς καὶ δύσεως τὴν ἐκκλησι- αστικὴν εἰρήνην καὶ ἑνότητα. Ἐν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ ἀνεγνωρίσθη ἡ ἰσότης τῶν ἀρχιερατικῶν ἀξιωμάτων τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ ἀπόλυτον κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς ὃ ὑπέκυψε καὶ ὁ Πάπας, ἀναγνωρίσας τὰς ἀποφάσεις Αὐτῆς. 


ν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ ὁ Φώτιος κατήγαγε θρίαμβον, διότι ἐν Αὐτῇ ἐστέφθησαν οἱ ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀνατολῆς ἀγῶνες αὐτοῦ διὰ πλήρους ἐπιτυχίας καὶ ἐβασίλευσεν ἡ Ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ ἧς τοσοῦτον ἐμόχθησεν». (Ἁγίου Νεκταρίου, Μελέτη Ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, Τόμος Α΄, ἐκδ. Νεκτ. Παναγόπουλου, σελ. 288-289) 5. Τρεῖς ἐπισημάνσεις εἶναι ἀπαραίτητες, πρὸς κατανόησιν τῆς σοβαρότητος καὶ τῆς ἐπικαιρότητος τῆς Ἁγίας Η΄ Συνόδου. α. Ἡ συνειδητοποίησις, ὅτι ἡ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ 879-880 ἦταν ἔργο τοῦ μεγαλόπνοου καὶ διορατικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου τοῦ ῾Ομολογητοῦ καὶ ᾿Iσαποστόλου καὶ μεγάλου Πατρὸς καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου τῆς ᾿Εκκλησίας, μᾶς ὠθεῖ νὰ πιστεύουμε, ὅτι « ἡ πλέον ἁρμόζουσα τιμὴ πρὸς τὸν ῞Αγιο» «εἶναι ἡ συναρίθμησις τῆς Συνόδου αὐτῆς ὡς ὀγδόης μετὰτῶν ὑπολοίπων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων». β. 


κατανόησις τῆς Μεγάλης Συνόδου Αὐτῆς ὡς ἑνωτικῆς, ἀναδεικνύει Αὐτὴν ὡς πρότυπον σὲ ὁποιαδήποτε εἰλικρινῆ προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπανένωσι τῶν διηρημένων Χριστιανῶν ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως, ἐφ᾿ ὅσον Αὐτὴ μαρτυρεῖ γιὰ τὸ Θεῖο Μυστήριο τῆς Παραδόσεως διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων, γιὰ τὴν γνήσια Πατερικὴ Συνοδικότητα: 1. «ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀναζητήθηκε κυρίως καὶ πρωτίστως στὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ στὴν διατήρηση ὄχι μόνο τοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ καὶ τῆς διατυπώσεως Αὐτῆς ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀναθεματίσθηκε δὲ ὁποιαδήποτε λεκτικὴ προσθήκη, ἀφαίρεση ἢ ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου»· 2. «ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας δομεῖται ἐπίσης ἐπὶ τῶν Κανονικῶν ρυθμίσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»· 3. «ἡ ἐκκλησιολογία πρέπει νὰ ἐκφράζεται διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος». γ. 


Οἱ δύο προηγούμενες ἐπισημάνσεις μᾶς ὁδηγοῦν στὸ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ αἴτιο/τὸ διατὶ ἡ λεγομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τοῦ 2016 ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶχε ἀποκλείσει ἀπὸ τὶς προοπτικὲς αὐτῆς τὴν ἀναφορὰ στὴν Ἁγία Σύνοδο τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἀλλὰ καὶ διατὶ εἶχε ἀποφύγει ἐπιμελῶς νὰ συγκληθῆ αὐτὴ ὡς Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. 6. Ὡς Ὀγδόην (Η΄) Οἰκουμενικὴν ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ Θεόδωρος Βαλσαμών, Νεῖλος Θεσσαλονίκης, Νεῖλος Ρόδου, Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Ἀθανάσιος Πάριος, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως καὶ πολλοὶ ἄλλοι μέχρι τῶν συγχρόνων μας ἱκανῶν Θεολόγων. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ἑξῆς ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου στὴν ἰδίαν αὐτοῦ «Ὁμολογίαν τῆς Ὀρθῆς Πίστεως, ἐκτεθεῖσαν ἐν Φλωρεντίᾳ κατὰ τὴν πρὸς Λατίνους γενομένην σύνοδον»: 


Τοῦτο τὸ ἱερὸν τῆς πίστεως μάθημά τε καὶ Σύμβολον, τὸ παρὰ μὲν τῆς πρώτης καὶ δευτέρας τῶν Συνόδων ἐκτεθέν, παρὰ δὲ τῶν λοιπῶν κυρωθὲν καὶ βεβαιωθέν, ὅλῃ ψυχῇ δεχόμενος καὶ φυλάττων, ἀποδέχομαι καὶ ἀσπάζομαι, πρὸς ταῖς εἰρημέναις ἑπτὰ Συνόδοις, καὶ τὴν μετ᾿ αὐτὰς ἀθροισθεῖσαν ἐπὶ τοῦ εὐσεβοῦς Βασιλείου, Βασιλέως Ρωμαίων, καὶ τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Φωτίου, τὴν καὶ Οἰκουμε- νικὴν Ὀγδόην ὀνομασθεῖσαν, ἣ καὶ τῶν τοποτηρητῶν παρόντων Ἰωάννου τοῦ μακαρίου πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Παύλου καὶ Εὐγενίου τῶν ἐπισκόπων καὶ Πέτρου πρεσβυτέρου καὶ καρδιναλίου, ἐκύρωσε μὲν καὶ ἀνεκήρυξε τὴν ἑβδόμην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον καὶ ταῖς πρὸ αὐτῆς συντάττεσθαι διωρίσατο, ἀποκατέστησε δὲ τῷ οἰκείῳ θρόνῳ τὸν ἁγιώτατον Φώτιον, κατέκρινε δὲ καὶ ἀνεθεμάτισε, καθάπερ καὶ αἱ πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, τοὺς τολμῶντας προσθήκην τινὰ καινοτομεῖν ἢ ὑφαίρεσιν ἢ ὅλως ἐναλλαγὴν ἐπὶ τῷ προρρηθέντι συμβόλῳ». (PG τ. 160, στλ. 85CD-88A) 7. 


κ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἁγίας Η΄ Συνόδου (Πράξεις Α΄- Ζ΄): α. «... Πρέπον ἐστὶ μετὰ πάσης τῆς γενομένης ἀποδοχῆς καὶ ἑνώσεως τῆς τῶν Ρωμαίων Ἐκκλησίας, διὰ μεσιτείας τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν πατριάρχου Φωτίου, καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ταύτῃ συμφωνῆσαι ἡμῖν, ὡς ἂν μηδὲ ἐν τούτῳ εἴη ἐν ἡμῖν διαφωνία· καὶ ὁ μὴ οὕτω φρονῶν καὶ ὀνομάζων τὴν ἁγίαν καὶ οἰκουμενικὴν ἐν Νικαίᾳ τὸ β' ἑβδόμην σύνοδον, ὡς καὶ ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ καρδηνάλις προεῖπεν, ἔστω ἀνάθεμα». (Πρᾶξις Ε΄) β. «...οὓς μέντοι Φώτιος ὁ ἁγιώτατος ἡμῶν πατριάρχης κληρικούς, ἢ λαϊκούς, ἢ τοῦ ἀρχιερατικοῦ καὶ ἱερατικοῦ τάγματος, ἐν οἵᾳ δήποτε παροικίᾳ, ὑπὸ ἀφορισμὸν ἢ καθαίρεσιν ἢ ἀναθεματισμὸν ποιήσῃ, ἵνα ἔχῃ αὐτοὺς καὶ ὁ ἁγιώτατος πάπας Ἰωάννης καὶ ἡ κατ᾿αὐτὸν ἁγία τοῦ Θεοῦ τῶν Ρωμαίων ἐκκλησία ἐν τῷ αὐτῷ τῆς ἐπιτιμίας κρίματι, μηδὲν τῶν πρεσβείων τῶν προσόντων τῷ ἁγιωτάτῳ θρόνῳ τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας, μηδὲ τῷ ταύτης προέδρῳ τὸ σύνολον καινοτομουμένων, μήτε νῦν, μήτε εἰς τὸ μετέπειτα». (Πρᾶξις Ε΄, Κεφάλ. Α΄) γ. 


Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὅτι οὕτως αἱ γνῶμαι καὶ θελήσεις πάντων τῶν ἁγιωτάτων πατριαρχῶν εἰς ἓν συν- ῆλθον, καὶ διὰ τῆς κοινῆς ὁμονοίας καὶ εἰρήνης εἰς ἀγαθὸν τέλος κατέληξε πάντα τὰ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου ἐναρχθέντα τε καὶ πραχθέντα». (Πρᾶξις Ε΄, Κεφάλ. Α΄) δ. «Ὅτι μὲν ἀγαθὸν τέλος τὰ παρ᾿ ἡμῶν πραχθέντα ἐδέξατο, κἂν ἡμεῖς σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται· καὶ ὁ μὴ στοιχῶν τοῖς παρὰ τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου πραχθεῖσι, κεχωρισμένος ἔσται τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος». (Πρᾶξις Ε΄, Κεφάλ. Α΄) ε. «Ἐξ ἅπαντος τρόπου ὀφείλει ὁ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ὅρος, ὃν καὶ αἱ λοιπαὶ ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ σύνοδοι ἐπεκύρωσάν τε καὶ ἐπῳκοδόμησαν, τοῦτον καὶ ἐν ταύτῃ τῇ μεγάλῃ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ ἀναγνωσθῆναι». (Πρᾶξις Ϛ΄) Ϛ. «... διὸ τὸν ἐξ ἀρχῆς τῆς πίστεως ὅρον πόθῳ θείῳ καὶ διανοίας εὐθύτητι ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ αὕτη σύνοδος ἐνστερνιζομένη τε καὶ θειάζουσα, καὶ τὸ τῆς σωτηρίας στερέωμα ἐν αὐτῷ θεμελιοῦσά τε καὶ ἀνεγείρουσα, οὕτω φρονεῖν καὶ κηρύσσειν πᾶσιν ἐμβοᾷ· 


Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, καὶ ἐφεξῆς μέχρι τέλους». (Πρᾶξις Ϛ΄) ζ. «...Πάντες οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω πιστεύομεν, ἐν ταύτῃ τῇ ὁμολογίᾳ ἐβα- πτίσθημέν τε καὶ τοῦ ἱερατικοῦ βαθμοῦ ἠξιώμεθα. Τοὺς ἑτέρως παρὰ ταῦτα φρονοῦντας, ἢ ἕτερον ἀντὶ τούτου προβαλέσθαι τολμῶντας, τῷ ἀναθέματι καθυ- ποβάλλομεν», «ὡς ἐχθροὺς Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας ἡγούμεθα· εἴ τις παρὰ τοῦτο τὸ ἱερὸν σύμβολον τολμήσει ἕτερον ἀναγράψαι, ἢ προσθεῖναι, ἢ ἀφελεῖν, καὶ ὅρον ὀνομάσαι ἀποθρασυνθείη, κατάκριτος καὶ πάσης χριστιανικῆς ὁμολογίας ἀπόβλητος· τὸ γὰρ ἀφελεῖν ἢ προστιθέναι, ἀτελῆ (τὴν εἰς) τὴν ἁγίαν καὶ ὁμοούσιον καὶ ἀδιαίρετον Τριάδα μέχρι τῆς σήμερον ἀνέκαθεν κατιοῦσαν ὁμολόγησιν ἡμῶν δείκνυσιν, καὶ τῆς τε ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ τῆς τῶν πατέρων διδασκαλίας καταγινώσκει. 


Εἴ τις τοίνυν εἰς τοῦτο ἀπονοίας ἐλάσας τολμήσειεν, ... ἕτερον ἐκθέσθαι σύμβολον καὶ ὅρον ὀνομάσαι, ἢ προσθήκην ἢ ὑφαίρεσιν ἐν τῷ παραδεδομένῳ ἡμῖν παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς ἐν Νικαίᾳ τὸ πρῶτον μεγάλης συνόδου ποιῆσαι, ἀνάθεμα ἔστω». (Πρᾶξις Ϛ΄ καὶ Πρᾶξις Ζ΄)


  

Β΄. Ἡ Ἐνάτη (Θ΄) Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος


1. Ἁγία Σύνοδος αὐτὴ συγκεντρώνει ἐπίσης ἅπαντα τὰ ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα, τὰ χαρακτηρίζοντα μίαν Σύνοδον ὡς Οἰκουμενικήν, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑξῆς: α. Συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό. β. Εἶχε ὡς ἀντικείμενο σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Πνευματικότητα, καὶ στὸ ὁποῖο συγκρούονται ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ἡ Φραγκολατινικὴ Δύσις. γ. Ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν Δ΄ αἰ. οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν χριστολογικὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. 


Καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1351 μ.Χ. ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεσι τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή. Ἐπίσης, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ Δόγμα περὶ τῶν Θείων Ἐνεργειῶν, φέρεται ὡς συνέχεια τῆς Ϛ΄ (6ης) Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (680 μ.Χ.), ἡ Ὁποία ἀπεφάνθη ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει δύο Θελήσεις καὶ δύο Ἐνέργειες, θεία καὶ ἀνθρω- πίνη, γεγονὸς τὸ ὁποῖο μνημονεύει ὁ Τόμος τῆς Συνόδου τοῦ ἔτους 1351. Μάλιστα, οἱ αἱρετικοί, τοὺς ὁποίους κατεδίκασε ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως λέει ὁ Τόμος Αὐτῆς, εἶναι χειρότεροι τῶν Μονοθελητῶν καὶ τῶν Μονενεργητῶν, τοὺς ὁποίους κατεδίκασε ἡ Ϛ΄ (6η) Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. δ. Ἀποδέχθηκε τὶς Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. ε. Τεκμηρίωσε ὅλη τὴν θεολογία τῶν ἱερῶν Κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν Διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ϛ. 


Τόμος Αὐτῆς ὑπογράφτηκε ἀπὸ ὅλους: τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Κάλλιστο, τοὺς παρισταμένους Συνοδικούς, τοὺς Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Νήφωνα καὶ Ἱεροσολύμων Λάζαρον, ὑπὲρ τοὺς πενήντα Μητροπολῖτες καὶ Ἐπισκόπους, ὡς καὶ τοὺς Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ Ματθαῖο Καντακουζηνό. Μάλιστα, οἱ αἱρετικοί, τοὺς ὁποίους κατεδίκασε ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως λέει ὁ Τόμος Αὐτῆς, εἶναι χειρότεροι τῶν Μονοθελητῶν καὶ τῶν Μονενεργητῶν, τοὺς ὁποίους κατεδίκασε ἡ Ϛ΄ (6η) Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. δ. Ἀποδέχθηκε τὶς Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. ε. Τεκμηρίωσε ὅλη τὴν θεολογία τῶν ἱερῶν Κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν Διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ϛ. Ὁ Τόμος Αὐτῆς ὑπογράφτηκε ἀπὸ ὅλους: τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο 1. 


Ἁγία Σύνοδος αὐτὴ συγκεντρώνει ἐπίσης ἅπαντα τὰ ἐξωτερικὰ καὶ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα, τὰ χαρακτηρίζοντα μίαν Σύνοδον ὡς Οἰκουμενικήν, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑξῆς: α. Συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό. β. Εἶχε ὡς ἀντικείμενο σπουδαῖο θέμα, στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Πνευματικότητα, καὶ στὸ ὁποῖο συγκρούονται ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ἡ Φραγκολατινικὴ Δύσις. γ. Ἀσχολήθηκε μὲ σοβαρὸ δογματικὸ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι συνέχεια τῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχόλησαν τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τὸν Δ΄ αἰ. οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τὴν χριστολογικὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα. Καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1351 μ.Χ. ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεσι τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή. Κάλλιστο, τοὺς παρισταμένους Συνοδικούς, τοὺς Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Νήφωνα καὶ Ἱεροσολύμων Λάζαρον, ὑπὲρ τοὺς πενήντα Μητροπολῖτες καὶ Ἐπισκόπους, ὡς καὶ τοὺς Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ Ματθαῖο Καντακουζηνό. ζ. 


Στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας», τὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὴν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ Ἅγιοι Πατέρες πρόσθεσαν καὶ τὰ «Κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου κεφάλαια» τῆς Συνόδου Αὐτῆς. η. Ἀνέπτυξε τὴν διδασκαλία Αὐτῆς ὁ θεούμενος Πατὴρ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Πα- λαμᾶς. ● Τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Συνόδων, προσδίδουν κυρίως οἱ θεούμενοι καὶ θεοφόροι Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν Αὐτές. θ. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ χαρακτηρίσθηκε ὡς Οἰκουμενικὴ ἀπὸ πολλοὺς Θεολόγους, παλαιοτέρους καὶ συγχρόνους. 2. Γιὰ τὶς ταραχές, τὶς ὁποῖες προεκάλεσε ὁ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν Ἡσυχαστῶν, συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολι ἡ Σύνοδος τοῦ Ἰουνίου 1341, ἡ Ὁποία κατεδίκασε αὐτόν. ● Ἐπίσης, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1347 συνῆλθαν ἀκόμη δύο Σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τοὺς ὁμόφρονες διαδόχους τοῦ Βαρλαάμ, Γρηγόριο Ἀκίνδυνο καὶ Ἰωάννη Καλέκα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. 


Θ΄ (9η) Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 1351 ἐπεκύρωσε τὶς Ἀποφάσεις τῶν δύο προηγουμένων Συνόδων. 3. Ἡ Θ΄ (9η) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος: ● Συνεκλήθη στὶς 28 Μαΐου 1351 ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστο στὰ Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν, στὸ Ἀλεξιανό τρίκλινο. Ἔλαβαν μέρος ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ὡς Πρόεδρος, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Κάλλιστος, εἰκοσιπέντε Μητροπολῖτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν σύμφωνη γνώμη ἄλλων τριῶν, ἑπτὰ Ἐπίσκοποι, ὁ σεβαστοκράτωρ Μανουὴλ Ἀσάνης, ὁ Ἀνδρόνικος Ἀσάνης, τὰ μέλη τῆς Συγκλήτου, πολλοὶ Ἄρχοντες, Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ πολλοὶ λαϊκοί. Κλήθηκε, ἐπίσης, νὰ λάβη μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ κατηγορουμένου, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τὰ βέλη ὅλων τῶν ἀντιπάλων ἐστρέφοντο κυρίως ἐναντίον του, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀνέλαβε, μὲ προτροπὴ τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τῆς Συνόδου, τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν Ἀκινδυνιστῶν. 


Σύνοδος, σὲ πέντε Συνεδρίες, ὕστερα ἀπὸ σοβαρά, προσεκτική, ψύχραιμη καὶ σὲ βάθος μελέτη, κατεδίκασε καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλαὰμ Καλαβρὸ καὶ Γρηγόριο Ἀκίνδυνο, ἀνεγνώρισε τὴν Διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξέδωσε τὴν Ἀπόφασί Της, τεκμηριώνουσα Αὐτὴν μὲ πλῆθος Πατερικῶν μαρτυριῶν, σύμφωνα μὲ τὴν Ὁποία: α. ὑπάρχει διάκρισις Θείας Οὐσίας καὶ Θείας Ἐνεργείας· β. ἡ Θεία Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστος· γ. δὲν προκύπτει καμμία σύνθεσις στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν διάκρισι αὐτή· δ. ἡ Θεία καὶ Ἄκτιστος Ἐνέργεια προσαγορεύεται Θεότης ἀπὸ τοὺς Ἁγίους· ε. ὁ Θεὸς ὑπέρκειται κατ᾿ Οὐσίαν τῆς Θείας Ἐνεργείας καὶ Ϛ. κάθε δημιούργημα μετέχει στὴν Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὴν Οὐσία Αὐτοῦ. 4. 


Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1368, συνῆλθε ἡ τελικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολι, ἡ Ὁποία ἀνεθεμάτισε καὶ καθήρεσε τοὺς αἱρετικοὺς Πρόχορο καὶ Δημήτριο Κυδώνη, Νικηφόρο Γρηγορᾶ καὶ Γεώργιο Λαπίθη, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν αὐτὴ νόσο μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν Ἀκίνδυνο· ἐπεκύρωσε τὸν Συνοδικὸ Τόμο τῆς Θ΄ (9ης) Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 1351· καὶ κατέταξε τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ὡρίσθη δὲ ἡ Μνήμη Αὐτοῦ τὴν Β΄ Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. 5. Ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τῆς Ἁγίας Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (§§ 52): α. 


στι θεοπρεπὴς ἐπὶ Θεοῦ διάκρισις θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας... διενηνόχασι δὲ ἀλλήλων καὶ τῶν μὲν τὴν θείαν ἐνέργειαν μετέχεσθαι καὶ μερίζεσθαι ἀμερίστως, καὶ ὀνομάζεσθαι καὶ νοεῖσθαί πως, εἰ καὶ ἀμυδρῶς, ἐκ τῶν αὐτῆς ἀποτελεσμάτων· τήν γε μὴν οὐσίαν ἀμέθεκτον καὶ ἀμέριστον καὶ ἀνώνυμον εἶναι, ὡς ὑπερώνυμον δηλονότι καὶ ἀπερινόητον παντελῶς». (§ 29) β. «Ἔστιν ἄκτιστος ἡ ἀχώριστος μέν, διαφέρουσα δὲ τῆς θείας φύσεως αὕτη ἐνέργεια». (§ 30) γ. «Οὐκ ἔστι σύνθεσίν τινα παρὰ τοῦτο (παρὰ τὴν διαφορὰν οὐσίας καὶ ἐνεργείας) νομίζειν ἐπὶ Θεοῦ». (§ 32) δ. «Ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια θεότης παρὰ τῶν ἁγίων προσηγόρευται». (§ 34) ε. «Τῆς θείας ἐνεργείας καὶ τῶν οὐσιωδῶς περὶ αὐτὴν θεωρουμένων ὑπέρκειται κατ᾿ οὐσίαν ὁ Θεός». (§ 38) Ϛ. 


χώριστον μὲν ἴσμεν τὴν θείαν οὐσίαν καὶ τὴν θείαν φυσικὴν ἐνέργειαν· οὐ γάρ ποτε ἐνέργεια εἴη ἄν, τῆς ἑαυτῆς οὐσίας χωρίς· περὶ μέντοι ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δεδημιουργημένων, τίς οὐκ οἶδεν, ὅτι πᾶν δημιούργημα τῆς ἐνεργείας τοῦ δημιουργήσαντος, ἀλλ᾿ οὐχὶ τῆς οὐσίας μεταλαμβάνει». (§ 40) ζ. «Ἄκτιστόν ἐστι τὸ φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, καὶ ὅτι οὐκ ἔστι τοῦτο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ». (§ 46) η. «...ἡμεῖς συνελθόντες κατὰ τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν καὶ συνδιημερεύσαντες οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ δὶς καὶ τρὶς καὶ πολλάκις. Καὶ τὸν μὲν Θεσσαλονίκης ἱερώτατον μητροπολίτην... εὕρομεν καὶ συνήγορον Χριστοῦ χάριτι τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν ἀληθείας, αὐτοὺς δέ... πολλαῖς καὶ μεγάλαις αἱρέσεσι περιπίπτοντας... καὶ τὴν θέωσιν τοῦ δεσποτικοῦ προσλήμματος κτιστὴν ἐτόλμησαν ἀνειπεῖν, καὶ τὴν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τὸ παρὰ τῶν ἁγίων εἰρῆσθαι ταύτην ἀπροσπέλαστον καὶ ἀμέθεκτον, φθαρτικὴν εἶναι νομίζειν... 


Διὸ καί... ἡ καταδίκη τούτοις,... ἐπεκυρώθη, καὶ τὰ συνοδικῶς ἡμῖν ἀρτίως μετὰ τῆς ἐκ Θεοῦ βασιλείας ἐξετασθέντα καὶ διαγνωσθέντα τὸ ἀσφαλὲς ἐν πᾶσι καὶ βέβαιον ἕξει, σύμφωνα πάντως ὄντα τῇ τε ἀληθείᾳ καὶ τοῖς θείοις πατράσι πᾶσι καὶ ταῖς προγεγενημέναις τούτου χάριν ἱεραῖς καὶ θείαις συνόδοις καὶ τοῖς ἐπ᾿ αὐταῖς συνοδικοῖς τόμοις. Καὶ ἡ ἔνθεσμος διὰ πάντων καὶ κανονικὴ αὕτη ψῆφος, γραφεῖσα καὶ ὑπογραφεῖσα ἀρτίως, ἀκίνητος εἰς αἰῶνα τὸν σύμπαντα διατηρηθήσεται, τῇ πάντα δυναμένῃ ἐνεργείᾳ καὶ χάριτι τοῦ παντοδυνάμου καὶ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, ὑπὲρ ἧς καὶ δι᾿ ἧς ὁ παρὼν ἡμῶν ἀγὼν ἤνυσται». (§ 52)



Εκ του τριμηνιαίου περιοδικού της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών 
''Ορθόδοξος Παρέμβασις''. 
Αριθμός τεύχους 8, σελίδες 9-14, Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 2016. 
Επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Η ΑΜΕΤΡΗ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


 


“Δέν θέλω, ἀδελφοί μου, 

νά ἀγνοεῖτε τά σχετικά μέ ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, 

γιά νά μήν λυπᾶσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. 

“Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, 

ἔτσι καί ὁ Θεός, 

ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, 

ὄντας ἑνωμένοι μαζί του μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ, 

θά τούς πάρει κοντά του”. 

Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτό: 

Γιατί ὁ Ἀπόστολος, 

ὅταν μιλάει γιά τόν Χριστό λέει τό θάνατό Του, “θάνατο”, 

ἐνῶ ὅταν μιλάει γιά τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου, 

ὀνομάζει τό θάνατο “κοίμηση”, καί ὂχι “θάνατο”. 

Μιλάει γιά ὅσους ἔχουν “κοιμηθεῖ” καί ὄχι γιά ὅσους “πέθαναν”. 

Αὐτούς πού ἔχουν κοιμηθεῖ μέ πίστη στόν Ἰησοῦ νά φέρει μαζί Του. 

Καί στή συνέχεια λέει: 

“ἐμεῖς οἱ ζωντανοί πού θά μείνουμε πίσω 

καί θά εἲμαστε στή ζωή, 

ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, 

δέν θά προφθάσουμε ὅσους θά ἔχουν κοιμηθεῖ”.



Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’ αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”. Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει: “Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”. Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”. Γιατί λοιπόν, τὸ θὰνατό τοῦ Χριστοῦ τὸν ὀνόμασε θὰνατο, ἐνῶ τὸν θὰνατο τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε κοίμηση; Δὲν χρησιμοποίησε ἀσφαλῶς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο. 


Γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη “θάνατο”, γιὰ νὰ βεβαιώσει τό πάθος Του. Γιὰ τούς ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη “κοίμηση” γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη “θάνατος”. Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς Του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη “κοίμηση”, προσπαθώντας ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τούς δικοὺς γιὰ τὴν στέρηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καὶ ταυτόχρονα νά τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θά ἀναστηθεῖ, ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὕπνος μακρύς. 


Μπορεῖς βέβαια, νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸς ποὺ πέθανε οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει τίποτα. Καὶ σ’ αὐτὸν ὅμως, ποὺ κοιμᾶται συμβαίνει τό ἲδιο. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα, νὰ σημειώσουμε ἐδῶ κάτι ἀξιοθαύμαστο. Ἡ ψυχὴ δηλαδή, ἐκείνου ποὺ κοιμᾶται συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπον στὸν ὕπνο τοῦ σώματος. Ἡ ψυχὴ ὅμως ἐκείνου ποὺ ἔχει πεθάνει, παραμένει σὲ ἐγρήγορση. Θᾶ μποροῦσε ἴσως κάποιος νά πεῖ: Ναί, καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει, σὲ λίγο σαπίζει, διαλύεται καὶ γίνεται σκόνη καὶ στάχτη. Τί σημασία ἔχει ὅμως αὐτό, ἀγαπητέ μου; Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὀποῖο πρέπει νᾶ χαίρεσαι. 


Γιατί αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν θέλει νᾶ ξαναφτιάξει ἕνα σπίτι, ποὺ πάλιωσε. Βγάζει δηλαδή, πρῶτα ἔξω τοὺς ἐνοίκους του καὶ μετά, ἀφοῦ γκρεμίσει τό παλιὸ χτίζει καινούργιο καὶ ὀμορφότερο. Φυσικά, καθόλου δὲν λυποῦνται οἱ ἔνοικοι ποὺ βγῆκαν γιά λίγο ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλὰ χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ κατεδάφηση, ἀλλὰ χαίρονται προκαταβολικά γιά τὴν νέα οἰκοδομὴ ποὺ θὰ ξαναχτιστεῖ. Τὸ ἲδιο ἀκριβῶς, κάνει καὶ ὁ Θεός. Ἐπειδὴ θέλει νά μᾶς ἀνακαινίσει, διαλύει τό σῶμα μας, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει το σῶμα καὶ μετὰ νὰ ἐγκαταστήσει μέσα τὴν ψυχή, μὲ περισσότερη λαμπρότητα καὶ δόξα. Τὸ ἲδιο θά ’κανε καὶ ἂν κάποιος εἶχε ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο ποὺ ἔχει σκουριάσει ἀπὸ τὸ χρὸνο. 


Θὰ τὸ ἔσπαζε σὲ μικρὰ κομμάτια, θὰ τὸ ἔλιωνε στὸ καμίνι καὶ θὰ τὸ ξανάχυνε, φτιάχνοντας ἒτσι ἕνα καινούργιο πιὸ λαμπρὸ καὶ ὄμορφο. Ὅπως λοιπόν, ἡ διάλυση τοῦ μετάλλου στὸ καμίνι δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνάπλαση τοῦ ἀντικειμένου, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος δὲν εἶναι καταστροφή, ἀλλὰ ἀνακαίνηση. Ὅταν λοιπόν, δεῖς νά διαλύεται τό σῶμα καὶ νὰ σαπίζει, ὅπως λυώνει τό μὲταλλο στὸ καμίνι, μὴ σταματήσεις σ’ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, ἀλλὰ νά προσδοκᾶς τὴν ἀνακαίνηση. Οὔτε πάλι, νὰ σταθεῖς στὴν ἀναλογία τοῦ παραδείγματος μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση, ἀλλὰ γύρισε πάλι τὴ σκέψη σου στὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλουργοῦ. Ὁ μεταλλουργὸς ὅταν χύνει τό παλιὸ μὲταλλο δὲν ξαναφτιάχνει γιὰ παράδειγμα, χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα, ἀλλὰ μεταλλικὸ καὶ ἄψυχο. 


Θεὸς ὅμως, δὲν κάνει ἔτσι, ἀλλὰ ἐνῶ βάζει στὴ γῆ πήλινο καί θνητό σῶμα, ἀνασταίνει χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα. Δέχεται ἡ γῆ φθαρτό καί θνητό σῶμα καί σοῦ ἐπιστρέφει ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο. Μὴν στέκεσαι λοιπόν, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πιά κλείσει τά μάτια του καὶ κείτεται βουβὸς καὶ ἄφωνος, ἀλλὰ σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ. Σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀπολαύση δόξα ἀνέκφραστη, θαυμαστὴ καὶ ἐξαίσια. Στρέψε τά μάτια σου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, σὲ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει. Ὀδύρεσαι βέβαια καὶ θρηνεῖς, γιατί ἔχασες τὴν συντροφιὰ ἑνὸς δικοῦ σου ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὅμως λίγο παράλογο, ἀγαπητέ μου, νὰ παντρεύεις γιὰ παράδειγμα, τὴν κόρη σου σὲ ξένο τόπο, καὶ νὰ μὴν στεναχωριέσαι ποὺ εἶναι μακριά σου, ἀφοῦ περνάει καλὰ καὶ εἶναι ἐκεὶ εὐτυχισμένη κι ἐδῶ ποὺ ὄχι κανένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πῆρε κοντά Του τὸν ἂνθρωπό σου νὰ θρηνεῖς σπαρακτικὰ καὶ νὰ ὀδύρεσαι; 


Θά μοῦ πεῖς βέβαια, πῶς μπορῶ νὰ μὴν πονάω, ἄνθρωπός μου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε. Οὔτε ἐγὼ ὅμως, σοῦ λέω κάτι τέτοιο. Δὲν σοῦ μιλάω γιὰ τὴ λύπη ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολή. Γιατί, τὸ νὰ λυπᾶται κανεὶς εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ χτυπιέται ὅμως, πὰνω ἀπὸ τὸ μὲτρο, εἶναι δεῖγμα μανίας, παραφροσύνης καὶ ἀδυναμίας ποὺ συνήθως ἐκδηλώνει ἡ γυναικεία ψυχή. Πόνεσε, κλάψε, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι, μὴν θυμώνεις καὶ μὴν ἀγανακτεῖς. Εὐχαρίστησε τόν Θεὸ ποὺ παίρνει τὸν ἂνθρωπό σου. 


τσι θὰ τιμήσεις ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἔτσι, θὰ τὸν ἐφοδιάσεις μὲ λαμπρά, ἐντάφια δῶρα. Ἂν ὅμως ἀπελπιστεῖς καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε δυσκολεύεις καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν πῆρε βλασφημεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἀντίθετα, ἂν εὐχαριστεῖς γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἂνθρωπό σου ἐτίμησες καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε δόξασες καὶ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις ὠφελήσει.



Δάκρυσε, στό μέτρο πού δάκρυσε κι ὁ Κύριός σου γιά τό Λάζαρο 

καί ἒτσι μέ τό παράδειγμά Του, 

ἔχει θέσει μέτρα, ὅρους καί κανόνα τῆς λύπης 

καί σέ μᾶς. 

Αὐτά τά ὅρια, δέν πρέπει ποτέ νά τά ὑπερβαίνουμε. 

Τό ἲδιό μᾶς διδάσκει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: 

“Γιά ἐκείνους” λέει, “πού ἔχουν κοιμηθεῖ, 

θέλω νά ξέρετε, τί ἀκριβῶς συμβαίνει, 

γιά νά μήν λυπόσαστε, σάν τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν ἐλπίδα”. 

Νά λυπᾶσαι, λέει ὁ Ἀπόστολος, 

ἀλλά ὄχι σάν τούς εἰδωλολάτρες, 

πού δέν ἔχουν ἰδέα γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, 

καί γι’ αὐτό δέν ἐλπίζουν γιά τήν μέλλουσα ζωή. 

Σᾶς λέω εἰλικρινά, 

πώς ντρέπομαι καί κοκκινίζω, 

ὅταν περπατάω ἔξω καί συναντῶ γυναῖκες νά κλαῖνε γοερά, 

νά χτυπιοῦνται, νά τραβοῦν τά μαλλιά τους, 

νά ξεσκίζουν τό πρόσωπό τους. 

Καί τό χειρότερο, 

αὐτά τά κάνουν μπροστά στά μάτια τῶν ἄλλων, 

πού εἶναι εἰδωλολάτρες. 

Πολύ δίκιο θά ἔχουν αὐτοί νά ποῦν: 

Αὐτοί εἶναι οἱ χριστιανοί, 

πού πιστεύουν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; 




Εκ του βιβλίου ''Προσδοκώ Ανάσταση Νεκρῶν'' της Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα. 
Εκδόσεις Προετοιμασία. 
Αναδημοσίευση από τον ομώνυμο ιστότοπο. 
Τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Print Friendly and PDF