ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

ΠΑΠΑ - ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ 1857-1941




''... συ δε μένε εν οις έμαθες και επιστώθης, ειδώς παρά τίνος έμαθες''. (Τιμοθ. Β' γ' 14).   

                   

        Ο Ελληνικός Πόντος της Μ. Ασίας,

που πολλές άγιες μορφές έχει προσφέρει στην Ορθοδοξία, 

πρόσφερε στον αγώνα υπέρ των Πατρίων Παραδόσεων έναν ακόμη: 

τον παπα - Γιώργη Μαυρίδη. 

Γεννήθηκε το έτος 1857. 

Κατά τον άτυχο Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η οικογένειά του μαζί με άλλους Έλληνες Πόντιους 

αναγκάστηκαν εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς των Τούρκων 

να εγκαταλείψουν την γενέτειρά τους και πρόσφυγες να καταφύγουν στην Ορθόδοξη τότε Ρωσία. 

Εκεί ο νεαρός Γιώργος παντρεύτηκε μία ενάρετη πατριώτισσά του. 

Του δόθηκε επίσης η ευκαιρία, αφού είχε τις κατάλληλες γνώσεις, 

να εγασθεί ως δάσκαλος μαθαίνοντας στα εκ του Πόντου Ελληνόπουλα τα ελληνικά γράμματα. 

Έτσι είχε και την πρόσθετη ικανοποίηση, 

ότι συνέβαλε στην διατήρηση της μητρικής του γλώσσας. 

Εκτός όμως από τις γνώσεις Ελληνικής που είχε, 

τον χαρακτήριζε και η υπερβάλλουσα ευσέβεια και πίστη προς την Ορθοδοξία,

 γνωρίσματα, τα οποία παρεκίνησαν τους επίσης πρόσφυγες πατριώτες του 

να τον κρίνουν άξιο για να γίνει λειτουργός  του Υψίστου. 


Και πράγματι, ο Γεώργιος χειροτονήθηκε Ιερέας και έγινε ο πνευματικός οδηγητής τους. Στην Ορθόδοξη Ρωσία οι Πόντιοι πρόσφυγες έζησαν ευτυχισμένα χρόνια. Και πλούσια τα υλικά αγαθά με την εργασία τους απολάμβαναν, αλλά το περισσότερο σπουδαίο, είχαν εξασφαλίσει την ελευθερία στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο καιρός όμως της ευημερίας ποτέ δεν κρατά πολύ. Ο Κομμουνισμός, δευτερότοκο παιδί του Εβραισμού με τον ολοκληρωτισμό του κατέλαβε την εξουσία της Ορθόδοξης ''Αγίας Ρωσίας'' και διά πυρός, μαχαίρας και σκληρών διωγμών επεβλήθηκε στον Ρωσικό λαό. 


Τότε έλαβαν χώραν μεγάλες καταστροφές παραδοσιακών ιερών ναών και μοναστηριών, καθώς και βέβηλη μετατροπή άλλων σε σταύλους και θέατρα. Αλλά και του κλήρου η τύχη δεν ήταν καλύτερη. Ευσεβέστατοι αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί κατεσφάγησαν, αφού προηγουμένως υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια. Από δε τους ευσεβείς Ρώσους, εκατοντάδες χιλιάδες θανατώθηκαν οικτρά στην Σιβηρία, επειδή είχαν το θάρρος να μην αποδεχθούν το σύμβολο του Αντιχρίστου, το σφυροδρέπανο. 


Πάνω από δύο εκατομμμύρια υπολογίζονται οι μάρτυρες που κατεσφάγησαν μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1922. Αν όμως οι Ρώσοι υπέφεραν τόσα δεινά, οι χιλιάδες πρόσφυγες ήταν εύλογο να υποφέρουν ακόμη περισσότερα. Διά ευνόητους λόγους επιέζοντο να δεχθούν την Ρωσική υπηκοότητα και φυσικά αντιδρούσαν αποφασιστικά. Αυτή ήταν και η αιτία που οδήγησε τις αρχές να εκδιώξουν επίσημα από το Ρωσικό έδαφος τους Πόντιους πρόσφυγες. Κι εκείνοι για δεύτερη φορά τώρα πρόσφυγες, κατέφθαναν με τα Ρωσικά καράβια στην Ελλάδα εκλιπαρώντας τρίτη πατρίδα. Ανάμεσα στους ταλαιπωρημένους αυτούς Χριστιανούς ήταν και ο παπα - Γιώργης. 


Ήρθε στην Ελλάδα και κατεστάλαξε μαζί με άλλους πατριώτες του στο χωριό Οχυρό του Νευροκοπίου Δράμας. Στον Ελληνικό χώρο είχε ήδη επιβληθεί το παπικό ημερολόγιο και οι κατά τόπους αντιδράσεις των Γ.Ο.Χ κατέληγαν σε φοβερούς διωγμούς. Ο παπα-Γιώργης και οι πατριώτες του δεν άργησαν να εισχωρήσουν στους Γ.Ο.Χ, ο δε παπα-Γιώργης γρήγορα και με ζηλευτή όρεξη δόθηκε στον αγώνα εξυπηρετώντας τα διάφορα Παραρτήματα. Μαζί με τον παπα-Γιώργη, ήσαν και οι εκ Ρωσίας επίσης πρόσφυγες π. Ανδρέας και π. Παρθένιος. Οι τρεις νεοφερμένοι δραστηριοποιούντο επικίνδυνα στον Νομό Δράμας και ο Δεσπότης Νευροκοπίου Αγαθάγγελος, που επιθυμούσε την ''ησυχία'' στην επισκοπή του, τους εξόρισε στο Άγιον Όρος. 


Στέρησε έτσι την χρονιά αυτή (1934) τους Χριστιανούς, από την λειτουργία των Χριστουγέννων. Τότε ο υπεύθυνος για τους Γ.Ο.Χ της περιφερείας Μιχαήλ Ν. Σαββόπουλος, σημερινός Πρωθιερέας των Γ.Ο.Χ Δράμας, κατάφερε να τους... απαγάγει από το Άγιον Όρος και μετά από απερίγραπτες περιπέτειες να τους οδηγήσει στα τέλη Ιανουαρίου πεζή στην Θεσσαλονίκη. Εκεί με την φροντίδα του τακτοποιήθηκαν σε χριστιανικά σπίτια. Δεν χρειάστηκε όμως να κρύβονται για πολύ. Τον Μάρτιο του 1935 έγινε το πραξικόπημα Πλαστήρα - Βενιζέλου και η αιματηρή μάχη στην γέφυρα του Στρυμώνα, οπότε οι πραξικοπηματίες κατεπροπώθησαν και επεκράτησαν οι Κονδύλης και Τσαλδάρης. Επόμενο ήταν ν' αντικατασταθεί και ο Νομάρχης Δράμας. 


Ανέλαβε ο Μιλινδρέτος, φίλος της Κυβερνήσεως και θερμός υποστηρικτής των Γ.Ο.Χ. Από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να τηλεγραφήσει στο Άγιον Όρος να αφεθούν ελεύθεροι οι εξορισθέντες παλαιοημερολογίτες Ιερείς. Η απάντησις όμως που έλαβε ήταν παράδοξη: η παρουσία αυτών ''ηγνοείτο''. Την απορία του Νομάρχη έσπευσε να λύσει έγκαιρα... ο δράστης της απαγωγής των Μιχαήλ Σαββόπουλος, παρουσιάζοντας τους κρυμμένους Ιερείς. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο παπα - Γιώργης υπήρξε εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Καβάλας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του παπα-Γιώργη ήταν η εξωτερική του εμφάνιση. Πάντα φορούσε τις αρβύλες του και στο λαιμό του κρεμούσε έναν μεγάλο σταυρό, που είχε φέρει από την Ρωσία. 


Πάνω από το καλυμαύχι του φορούσε καλογερικό ''κουκούλι,'' που ο μακαρίτης π. Γαβριήλ Λίβερης του είχε δωρήσει..., μα το σπουδαιότερο διακριτικό του... ήταν η δεσποτική ράβδος που πάντοτε κρατούσε στα χέρια του, δημιουργώντας σ' όλους την εντύπωση, ότι πρόκειται περί Δεσπότου. Από το... λάθος αυτό δεν γλύτωσε, ούτε το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Καβάλας. Επρόκειτο να γίνει ορκομωσία νεοσυλλέκτων και ο επικεφαλής της Τάξεως διέταξε έναν φαντάρο να καλέσει από τον κοντινό ναό έναν Ιερέα τιμητικά να βοηθήσει τον Δεσπότη, που είχαν προσκαλέσει στην τελετή. Κατά καλή σύμπτωση πιο κοντινός ναός ήταν ο Άγιος Δημήτριος των Γ.Ο.Χ Καβάλας και Ιερέας που θα προσκαλείτο ήταν ο παπα-Γιώργης. 


Ο φαντάρος τον βρήκε στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας και η παράκλησή του για να πάει να ορκίσει τους νεοσυλλέκτους (έτσι του είπε ο φαντάρος) έγινε δεκτή μετά χαράς και ενθουσιασμού από τον παπα-Γιώργη. Αισθανόταν τιμή και υπερηφάνεια, που θα αξιωνόταν να λάβει μέρος στην τελετή αυτή, που θα όρκιζε φανταράκια του Ελληνικού Στρατού. Γι' αυτό και επιμελήθηκε ιδιαίτερα την εξωτερική του εμφάνιση. Φόρεσε τον σταυρό του, το επανοκαλύμαυχο και, αφού πήρε τα χρειαζούμενα, πετραχήλι και ευχολόγιο, χωρίς να παραλείψει να πάρει και το ραβδί του, ξεπρόβαλε χαρωπός στην πύλη του (Κ.Ε.Ν.Κ). 


Ο σκοπός αντικρύζοντάς τον παρουσίασε όπλο, ο δε υπεύθυνος του φυλακίου έσπευσε να ειδοποιήσει τον αξιωματικό υπηρεσίας, ότι ο Σεβασμιώτατος είχε φθάσει! Αμέσως έλαβαν χώρα όλα τα τυπικά, οι σάλπιγγες ήχησαν, τα τύμπανα εκτύπησαν, παραγγέλματα εδόθησαν και οι νεοσύλλεκτοι παρετάχθησαν. Στην ώρα του έφθασε και ο Διοικητής, που όμως... παραξενεύτηκε βλέποντας αντί για τον Δεσπότη έναν απλό Ιερέα. Η επίσημη όμως περιβολή του παπα-Γιώργη τα κατάφερε καλά, λύνοντας την... απορία του Διοικητή. ''Κάποιο εμπόδιο θα έτυχε στον Σεβασμιώτατο και έστειλε... αντιπρόσωπό του. 'Άλωστε και η ράβδος, το επιβεβαίωνε''. Εδόθη διαταγή και η τελετή της ορκομωσίας άρχισε. 


Ο παπα-Γιώργης με την ελληνοποντιακή διάλλεκτο ήταν εντυπωσιακός... Ακολούθησε ομιλία του Διοικητή και στην συνέχεια δεξίωση. Στο μεταξύ ο Δεσπότης Καβάλας Χρυσόστομος έφθασε και, όπως ήταν φυσικό, δεν έτυχε της υποδοχής, της δέουσας. Ο επικεφαλής αξιωματικός ανεγνώρισε τον Δεσπότη και προσπάθησε να δικαιολογήσει το λάθος τους. Ο Επίσκοπος όμως διακριτικά προχώρησε μέσα και κατευθύνθηκε προς τον ''αντιπρόσωπό του'' παπα-Γιώργη, που εκείνη την στιγμή πανευτυχής απολάμβανε το γλυκό του. -Μα εσύ, πως ήλθες εδώ παπά μου; τον ρώτησε. -Με τα πόδια μου, Δέσποτα! απάντησε με αφέλεια εκείνος. -Και σε ποια εκκλησία λειτουργείς; -Στον Άγιο Δημήτριο, εδώ πιο πάνω. 


Είμαι με το παλιό. -Καλά, καλά, τον παρατήρησε ο Δεσπότης. Στις 10 το πρωί αύριο να περάσεις από την Μητρόπολη, που σε θέλω. Στο μεταξύ ο Δεσπότης προχώρησε προς το μέρος των αξιωματικών, που τα' χαν κυριολεκτικά σαστίσει. Την επόμενη ημέρα ο παπα-Γιώργης μαζί με τους δύο επιτρόπους του ναού παρουσιάσθησαν στον Μητροπολίτη. Ο Καβάλας τους υπεδέχθη τόσο άγριος και απειλητικός, που ο απλούς παπα-Γιώργης δεν άντεξε να μην του πει: -Μα εσύ, Άγιε Δέσποτα έγινες χειρότερος και απ' αυτόν τον τύραννο των Συρακουσσών!... Το έτος 1937, ο παπα-Γιώργης μαζί με τον π. Παρθένιο τέλεσαν γάμο χωρίς να πάρουν επισκοπική άδεια. Ο επίσκοπος Νευροκοπίου Αγαθάγγελος τους υπέβαλε μήνυση και η Δίκη έγινε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Δράμας. 


Δικηγόρος υπερασπίσεως παρέστη ο μακαρίτης Μακρυγιάννης, ο οποίος πάντοτε πρόσφερε δωρεάν τις υπηρεσίες του στους Παλαιοημερολογίτες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι ακόμη και νεοημερολογίτες Ιερείς της περιοχής, τους έδειξαν συμπάθεια, που εκφραζόταν ακόμη και σε βοήθεια. Ένας απ' αυτούς ήταν ο εφημέριος του Αγίου Νικολάου Δράμας π. Σταύρος, που ήταν μάλιστα και θείος του ενάρετου και ζηλωτού Αγιορείτου Ιερομονάχου π. Αμβροσίου. 


Ο π. Σταύρος λοιπόν, αμέσως μόλις έμαθε τα της δίκης, φρόντισε να εκδοθεί η άδεια του γάμου με αναδρομική ισχύ και την έδωσε στον δικηγόρο, για να καλύψει νομικώς τους Ιερείς. Όταν άρχισε η δίκη, ο παπα-Γιώργης εκλήθη ν' απολογηθεί, σηκώθηκε με θάρρος, πλησίασε το ιερό Ευαγγέλιο, έκανε τρεις μετάνοιες και γυρίζοντας προς τον Πρόεδρο και τους Δικαστές είπε:



-Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές. 

Ήλθα από την Ρωσία εδώ πριν τρία χρόνια. 

Οι γονείς μου ήταν από τον Πόντο. 

Φύγαμε όμως από κει για την Ρωσία, για να μην γίνουμε Τούρκοι. 

Κι από την Ρωσία πάλι φύγαμε για να μην γίνουμε κομμουνιστές. 

Ήλθαμε τώρα στην Ελλάδα και μας πιέζουν να γίνουμε Φράγκοι. 

Κι εγώ Φραγκόπαπας δεν γίνουμαι! 

Το δικαστήριο απάλλαξε και τους δύο Ιερείς. 

Και ο παπα-Γιώργης εξακολούθησε το έργο του προσφέροντας όλες τις δυνάμεις που διέθετε. 

Στον πόλεμο του 1940 όμως αρρώστησε και τα Θεοφάνεια του 1941 εκοιμήθη εν Κυρίω. 

Στην κηδεία του παρέστη ο συναγωνιστής του π. Παρθένιος και πλήθος πιστών, 

που πήγαν να συνοδεύσουν τον παπα-Γιώργη στην τελευταία του κατοικία 

με καταφάνερη την λύπη τους για τον αποχωρισμό του. 

Είχαν να θυμούνται πολλά από τον παπα-Γιώργη. 

Τον ραβδούχο λευίτη, που είχε το θάρρος και την τόλμη, 

ακόμη και Δεσπότη... να αντικαθιστά, 

αλλά πολύ περισσότερο είχαν να θυμούνται τον σταθερό στην πίστη 

και ατρόμητο στις απειλές των νεωτεριστών, εφημέριό τους. 

Μετά το μνημόσυνο των σαράντα ημερών, το χωριό Οχυρό εκενώθη. 

Σε λίγες μέρες άρχιζε η Απριλιανή επίθεση των Γερμανών. Κ. Γ.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, στο μονοτονικό σύστημα, 
τίτλος, επιμέλεια, παρουσίαση 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού
 ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' 
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου. 
Τόμος Γ', σελίδες 49 - 55. Αριθμός τεύνους 9.
 Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 1978.


Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF