ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΤΣΙΣΚΟ (1896 - 1966) Α' ΜΕΡΟΣ




Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευνοημένο από την αγάπη του Κυρίου μας, 

διότι αξιώθηκα πολύ ενωρίς να «γνωρίσω» τον 'Αγιο Ιωάννη, Αρχιεπίσκοπο Σαγγάης και Σαν Φραντσίσκο, 

τον νεοφανή αυτόν αστέρα της Εκκλησίας μας. 

Πριν από είκοσιπέντε περίπου χρόνια, δηλαδή ολίγο μετά την οσιακή κοίμησί του (+ 1966), 

άκουσα για την θαυμαστή ζωή του και τον ευλαβήθηκα βαθύτατα ως έναν σύγχρονο 'Αγιο της Πίστεώς μας.

 Το 1984 είχα την μεγάλη ευτυχία να προσκυνήσω τό θαυματόβρυτο μνήμα του στην κρύπτη 

του Καθεδρικού Ναού της Ύπεραγίας Θεοτόκου «Πάντων θλιβομένων ή Χαρά», 

στο Σάν Φραντσίσκο της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. 

Και πέρυσι ή φιλανθρωπία του Σωτήρος μας με αξίωσε να παρευρεθώ 

στις σχετικές εκκλησιαστικές εκδηλώσεις επί τη επισήμω Διακηρύξει της Αγιότητός του 

από την αδελφή Ιερά Σύνοδο των Ρώσων της Διασποράς του Μητροπολίτου κ. Βιταλίου. 

Αποκορύφωμα των απεριγράπτων αυτών ευλογιών ήταν η δωρεά στο Μοναστήρι μας

 ενός μικρού τεμαχίου ιερού Λειψάνου του χαριτωνύμου και χαριτοβρύτου Αγίου αυτού Αρχιερέως!... 

Για όλες αυτές τις σωτήριες δωρεές αφιερώσαμε στο Μοναστήρι των Αγίων Αγγέλων (Αφίδναι Αττικής) 

έναν ιερό Ναό προς τιμήν του νεοφανούς Αγίου και τώρα εκδίδουμε τον θαυμαστό Βίο του,

 ως ένα μικρό δείγμα ευγνωμοσύνης προς τον Χριστό μας, με την εγκάρδια ευχή 

να ωφεληθούν οι ευσεβείς, να τιμηθή ο Άγιος και να δοξασθή το Όνομα 

του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. 

Αμήν! 


 15. 4. 1995 εκκλ. ημερ. 

+ Ζωοδόχου Πηγής


Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε την 4η Ιουνίου του 1896 στην εξοχική κατοικία των γονέων του, απογόνων αριστοκρατίας, Βόριδος Ιβάνοβιτς και Γλαφύρας Μιχαήλοβνα Μαξίμοβιτς, στην πολίχνη Αντάμοβκα του νομού Χάρκωβ (σημερινής Ουκρανίας) και στο 'Αγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.


Οι πρόγονοί του από τον πατέρα του ήσαν Σερβικής καταγωγής. Ένας από τους προγόνους του, ο 'Αγιος Ιωάννης Μητροπολίτης του Τομπόλσκ, ήταν ασκητής υψηλής πολιτείας, ιεραπόστολος και συγγραφεύς πνευματικών έργων. Έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα και η διακήρυξις της Αγιότητός του (1916) ήταν η τελευταία που έλαβε χώρα στην βασιλεία του Άγιου Βασιλομάρτυρος Νικολάου Β' (1868-1918). Ο Άγιος Ιωάννης ήταν φιλήσυχος και υπάκουο παιδί. 


Η αδελφή του ενθυμείται, ότι οι γονείς του τον ανέθρεψαν εύκολα. Σκεπτόμενος για το μέλλον, κατά την διάρκεια της εφηβείας του, δεν απεφάσιζε για την πορεία του, διότι δεν ήταν βέβαιος για την αφιέρωσί του στον στρατιωτικό ή δημόσιο βίο. Αισθανόταν μόνον, ότι η μελλοντική του ζωή θα διαπνεόταν από μία ανυπέρβλητη επιθυμία για την Αλήθεια, που καλλιεργήθηκε μέσα του από τους γονείς του, οι οποίοι του ενέπνευσαν τα παραδείγματα των ωνθρώπων που εθυσίασαν την ζωή τους υπέρ της Αλήθειας. Σε ηλικία ένδεκα ετών άρχισε την μόρφωσί του στην Στρατιωτική Ακαδημία της Πολτάβας.


Ήταν υποδειγματικός φοιτητής, αλλά αντιπαθούσε δύο μαθήματα: την γυμναστική και τον χορό. Τον αγαπούσαν στην Ακαδημία, όμως αυτός αισθανόταν ότι θα έπρεπε να διαλέξη άλλη οδό. Η ιδέα αυτή αναπτύχθηκε από τις επαφές του με δύο γνωστούς καθηγητές του θρησκευτικών στην Ακαδημία, τον Πρωτοπρεσβύτερο Σέργιο Τσετβέρικωφ, συγγραφέα βιβλίων περί του Αγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ και των Γερόντων της Ερήμου της Όπτινα, και τον διευθυντή της τοπικής Ιερατικής Σχολής Αρχιμανδρίτη Βαρλαάμ. 


Η ημέρα συμπληρώσεως μετά από επτά έτη των σπουδών του Μιχαήλ Μαξίμοβιτς στην Στρατιωτική Ακαδημία συνέπεσε με την ενθρόνισι του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Κραποβίτσκυ στην καθέδρα του Χάρκωβ. Αυτός ο περίφημος Ιεράρχης και θεολόγος, ο οποίος ήταν ο κύριος εμπνευστής της επαναφοράς του Πατριαρχικού θεσμού στην Ρωσία, αργότερα έγινε Μητροπολίτης Κιέβου καί Γαλικίας καί τελικώς ανεδείχθη ως Πρωθιεράρχης και οργανωτής της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς.


Ο Ιεράρχης αυτός πάντοτε ενέπνεε την εκκλησιόφιλη φοιτητική νεολαία σε όλα τα πνευματικά θέματα, χάρις στο κύριο γνώρισμά του: την ειλικρινή του αγάπη γι' αυτήν. Ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος άκουσε για τον νεαρό Μιχαήλ Μαξίμοβιτς, περί του οποίου ομιλούσαν στους εκκλησιαστικούς κύκλους, και επεθύμησε να τον συναντήση.


Έτσι στο Χάρκωβ ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος έγινε πνευματικός οδηγός τού Αγίου Ιωάννου και αυτή η σχέσις διήρκεσε μέχρι του θανάτου του (+ 1936). Στην πόλι αυτή ο Μιχαήλ εσπούδασε Νομικά, πήρε το πτυχείο του το 1918 και υπηρέτησε για τρία περίπου έτη στα Δικαστήρια του Χάρκωβ τις ημέρες που την Ουκρανία εξουσίαζε ο Κοζάκος Σκαραπάτσκυ. 


Αλλά η καρδιά του μελλοντικού Ιεράρχου ήταν μακρυά από τον κόσμο τούτο. Δαπανούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο Πανεπιστήμιο, όπου μελετούσε πνευματικά συγγράμματα, ειδικά τους Βίους των Αγίων. «Όταν σπούδαζα την κοσμική επιστήμη», είπε ο Άγιος κατά την εκλογή του στην Αρχιερωσύνη, «όλο και περισσότερο εμβάθυνα στην επιστήμη των επιστημών, στην σπουδή της πνευματικής ζωής».


Επισκεπτόμενος το Μοναστήρι, όπου διέμενε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, ο Μιχαήλ είχε την ευκαιρία να προσεύχεται στον τάφο ενός ασκητού των αρχών του 18ου αιώνα, του Αρχιεπισκόπου Μελετίου Λεόντιεβιτς, ενός βαθειά ευλαβουμένου, αλλά μή ανακηρυγμένου, δικαίου. Η ψυχή του νεαρού Αγίου ετρώθη από τήν δίψα για την απόκτησι του πραγματικού σκοπού και δρόμου της εν Χριστώ ζωής. Στον Μιχαήλ επίσης προεκάλεσε βαθειά εντύπωσι ο Επίσκοπος Βαρνάβας, ο μετέπειτα Πατριάρχης Σερβίας, κατά την επίσκεψί του στο Χάρκωβ. 


Ο νέος Σέρβος Επίσκοπος, ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής από τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο, διηγήθηκε σε αυτόν την θλίψι του Σερβικού λαού υπό τον Τουρκικό ζυγό. Αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 1917, πριν από την επανάστασι των Μπολσεβίκων, όταν οι Σέρβοι, οι οποίοι πολεμούσαν κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας, δεν είχαν πλέον καθόλου εδάφη έλεύθερα εχθρικής κατοχής.


Χάρις στην έμπνευσι του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου, η ανταπόκρισις του Ρωσικού λαού για την υποστήριξι των Σέρβων ήταν ομόφωνος. Μέσω αυτού του παραδείγματος, ο Μιχαήλ ανεγνώρισε την καθολική σημασία της Εκκλησίας και την υποχρέωσι ενός Επισκόπου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των Ορθοδόξων λαών. Με την σειρά του, ο Επίσκοπος Βαρνάβας, όταν έγινε Πατριάρχης, ήταν πολύ φιλόξενος και εξυπηρετικός στην Ιεραρχία της εμπεριστάτου Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς. 2. Στην Γιουγκοσλαβία (1921-1934). 


Η Ρωσική Επανάστασις ανάγκασε το 1921 την οικογένεια Μαξίμοβιτς να ξενιτευθή στην Γιουγκοσλαβία, όπου ο Μιχαήλ εσπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι και πήρε το πτυχείο του το 1925.


Κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του, εκάρη Αναγνώστης στο Βελιγράδι από τον Μητροπολίτη Αντώνιο, ο οποίος κατόπιν, το 1926, τον έκειρε Μοναχό στην Ιερά Μονή Μίλκοβο με το όνομα Ιωάννης, εις τιμήν του μακρυνού συγγενούς του και ανακηρυγμένου πρόσφατα τότε Αγίου Ιωάννου του Τομπόλσκ, και σύντομα τον εχειροτόνησε Ιεροδιάκονο. Στην Εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου του ίδιου έτους, ο νεαρός Μοναχός έγινε Ιερομόναχος από τον Επίσκοπο Τσελιαμπίνσκ Γαβριήλ. 


Αυτά τα χρόνια ήταν καθηγητής θρησκευτικών σε Σέρβικο Λύκειο και το 1929 διωρίσθηκε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην πόλι Βιτώλια (Μοναστήριον) που ανήκει στην Επισκοπή Αχρίδος. Στην Βιτώλια ο Άγιος εκέρδισε την αγάπη των φοιτητών του και εδώ έγιναν γνωστοί οι πνευματικοί του αγώνες.


Ο Άγιος Ιωάννης προσευχόταν διαρκώς, τελούσε καθημερινώς την Θεία Λειτουργία ή παρευρίσκετο σε αυτήν και μετελάμβανε των Αγίων Μυστηρίων, νήστευε αυστηρώς και συνήθως έτρωγε μία φορά την ημέρα, αργά το βράδυ. Ο 'Αγιος, με πατρική αγάπη, εμφύτευε υψηλα πνευματικά ιδεώδη στους σπουδαστές, οι οποίοι ανεκάλυψαν πρώτοι την μεγάλη πνευματική του άθλησι: παρετήρησαν ότι ποτέ δεν ξάπλωνε για νά κοιμηθή!


Ο ύπνος τον επισκεπτόταν μετά από υπερβολική κόπωσι και συνήθως γονατισμένον στην γωνία του κελλίου του κάτω από τις 'Αγιες Εικόνες. Ο Επίσκοπος της Επαρχίας εκείνης, ο γνωστός για την αρετή και σοφία του Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο σύγχρονος «Χρυσόστομος των Σέρβων», όπως επιτυχώς απεκλήθη, εκτιμούσε καί αγαπούσε τον νεαρό Ιερομόναχο Ιωάννη. Μία ημέρα όταν έφευγε από την Σχολή μετά από επίσκεψί του, εστράφη σε μια ομάδα σπουδαστών και είπε: «Παιδιά να ακούτε τον π. Ιωάννη, είναι 'Αγγελος Θεού σε μορφή άνθρώπου». 


Οι ίδιοι οι σπουδασταί ήσαν πεπεισμένοι, ότι ο 'Αγιος ζούσε Αγγελική ζωή. Η υπομονή και η ταπεινωσίς του, ωμοίαζαν προς την υπομονή και την ταπείνωσι των μεγάλων ασκητών και αναχωρητών. Ήταν γεμάτος αγάπη προς όλους, ιδίως τα παιδιά, εξυπηρετικός, απλούς, πρόσχαρος, πράος, συμπαθής, ελεήμων. Ποτέ δεν τον είδε κανείς θυμωμένο, ποτέ δεν κατέκρινε κάποιον, ποτέ δεν ομιλούσε για τον εαυτό του. Ζούσε τα γεγονότα του Αγίου Ευαγγελίου σαν να τα έβλεπε μπροστά του.


Πάντοτε εγνώριζε το κεφάλαιο της Αγίας Γραφής για να εύρη ένα γεγονός και όταν χρειαζόταν, μπορούσε πάντοτε να αναφέρη το εδάφιο. Εγνώριζε τον χαρακτήρα και την ιδιομορφία κάθε σπουδαστού, ώστε σε κάθε στιγμή μπορούσε να καταλάβη τι ήξερε ή δεν ήξερε ο σπουδαστής. Ο Άγιος είχε ένα ειδικό χάρισμα από τον Θεό: μία εξαιρετική μνήμη.


Επομένως, μπορούσε να βαθμολογή τους σπουδαστάς του, χωρίς να ανατρέχη σε αρχεία και σημειώσεις. Η αγάπη συνέδεε τον π. Ιωάννη και τους σπουδαστάς μεταξύ τους. Γι' αυτούς ο Άγιος ήταν η ενσάρκωσις όλων των Χριστιανικών αρετών. Δεν παρατηρούσαν κανένα ελάττωμα σ’ αύτόν, ούτε στην ομιλία του (είχε μία έλαφρά βραδυγλωσσία). 


Δεν υπήρχε πρόβλημα προσωπικό ή κοινό, το οποίο να μην μπορούσε αυτός να επιλύση αμέσως. Δεν υπήρχε ερώτησις, για την οποία να μην εύρισκε απάντησι, που ήταν πάντοτε ακριβής, σαφής, τέλεια και πλήρης, διότι ήταν πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος. Η μόρφωσίς του, η σοφία του, βασιζόταν στο πιο σταθερό θεμέλιο, τον φόβο του Κυρίου.


Ο Άγιος προσευχόταν θερμά για τους σπουδαστάς του. Τις νύκτες εφρόντιζε στοργικά για τον καθένα: τακτοποιούσε το προσκέφαλο του ενός, το σκέπασμα του άλλου. Εξερχόμενος του θαλάμου, ευλογούσε τον κοιμώμενο με το σημείο τού σταυρού και απομακρυνόταν αθόρυβα. 


Την πρώτη εβδομάδα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο Άγιος Ιωάννης δεν έτρωγε τίποτε, εκτος από ένα μικρό πρόσφορο καθημερινώς· το ίδιο έκανε και τήν Μεγάλη Εβδομάδα. Το Μ. Σάββατο το σώμα του ήταν τελείως έξαντλημένο... Αλλά την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου ανακαινιζόταν και επανακτούσε τις δυνάμεις του...


Στον Όρθρο του Πάσχα αναφωνούσε το «Χριστός Ανέστη» σαν ο Χριστός να αναστηνόταν ακριβώς εκείνη την νύκτα... Το πρόσωπό του έλαμπε... Η πασχάλια χαρά, που ακτινοβολούσε από τον Άγιο, μεταδιδόταν στον καθένα μέσα στην Εκκλησία... Όποιος ήταν στον Ναό με τον Άγιο Ιωάννη το Πάσχα, το δοκίμαζε αυτό.



Την ίδια εποχή άρχισε να συγγράφη αξιόλογα πνευματικά κείμενα, όπως μία μελέτη για την τιμή της Υπεραγίας Θεοτόκου,

 διακρινομένη για την μεστότητα και ακρίβειά της.

 Την δραστηριότητά του αυτήν συνέχισε μέχρι του τέλους του βίου του. 

Αν και δεν μας άφησε συστηματικά έργα, τα συνεχή άρθρα του στον εκκλησιαστικό Τύπο 

της εποχής του, και αργότερα οι Εκθέσεις του στην Σύνοδο, είναι σαφώς

 ριζωμένα στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία, και διακρίνονται για την βαθειά πνευματικότητα,

 την μετριοπάθεια και νηφαλιότητα, την λιτότητα και σαφήνεια, την πληρότητα και γλαφυρότητά τους.

 Στον ευλαβή αναγνώστη είναι αισθητό, ότι η συγγραφική παραγωγή του Αγίου Ιεράρχου

 εκφράζει τα εν Χριστώ βιώματά του, γι’ αυτό ευωδιάζει και καταθέλγει την ψυχή.

 Ίσως αυτό το ιδιαίτερο θεολογικό χάρισμα του ευλογημένου Ιωάννου

 θα είχε διαπιστώσει πρώιμα ο Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ, 

γι’ αυτό και όταν τον εχειροτόνησε Επίσκοπο του απηύθυνε, μεταξύ άλλων, και την εξής χαρακτηριστική προτροπή: 

«Αγάπα την θεολογία και προσπάθησε να διεισδύης στα βάθη της. 

Με αυτήν φώτιζε την ψυχή σου και τις ψυχές των γύρω σου, και με την μάθησί σου

 δίδε στον νου σου ψυχοσωτήρια τροφή...».


 (Συνεχίζεται...)


Α΄Μέρος



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συνακόλουθες αναρτήσεις από το βιβλίο:
''Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΤΣΙΣΚΟ'' 
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού. 
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλή Αττικής
1995, σελ 13-20.



Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF