ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ 1890 - 1962




...Σαν είδε ο παπάς ότι το μεσημέρι πέρασε και ειδοποίηση για την κηδεία 
δεν είχε πάρει ακόμη, 
έστειλε τον γαμπρό του στο Καπαρέλι για να ειδοποιήσει την Αστυνομία. 
Ο ίδιος καβάλησε το άλογο για να ενημερώσει και 
την Υποδιοίκηση της Χωροφυλακής στην Θήβα. 
-Κύριε Διοικητά, οι Παλαιοημερολογίτες στο Λουτουφί 
κρύβουν έναν καθηρημένο Αγιορείτη παπά και 
σήμερα ετοιμάζονται να κάνουν κηδεία. 
Πρέπει να λάβετε τα μέτρα σας... 
-Και ο ίδιος να' ρθω δεν θα κάνουμε τίποτα παπά μου. 
Τους ξέρω καλά τους Λουτουφιώτες, 
θα με φέρουν στα άκρα και δεν θέλω να αφήσω ορφανά τα παιδιά μου... 
Γι' αυτό άντε στο καλό κι αν θες να βρεις το δίκιο σου κατάγγειλέ το στον Εισαγγελέα.


Εν τω μεταξύ ο γαμπρός του παπά επέστρεψε από το Καπαρέλι με τον Αστυνόμο
και δυο χωροφύλακες
ακριβώς την στιγμή που η κηδεία κατευθυνόταν από τον Ναό στο Νεκροταφείο.
Ο Αστυνόμος και οι χωροφύλακες χαιρέτισαν στρατιωτικά την κηδεία και παραμέρισαν.
Στο τέλος πλησίασαν τον π. Παρθένιο
και ο αστυνόμος ζήτησε την ''άδειά'' του.



-Ευχαρίστως, απήντησε ο Γέροντας δείχνοντας τον ''διορισμό του'' από την Κοινότητα των Γ.Ο.Χ. 


-Τέτοια χαρτιά, παπά μου, εγώ δεν τ' αναγνωρίζω. Θέλω χαρτί από τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας. 


-Εάν δεν αναγνωρίζεις της Κοινότητας, να, πάρε την πρόσφατη απόφαση της Κυβερνήσεως. Μας επιτρέπει να λειτουργούμε σε ιδιωτικούς ναούς και παρεκκλήσια. 


-Και πάλι λυπάμαι, αλλά τα χαρτιά σας δεν αρκούν και πρέπει να με ακολουθήσετε... 


-Χωρίς ένταλμα δεν θα έλθω, παιδί μου. Είπε ήσυχα ο π. Παρθένιος. 


-Μα τότε θα φθάσουμε στα άκρα και... Διέταξε τους χωροφύλακες να τον συλλάβουν. Οι χωρικοί τότε, που παρακολουθούσαν πάντα έτοιμοι να υπερασπιστούν, όρμησαν και δια μιας τους αφόπλισαν, απομονώνοντας μάλιστα τον Αστυνόμο στη μάνδρα του Νεκροταφείου. Στη συνέχεια ο π. Παρθένιος με μερικούς πιστούς ξεκίνησαν για την καθιερωμένη ''παρηγοριά'' στο σπίτι της νεκρής. Φυσικά ούτε καν υποψιάζοντο την συνάντηση - έκπληξη που θα είχαν στο δρόμο τους. Στην είσοδο του χωριού η παπαδιά του νεοημερολογίτη παπά με κάμποσους συγγενείς της περίμεναν να ''καμαρώσουν'' δέσμιο τον π. Παρθένιο. Και σαν τον είδε να έρχεται ελεύθερο, η παπαδιά αγανακτισμένη άρπαξε το όπλο του γαμπρού της και τον σημάδεψε. Αστοχούν και οι δυο σφαίρες που προλαβαίνει να ρίξει, οπότε ο γαμπρός της Νίκος ξαναπαίρνει το όπλο για να βοηθήσει την κατάσταση. Την στιγμή εκείνη όμως ακούγεται σπαρακτική η φωνή της παπαδιάς: 


-Φύγε Νίκο! Το μάτι της είχε πάρει έναν χωρικό, που μη μπορώντας να αφήσει ανυπεράσπιστο τον π. Παρθένιο, ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Την κατάσταση, ευτυχώς, την έσωσαν οι ψυχραιμότεροι χωρικοί που μπήκαν στη μέση και κυνήγησαν το συγγενολόι της παπαδιάς μέχρι το σπίτι. Οι πυροβολισμοί που έπεσαν, ακούσθηκαν μέχρι το Νεκροταφείο και σε λίγο κατέφθαναν Αστυνόμος και χωροφύλακες να προλάβουν τα χειρότερα. 


-Προς Θεού, παιδιά, φώναζαν στους υπερασπιστές του π. Παρθενίου, που ακόμη κυνηγούσαν το ασκέρι της παπαδιάς. 


-Αφήστε τους και θα τους τιμωρήσουμε εμείς. Το παρ' ολίγον αιματηρό επεισόδιο σταμάτησε εκεί, και οι χωρικοί με τον Γέροντα έφθασαν επιτέλους στο σπίτι της νεκρής. Την άλλη ημέρα, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι Λουτουφιώτες συγκεντρώθηκαν και πάλι στο Ναό. Είχαν έλθει μάλιστα και πολλοί από τα γύρω χωριά. Μερικοί πήγαν να πάρουν τον π. Παρθένιο (από το σπίτι που τον φιλοξενούσε), που πρόθυμα τους ακολούθησε και τους συνέστησε σταθερή πίστη  και μεγάλη ψυχραιμία. Ο Αστυνόμος που άκουσε και πάλι πρωί - πρωί την καμπάνα απόρησε: 


-Σίγουρα κάτι έχουν πάθει οι άνθρωποι, αφού και μετά τα χθεσινά μυαλό δεν έβαλαν... Μετά την λειτουργία οι πιστοί συνόδεψαν και πάλι τον Ιερέα στο σπίτι και αυτή τη φορά περίμεναν για λίγο κοντά του υποψιαζόμενοι απρόοπτες επισκέψεις. Ο Αστυνόμος ενήμερος όλης της καταστάσεως έδωσε εντολή να κυκλωθεί το χωριό, για να μη τους ξεφύγει ο Ιερέας μέσα από τα χέρια τους. Μετά το μέτρο αυτό του Αστυνόμου οι γεροντότεροι θεώρησαν σωστό να φυγαδεύσουν τον π. Παρθένιο, αλλά δεν είχαν επινοήσει ακόμα τον τρόπο. Όσο γι' αυτό, τους βοήθησε ο Γέροντας. 


-Μη νοιάζεστε. Θα φύγω μπρος στα μάτια τους που θα με χαιρετήσουν κιόλας! Αν θέλετε μόνο, δύο από σάς, πηγαίνετε να φέρετε ταξί από τη Θήβα και περιμένετέ με έξω από το χωριό. Όταν πήρε είδηση ότι το ταξί είχε έρθει, μάζεψε τα ράσα του, φόρεσε μια κάπα τσοπάνου και στο κεφάλι την κουκούλα. Έριξε στον ώμο του ένα ταγάρι και με την αγκλίτσα στο χέρι ξεκίνησε. Περνώντας από το καφενείο, έγνεψε, από μακρυά χαιρετισμό στον Αστυνόμο που βρισκόταν εκεί και πήρε τον αντιχαιρετισμό του. ''Τον χαιρέτισε κιόλας!''. Ακούραστος και ξέγνοιαστος ο π. Παρθένιος, που τα είχε καταφέρει κι' αυτή τη φορά, επέστρεψε στην Αθήνα. 


ΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΥΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ π. ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ


Κι από την Κάρυστο της Εύβοιας πέρασε ο π. Παρθένιος. Τον έστειλε η Κοινότης των Γ.Ο.Χ να οργανώσει Παραρτήματα στα γύρω χωριά που με θάρρος, επιμονή και καρτερία κρατούσαν τις Πάτριες Παραδόσεις. Κι' αυτή την αποστολή με χαρά του, την δέχτηκε ο Γέροντας και ξεκίνησε με όρεξη για δουλειά. Τον σταμάτησε όμως ο Δεσπότης Καρυστίας Παντελεήμονας, δίνοντας εντολή να τον συλλάβουν και με ''συνοδεία'' να τον οδηγήσουν και πάλι στο Τμήμα Μεταγωγών. Χάρις, όμως στις ενέργειες της Κοινότητος πολύ γρήγορα βρέθηκε ελεύθερος για να πάρει μια νέα εντολή. Έπρεπε να επισκεφθεί τη Θεσσαλία. Τέσσερεις περιοχές η Καρδίτσα, το Μουζάκι, το Μαυρομάτι και το Αγναντερό είχαν ανάγκη από πνευματική καθοδήγηση. Και στις τέσσερεις αυτές περιοχές δημιουργήθηκαν τότε Παραρτήματα, αλλά οι πιστοί δεν είχαν την ευτυχία να έχουν τον π. Παρθένιο για πολύ καιρό κοντά τους. 


Οι αρχές τον απομάκρυναν σύντομα απ' εκεί δίνοντάς του την ευκαιρία να περιοδεύσει ξανά τα χωριά της Θήβας, Λειβαδιάς και Χαλκίδας. Σκληρή δοκιμασία πέρασε και το 1935, όταν ο καινοτόμος Μητροπολίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος κατάφερε την υπηρεσιακή κυβέρνηση Μεταξά να απελάσει στο Άγιο Όρος όλους τους Αγιορείτες Πατέρες. Κι ένα πρωινό (εορτή της αποδόσεως των Θεοφανείων) μόλις ο π. Παρθένιος ξεκινούσε από το σπίτι του (οδός Ανδριανού) προς τον Ναό Ζωοδόχου Πηγής Κατσιποδίου (Ν. Κόσμος) του ''προσεφέρθη'' ένα ένταλμα συλλήψεως. Ούτε καν να ειδοποιήσει τους δικούς του πρόλαβε. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο Τμήμα Μακρυγιάννη, απ' όπου με τον καφετζή του Τμήματος κατάφερε να δώσει σημεία ζωής στους δικούς του. Τα μέτρα όμως που είχαν λάβει οι Αρχές ήταν τόσο εσπευσμένα, ώστε πριν προλάβει η Κοινότητα να κάνει κάποια ενέργεια, τον είχαν μεταφέρει  στον Πειραιά και εν συνεχεία στη Θεσσαλονίκη. 


Οι ταλαιπωρίες που πέρασε επί οκτώ ημέρες είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο φως του. Τελικά τον μετέφεραν στο Άγιο Όρος, αλλά όχι για πολύ. Προς μεγάλη ευτυχία των πνευματικοπαίδων του σύντομα κατέβηκε ξανά στην Αθήνα. Το φως του αριστερού ματιού του όλο και λιγόστευε. Είχε απόλυτη ανάγκη από θεραπεία, αλλά λόγω της συνεχούς διώξεώς του δεν απεφάσισε να μπει σε νοσοκομείο. Την εποχή εκείνη, το έτος 1936 απέθανε ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και τον διεδέχθη ο Τραπεζούντος Χρύσανθος. Αυτός έδειξε συμπάθεια προς τον αγώνα των Γ.Ο.Χ., όπως και η Δικτατορία Μεταξά με τους υπουργούς Δημοσίας Τάξεως Κ. Μανιαδάκη και Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλο (μετέπειτα πρόεδρο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού). Τα μέτρα εναντίον των Γ.Ο.Χ χαλάρωσαν και μπόρεσε ο π. Παρθένιος να κάνει τη σχετική θεραπεία του. 


Ήταν όμως κάπως αργά, γιατι το φως του αριστερού ματιού είχε εντελώς χαθεί. Εν τω μεταξύ το έτος 1935 η εκκλησία των αγωνιζομένων για τις παραδόσεις Χριστιανών απέκτησε πνευματική Ηγεσία. Βγήκαν στον Αγώνα τρεις Αρχιερείς, οι οποίοι χειροτόνησαν άλλους τέσσερεις και σχημάτισαν όλοι μαζί την πρώτη Ιερά Σύνοδο. Από τότε ο π. Παρθένιος, και προς μεγάλη του ανακούφιση και χαρά, συνέχισε την δράση του υπό τις ευλογίες της Ιεράς Συνόδου. 


Ο π. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ


Η έντονη και καρποφόρα δράση, καθώς και η πνευματική ακτινοβολία του π. Παρθενίου είχαν ελκύσει και οδηγήσει κοντά του αρκετές ευσεβείς νέες, που προσδοκούσαν να υποταχθούν και να γίνουν μοναχές. Η κίνηση αυτή φυσικά δεν άφηνε αδιάφορο τον Γέροντα, γιατι πάντα ευχόταν να μεταφυτεύσει και σ' άλλες ψυχές τις Αγιορείτικες αρχές και ευλογίες, που ο ίδιος είχε πάρει. Όμως η διωκόμενη του Χριστού Εκκλησία είχε ακόμη πολύ ανάγκη από γενναίους στην ψυχή στρατιώτες του Χριστού. Και ο π. Παρθένιος ήξερε καλά να ιεραρχεί τις ανάγκες. Εξάλλου και ο σκοπός που εξήλθε από το Άγιο Όρος αυτός ήταν. Υπεύθυνα ν' αγωνισθεί και να δοθεί μέχρι θυσίας στον Αγώνα. Θα βρισκόταν κι ο κατάλληλος καιρός για να δημιουργήσει και ''πνευματική κυψέλη''. Πράγματι όταν τα σκήπτρα του ιερού αγώνα ανέλαβαν οι Αρχιερείς, του δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσει το έργο του. 


Και πάλι δεν το θέλησε ν' αποσυρθεί αμέσως. Επί τρία ακόμη χρόνια και με τις ευλογίες των Αρχιερέων στάθηκε ''φρουρός στις επάλξεις'' των Ιερών Παραδόσεων. Η όρασή του εν τω μεταξύ είχε σοβαρά κλονιστεί και ίσως αυτό τον έσπρωξε να πάρει την απόφαση: Θα έκτιζε ένα Μοναστήρι προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με πρότυπο τις Αγιορείτικες Μονές. Πρώτα απ' όλα και μετά από πολλές προσευχές και αγρυπνίες διάλεξε τον τόπο που θα θεμελίωνε το ιερό οικοδόμημα. Στην Πάρνηθα! Εκεί υπήρχε και ακόμη σήμερα υπάρχει ένα παλιό εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου με Βυζαντινές τοιχογραφίες. Πάνω απ' αυτό μάλιστα πολλοί ενάρετοι χριστιανοί έβλεπαν κατά καιρούς να στέκεται ένα φωτεινό αστέρι. Σ' αυτό, λοιπόν, το σημείο απεφασίσθηκε να κτισθεί η Μονή. Ο π. Παρθένιος όμως πήρε την πρωτοβουλία, εκτός από τον τρόπο να βρει και το σχέδιο της Μονής. Σαν έμπειρος αρχιτέκτονας με πολύ επιμέλεια το σχεδίασε και το πρωτόδειξε προς κριτική στον αείμνηστο πατέρα της σημερινής Ηγουμένης της Μονής, τον γνωστό πρόκριτο της Π. Κοκκινιάς κ. Μουσουρίδη. 


Η απάντηση που πήρε ήταν χαρακτηριστική: -Μόνο με βασιλικές δωρεές θα κατορθώσεις να κτίσεις το Μοναστήρι που σχεδίασες Γέροντα. -Μα ευλογημένε, απάντησε, αφού η ίδια η Βασίλισσα (εννοούσε την Παναγία) είναι βοηθός μου, οι δωρεές είναι σίγουρες. Κυριολεκτικά έδωσε τον εαυτό του στο κτίσιμο της Ιεράς Μονής. Μαζί του και οι είκοσι αδελφές που αποτέλεσαν την πρώτη συνοδεία του. Σήμερα η Ιερά Μονή του π. Παρθενίου κοσμεί την Πάρνηθα και αποτελεί το καύχημα των Γ.Ο.Χ. Στην Ιερά Μονή της Κοιμήσεως κατέφευγε πολλές φορές και ο Αρχιεπίσκοπος, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος για να αναπαυθεί και να συζητήσει ολόκληρες ώρες με τον σεβαστό του Γέροντα Παρθένιο. Πραγματικά ετάφη στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου και τα ιερά Λείψανά του φυλάσσονται στη Μονή σαν θησαυρός ανεκτίμητος. Είκοσι τέσσερα χρόνια κυβέρνησε τις μοναχές κατά τον αρτιότερο τρόπο και ανέδειξε το Μοναστήρι σ' ένα αληθινό Κοινόβιο με ποιότητα πνευματικής ζωής. Ακούραστος Λειτουργός λειτουργούσε σχεδόν καθημερινώς, στις δε αγρυπνίες στεκόταν πάντοτε ορθός χρωματίζοντας πολλές φορές με την φωνή του την χορωδία των Μοναζουσών. 


Η ακριβής τήρηση των Ιερών κανόνων ήταν η αμέριστη μέριμνά του. Τήρηση χωρίς εξουσίες. Το έτος 1948 έτυχε να επισκεφθούν το Μοναστήρι οι Βασιλείς Παύλος και Φριδερίκη. Ο π. Παρθένιος με όλες τις μοναχές τους υποδέχθηκαν στο Ναό, σύμφωνα μάλιστα με το Βυζαντινό Τυπικό. Μετά την Δοξολογία στο Ναό, τους έβαλαν ''τράπεζα'', στην οποία λόγω της ημέρας, ευλογήθησαν μόνο νηστήσιμα φαγητά, οπότε αρπάζοντας την ευκαιρία ο π. Παρθένιος διακήρυξε: -''Η εντολή του Θεού ισχύει και για τους Βασιλείς''. Την πίστη και τον αυθορμητισμό του εξετίμησαν πολύ οι Βασιλείς και εις ένδειξη της ικανοποίησεώς τους διέθεσαν την απαραίτητη για το Μοναστήρι ξυλεία από το Βασιλικό Κτήμα. Παιδαγωγική, αλλά και καλογερική ήταν η στάση του Γέροντα προς τις δόκιμες μοναχές. Με υπομονή και ειλικρινή αγάπη προσπαθούσε να τις βάλει στο κλίμα της μοναχικής ζωής. Λιτός πάντοτε και ασκητικός στην ιδιωτική του ζωή, λαμπρός και πανηγυρικός στις Ιερές Ακολουθίες και στις Θείες Λειτουργίες. Κατά τις μαρτυρίες πολλών υπερηλίκων μοναζουσών, η όψη του αλλοιωνόταν κατά την Θ. Λειτουργία και πολλά πνευματικοπαίδια του πολλές φορές τον είδαν να στέκει πάνω απ΄την γη! Ατέλειωτη ήταν και η φιλοξενία του καθώς και η συμπάθειά του προς τους φτωχούς. Είχε καταφέρει να συγκρατεί τον εαυτό του από την οργή και να βρίσκει χίλιους τρόπους για να ωφελεί, να φροντίζει ή να καθοδηγεί σωστά κάθε ψυχή. 


Ο π. Παρθένιος ασχολήθηκε και με την έκδοση Πατερικών Βιβλίων, όπως: ''Τα Ασκητικά του Οσίου Εφραίμ'', την ''Αποστολική Σαγήνη'' και τους ''Μαργαρίτας του Χρυσοστόμου''. Παράλληλα με τις φροντίδες της Μονής μεριμνούσε από πολύ κοντά και για την συνέχιση του Ιερού Αγώνα. Πρώτος έδινε το παρόν στις Γενικές Συνάξεις της Εκκλησίας. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ που είχε πραγματικά εκτιμήσει τις προσπάθειες μιας ολόκληρης ζωής του π. Παρθενίου τον ψήφισε και στις 11 Μαίου του 1962, τον χειροτόνησε Επίσκοπο Κυκλάδων. 



Δεν πρόλαβε όμως να προσφέρει στον Αγώνα σαν Επίσκοπος.
Αλλά, τα είχε όλα προηγουμένως προσφέρει.
Έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος.
Οι ημέρες που παρέμεινε ήταν πλούσιες σε σοφές συμβουλές και
πολύτιμες για την Μονή υποδείξεις.
Φαίνεται ότι προαισθάνθηκε το τέλος του και την παραμονή του Αγίου Νικολάου,
προστάτη της Μονής,
κάλεσε για τελευταία φορά όλη την Αδελφότητα.
Αλληλοσυγχωρήθηκαν και τους έδωσε τις τελευταίες ευλογίες του
για τον δύσκολο αγώνα που θα συνέχιζαν μετά τον θάνατό του.
Την άλλη ημέρα κοιμήθηκε εν Κυρίω αφήνοντας ζωντανό το παράδειγμά του.
Μαζί με την συνοδεία του,
τον π. Παρθένιο εθρήνησε κι όλος ο αγωνιζόμενος
Κλήρος και λαός της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ Ελλάδος.
Η μορφή του υπήρξε ζωογόνος ήλιος που γύρω του
σκόρπισε ολοφώτεινες τις ακτίνες της ορθής πίστεως.
Πόσο χρήσιμες είναι πράγματι τέτοιες μορφές
μέσα στην ταλαιπωρημένη και συγχυσμένη από την αποστασία κοινωνία μας.
Ας έχουμε την ευχή του!

Δ' Μέρος

Τελευταίο




Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
 Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
 του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Τόμος Γ', σελίδες 33 - 43. Πειραιεύς 1978.
 Η φωτογραφία της ανάρτησης δεν ανήκει στον μακαριστό Γέροντα και είναι παρμένη εκ της Σελίδας του f.b.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ.



Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF