ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ 1890 - 1962




Η αγρυπνία τέλειωσε κατά τις τέσσερεις το πρωί,

αλλά κανείς από τους πιστούς δεν κινήθηκε να φύγει

μέχρις ότου ''ξεφόρεσε'' ο π. Παρθένιος.

Μετά οι πιστοί τον έβαλαν ανάμεσά τους και ξεκίνησαν για την πόλη,

ενώ οι αστυνομικοί τους ακολουθούσαν κατά βήμα.



Σε κάποιο δρόμο της Αθήνας κάποια πόρτα άνοιξε για μια στιγμή 

και ο π. Παρθένιος εξαφανίστηκε.
Οι πιστοί χωρίς να δείξουν το παραμικρό συνέχισαν αμέριμνοι την πορεία τους.
Σ' ένα σημείο άρχισαν να διαλύονται αλληλοευχόμενοι
''Χρόνια Πολλά! και του χρόνου ελεύθεροι''.
Μόνο τότε πρόσεξαν οι αστυνομικοί,
ότι το θύμα τους (ο π. Παρθένιος) απουσίαζε.
Κι ευτυχώς,
γιατι έτσι τέλειωσε ήσυχα και αθόρυβα
το πρώτο βάπτισμα του Γέροντα στον αγώνα.



ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΣ... ΜΑΧΗ


Το έτος 1929, που ο π. Παρθένιος εφημερεύει στη Ζωοδόχο Πηγή στο Κατσιπόδι, συλλαμβάνεται ο π. Ευγένιος Λεμονής ο Διονυσιάτης και κρατείται στο Τμήμα Μεταγωγών, με σκοπό να οδηγηθεί στο Άγιο Όρος. Η είδηση θλίβει βαθειά τον π. Παρθένιο και από κοινού με τον π. Γεδεών (εφημέριο τότε στον Άγιο Παύλο Κοκκινιάς), αποφασίζουν να ενεργήσουν. Την άλλη κιόλας ημέρα, Ψυχοσάββατο των Απόκρεω, πληροφορούν και οι δυο το εκκλησίασμά τους για το γεγονός και τους προσκαλούν να συγκεντρωθούν όλοι, μετά την Θεία Λειτουργία, στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Έπρεπε να υπάρξει κάποια διαμαρτυρία διότι η σιωπή τους θα έδινε συνέχεια στις απελάσεις, που φυσικά εσήμαινε κίνδυνο για τον αγώνα. 


Οι πιστοί υπακούουν στο προσκλητήριο και πηγαίνουν όλοι στην Αρχιεπισκοπή. Εκεί, διαμαρτύρονται και απαιτούν: ''Θέλουμε τον παπά μας''! Σε απάντηση βγαίνει ο Αρχιδιάκονος του Αρχιεπισκόπου και αποδοκιμάζει με άπρεπα λόγια τις γυναίκες, οπότε εκείνες που έφεραν μαζί τα πιάτα με τα κόλλυβα, (τέτοια ήταν η αγανάκτησή τους), αρχίζουν να του τα πετούν. Ο Αρχιδιάκονος τρομοκρατείται με την απρόοπτη και πρωτότυπη αυτή αντίδραση των γυναικών και τρέχει να γλυτώσει. 


Ο αστυνομικές δυνάμεις που έφτασαν επί τόπου έδωσαν πραγματική μάχη. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στην ''μάχη'' αυτή ήσαν τα κλοπς από την μια και τα πιάτα με τα κόλλυβα από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματισθούν ελαφρώς γυναίκες και αστυνομικοί και να συλληφθούν μερικές γυναίκες, για να αφεθούν σύντομα και πάλι ελεύθερες. 


Η μαχητική όμως αυτή διαμαρτυρία που είχε υποκινητές τους πατέρες Παρθένιο και Γεδεών, είχε και το ουσιαστικό της αποτέλεσμα.: ο π. Ευγένιος Λεμονής αφέθηκε ελεύθερος.


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1928 ΣΤΗ ΜΑΝΔΡΑ


Μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1927, οι Γ.Ο.Χ της Μάνδρας δεν είχαν πια το δικαίωμα να λειτουργούν στα εκεί παρεκκλήσια. Προκειμένου, λοιπόν, να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα το 1928 έστησαν από την παραμονή δίπλα στον τοίχο του Νεκροταφείου μια πρόχειρη παράγκα, για να στεγάσουν τουλάχιστον την Αγία Τράπεζα, όπου θα λειτουργούσε ο Ιερέας. Στο πρόχειρα στημένο ναό, βαθειά χαράματα ακόμη, άρχισαν να καταφθάνουν οι ευσεβείς Μανδρινοί με τις οικογένειές τους. Ντυμένοι όλοι γιορτινά ήλθαν να γιορτάσουν το χαρούμενο μήνυμα της Γεννήσεως. 


Και σαν άλλοι ποιμένες παρακολούθησαν στο ύπαιθρο το Μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, αφού ήταν αδύνατο να τους χωρέσει η μικρή παράγκα. Τους στέγαζαν όμως οι ομπρέλλες, που κρατούσαν καθ' όλη την διάρκεια της ακολουθίας, για να προφυλάγονται από τις χιονονυφάδες που αδιάκοπα έπεφταν. Πολύ γραφική, αλλά και τόσο συγκινητική η σκηνή, το ξημέρωμα εκείνων των Χριστουγέννων. Ο Ιερέας που είχε το θάρρος να λειτουργήσει εκείνα τα Χριστούγεννα, δεν ήταν άλλος από τον π. Παρθένιο. Θαρρετά, με τα μάτια της ψυχής στραμμένα ψηλά είχε δεχθεί με προθυμία... Επειδή όμως η παρουσία της αστυνομικής δυνάμεως ήταν... απαραίτητη σε κάθε συγκέντρωση των Γ.Ο.Χ., θα ήταν σημαντική η παράλειψη να έλειπε εκείνα τα Χριστούγεννα. Έτσι νωρίς κατέφθασε κι ο αστυνόμος για να μείνει άναυδος μπροστά στη σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια του. 


Προς στιγμήν αισθάνθηκε μια απέραντη συμπάθεια για τον ζήλο των συγκεντρωμένων πιστών και την εξέφρασε σε κάποιον πιστό, που έφθανε κάπως καθυστερημένα με την οικογένειά του. -Και γιατι δεν ανοίγατε μια εκκλησιά του χωριού να λειτουργήσετε, αφού είστε τόσοι πολλοί; -Γιατι τότε, κυρ Αστυνόμε μου, απάντησε ετοιμόλογος ο πιστός, εσύ ο ίδιος θα μας δημιουργούσες επεισόδια, χειρότερα απ' όσα ο συνάδελφός σου μας έκανε το 1927 στους Αγ. Ταξιάρχες. Και ήταν μια μεγάλη αλήθεια αυτή, γιατι το ίδιο απόγευμα ο ίδιος αστυνομικός κτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, που φιλοξενούσε τον π. Παρθένιο και τον καλούσε να τον ακολουθήσει στο Τμήμα. 


Οι πιστοί της Μάνδρας, που δεν άργησαν να πληροφορηθούν την απόφαση, σύσσωμοι συγκεντρώνονται έξω από το Τμήμα και απαιτούν την απελευθέρωση του Ιερέα τους. Παρ' όλες τις εξηγήσεις που τους δίνονται, δεν εννοούν ν' απομακρυνθούν. Και με την επιμονή τους αυτή καταφέρνουν να κοιμηθεί στο σπίτι ο Γέροντας και όχι στο Αστυνομικό Τμήμα. Την άλλη μέρα δυο χωροφύλακες τον παραλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στην Αθήνα, στο Τμήμα Μεταγωγών. Με τις ενέργειες της Κοινότητος των Γ.Ο.Χ ελευθερώνεται λίγες ώρες μετά και την επομένη ξαναβρίσκεται στην Μάνδρα, στο καθήκον του. 


Έβαλε όμως σε νέο κόπο τον αστυνόμο να σπεύσει να τον συλλάβει και να τον φέρει πάλι στην Αθήνα. Μέσα σε δέκα ημέρες τον είχαν συλλάβει τέσσερεις φορές και τελικά τον άφησαν ελεύθερο. Στη Μάνδρα παρέμεινε αρκετό διάστημα κατά το οποίο στήθηκε με σανίδια το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος στη Μαγούλα.


ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΛΙΟΠΕΣΙ ΑΤΤΙΚΗΣ


Το Πάσχα του 1929 η Κοινότης των Γ.Ο.Χ έστειλε τον π. Παρθένιο να εξυπηρετήσει τα χωριά Λιόπεσι και Κορωπί, όπου ναός των Γ.Ο.Χ δεν υπήρχε και οι πιστοί κατέφευγαν στα γύρω εξωκκλήσια. Πιο τακτικά συγκεντρώνοντο στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται στη θέση Καρελά. Ήταν χωμένο μέσα στο δάσος, μα πάντοτε κατάμεστο από τους πιστούς, που με λαχτάρα έτρεχαν να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτό φυσικά δεν περνούσε απαρατήρητο από τους νεοημερολογίτες Ιερείς. Ειδοποιούσαν λοιπόν την Αστυνομία και η εντολή, που βασικός στόχος ήταν ο εκάστοτε Ιερουργός, εδίδετο: να συλληφθεί ο Ιερέας. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον π. Παρθένιο. 


Ήταν Μέγα Σάββατο και αφού τέλειωσε την Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ετοιμαζόταν να πάει να κοινωνήσει μερικούς ασθενείς στα χωριά. Δεν πρόλαβε όμως να φύγει, κι ένας χωροφύλακας τον κάλεσε να τον ακολουθήσει στον σταθμό χωροφυλακής. -Δυστηχώς, παιδί μου, μου είναι αδύνατο. Καθώς βλέπεις, φεύγω για να μεταλάβω ασθενείς... του απάντησε ατάραχος. Ο χωροφύλακας δεν επεχείρησε άλλη ενέργεια, γιατι ήδη οι πιστοί είχαν περικυκλώσει τον Ιερέα τους. Σαν τέλειωσε με τους ασθενείς ο π. Παρθένιος θεώρησε σωστό να κρυφθεί μέσα στο δάσος, για να μην δημιουργηθούν καταστάσεις μια τέτοια ημέρα. Μάταια οι χωροφύλακες που έφτασαν προς ενίσχυση, τον περίμεναν στο εξωκκλήσι. 


Αργά το βράδυ, την νύχτα δηλαδή της Αναστάσεως, οι χωρικοί συνόδευσαν για ασφάλεια τον Ιερέα στην Αγία Παρασκευή. Εκεί εκατοντάδες πιστοί τον περίμεναν για να κάνουν Ανάσταση, μα και αρκετοί χωροφύλακες για να εκτελέσουν διαταγές. Οι πιστοί έσπευσαν να υποσχεθούν στους χωροφύλακες, ότι θα οδηγήσουν οι ίδιοι τον Ιερέα στον σταθμό μετά την Λειτουργία. Έτσι κι έγινε κατά το μεσημέρι της Κυριακής. 


Ο αστυνόμος εξήγησε στον π. Παρθένιο, ότι δεν θα τον ξαναενοχλούσαν, αν εξασφάλιζε ένα χαρτί από τον Μητροπολίτη Αθηνών, και ο Γέροντας απάντησε: -Όταν κατορθώσω να τον κάνω Παλαιοημερολογίτη κυρ Αστυνόμε, τότε θα σου φέρω το χαρτί που ζητάς! Κι αυτό όμως το επεισόδιο είχε το θετικό του αποτέλεσμα: να προστεθεί ένας ναός στον αγώνα. Οι Λιοπεσιώτες έκτισαν δικό τους ναό προς τιμή των 318 Θεοφόρων Πατέρων.


Ο π. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ


Τον Αύγουστο του 1929 η Κοινότης των Γ.Ο.Χ προγραμμάτισε προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου. Έλαβαν μέρος πολλοί πιστοί και πνευματικός αρχηγός ωρίσθη ο π. Παρθένιος. Όπως κάθε κίνηση των Γ.Ο.Χ έτσι και το προσκύνημα αυτό έμελλε να γίνει επεισοδιακά. Κι αυτό, γιατι στην παραλία της Τήνου, μαζί με τους Τηνίους Γ.Ο.Χ που είχαν κατέβει να προυπαντήσουν τον Ιερέα και τους προσκυνητές, περίμενε και ο Αστυνόμος. Είχε εντολή από τον Μητροπολίτη Σύρου και Τήνου Φιλάρετο να καλωσορίσει ''τιμητικά'' τον π. Παρθένιο με την εξής προσφώνηση: -Συλλαμβάνεσαι, πάτερ. Παρακαλώ ακολούθησέ με στο Τμήμα. Συνηθισμένος στις ''προσφωνήσεις'' αυτές ο π. Παρθένιος ατάραχα ακολούθησε, αλλά ξωπίσω του κι όλο το πλήθος των πιστών. 


Στο Τμήμα του ανεκοίνωσαν, ότι έπρεπε να τον κρατήσουν εκεί, μέχρις ότου το πλοίο με τους προσκυνητές θα επέστρεφε στον Πειραιά. Με προσπάθειες του προέδρου των Τηνίων Γ.Ο.Χ κ. Δ. Λαβουρού επέτυχαν να φιλοξενηθεί ο Γέροντας στο σπίτι του, δίνοντας υπόσχεση ότι δεν θα απομακρυνθεί, ούτε θα λειτουργήσει την νύχτα. Ο Αστυνόμος όμως ''καλού - κακού'' έστειλε και δυο χωροφύλακες να φρουρήσουν το σπίτι. Τα μεσάνυχτα με κάθε προφύλαξη, μια επιτροπή των Γ.Ο.Χ κατάφερε να μπει στο σπίτι και να προσκαλέσει τον Ιερέα να τους λειτουργήσει σ' ένα εξωκκλήσι, όπου πλήθος πιστών τον περίμεναν με λαχτάρα. Ο π. Παρθένιος τους εξήγησε ότι είναι πρόθυμος (γι' αυτό άλλωστε ήλθε στην Τήνο), αλλά εκτός από τους χωροφύλακες που θα του δυσκόλευαν την έξοδο, νοιαζόταν και τον κ. Λαβουρό, που είχε δώσει υπόσχεση στον Αστυνόμο προκειμένου να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. -Εμείς, πάτερ, εξακολούθησε η επιτροπή, ούτε υπόσχεση δώσαμε στον Αστυνόμο, αλλά, ούτε και τους χωροφύλακες φοβόμαστε. 


Θα φύγουμε από δω όλοι και κανείς δεν θα πάρει είδηση. Έτσι και έγινε. Μετά από αρκετή και δύσκολη πεζοπορία έφθασαν στο εξωκκλήσι, όπου οι πιστοί επεφύλαξαν μια πολύ ενθουσιώδη υποδοχή στον π. Παρθένιο. Επιτέλους μετά από τόσο πολύ καιρό θα τους λειτουργούσε Ορθόδοξος Ιερέας και κυριολεκτικά πανηγύριζαν γι' αυτό. Για την τόσο όμως κατανυκτική όμως αγρυπνία προς τιμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και πριν ακόμη τελειώσει, έλαβε γνώση κι ο Αστυνόμος. Ευτυχώς όμως που δεν κινήθηκε αμέσως, γιατι φοβήθηκε επεισόδια. Έτσι, αφού κοινώνησαν οι περισσότεροι πιστοί και τέλειωσε η Θεία Λειτουργία, ο π. Παρθένιος με το γνωστό του χαμόγελο είπε στο εκκλησίασμα: Τώρα παιδιά μου, καιρός να πάμε να καλημερίσουμε τον κ. Αστυνόμο. Έτσι κι αλλιώς θα φύγω που θα φύγω. Γιατι να μη με στείλλει ο κ. Αστυνόμος στον Πειραιά, να γλυτώσω και τα ναύλα... 


Πήγαν στο Τμήμα γεμάτοι διάθεση, αλλά εκεί τους πληροφόρησαν πως ο Αστυνόμος βρισκόταν στην θάλασσα και καιροφυλακτούσε μη του ξεφύγει ο παπάς. Τον ειδοποίησαν, όμως, και κατέφθασε γεμάτος θυμό και φούρια. -Καλημέρα σου κ. Αστυνόμε, τον χαιρέτισε ο Γέροντας. Και ο Κρητικός Αστυνόμος απήντησε: -Τσε είχες, τσε δεν είχες τό' καμες το ατός σου. Τσε γω νόμιζα πως είχα να κάνω μ' ένα τσίριο Λαβουρό κι ένα τσίριο Ιερέα! -Συγχώρεσέ μας κ. Αστυνόμε. Αν είσαστε Παλαιοημερολογίτες και σείς και είχατε τόσο καιρό να κοινωνήσετε, όπως τούτοι εδώ, τότε ίσως να με καταλαβαίνατε... -Τσε με κοροιδεύεις μωρέ! απάντησε με οργή και διέταξε: -Βάλτε τον γρήγορα μέσα και κανείς να μην τον πλησιάσει! Οδήγησαν τον π. Παρθένιο σ' ένα απαίσιο κρατητήριο γεμάτο βρωμιές και μύγες και δεν επέτρεψαν, ούτε φαί να του φέρουν. 


Όταν μάλιστα επεχείρησαν να του εξηγήσουν, ότι έπρεπε να φάει κάτι, γιατι ήταν ξαγρυπνημένος και κουρασμένος, ο Αστυνόμος τους έδιωξε με τις χειρότερες βρισιές. Το βράδυ οδήγησαν τον π. Παρθένιο πάλι στον Αστυνόμο. -Μα, ευλογημένε, του λέει ο Γέροντας, καλά εγώ σας έφταιξα, αλλά τόσες μύγες τι σας έφταιξαν και τις κλείσατε μαζί μου; Ο Αστυνόμος, που εν τω μεταξύ είχε βρει τον καλό του εαυτό ξέσπασε σε γέλια και εξήγησε: -Ίντα να κάνω Δέσποτα; Διαταγή είχα. -Καλά κυρ Αστυνόμε μου. Πάντως οφείλω να σας ευχαριστήσω για όλες τις περιποιήσεις σας. Θα μου μείνουν αλησμόνητες... Μετά τον παρέλαβαν δυο χωροφύλακες για να τον συνοδεύσουν μέχρι τον Πειραιά. Όταν το πλοίο έπιασε στη Σύρο, ο νομικός σύμβουλος της Κοινότητας κ. Δ. Βοκοτόπουλος, πληροφορημένος σχετικά, διαμαρτυρήθη στον Υποδιοικητή της Χωροφυλακής για την απρεπή συμπεριφορά προς τον π. Παρθένιο, να τον συνοδεύουν δηλαδή δυο χωροφύλακες σαν να ήταν κακούργος. 


Ο υποδιοικητής ''συνεκινήθη'' και αντικατέστησε τους χωροφύλακες με ένα Υπονοματάρχη ντυμένο πολιτικά. Έφτασαν τελικά στον Πειραιά και κατ' ευθείαν οδήγησαν τον π. Παρθένιο στο Τμήμα Μεταγωγών. Το γεγονός έγινε γνωστό και πολύ γρήγορα άρχισε να παρελαύνει πλήθος πιστών στο Τμήμα, μεταξύ των οποίων και ο κ. Δημ. Φρυγανάς, αντιστράτηγος ε. α. της χωροφυλακής, που φεύγοντας εμπιστεύθηκε στον Γέροντα. -Κάνε υπομονή μια - δυο μέρες και την Κυριακή θα καλέσουμε τους πιστούς στην Μητρόπολη και θα δώσουμε ένα καινούριο μάθημα στον κ. Χρυσόστομο. -Στρατηγέ μου, ό,τι καλό μπορείτε, να το κάνετε για το καλό της Εκκλησίας. 


Για μένα μη νοιάζεστε. Μήπως και στο Άγιο Όρος φυλακή δεν ήμουν; Και δεν θα κάνω τώρα υπομονή για την αγάπη του Χριστού; Μετά την επίσκεψη αυτή στο Τμήμα τα πράγματα καλυτέρευσαν για τον π. Παρθένιο, ενώ οι πιστοί δεν σταμάτησαν τις επισκέψεις τους. -Και ο Πατριάρχης να ήσουν, πάτερ, του είπε μια μέρα ο Διοικητής, τέτοια εκτίμηση δεν θα είχες από τους πιστούς.


Εν τω μεταξύ ο Μητροπολίτης που πληροφορήθηκε
την προετοιμαζόμενη συγκέντρωση στην Μητρόπολη,
πήρε το Σάββατο το βράδυ τον Διοικητή του Τμήματος
και του ανακοίνωσε:
''Να πεις στον κρατούμενο παπά ότι είναι ελεύθερος,
με τον όρο όμως να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση,
ότι θα αναχωρήσει αμέσως για το Άγιο Όρος.
-Ευχαριστώ τον Μητροπολίτη για την καλωσύνη του.
Όμως για το Άγιο Όρος δεν φεύγω,
εάν προηγουμένως δεν κτυπήσουν οι καμπάνες της Μητροπόλεως
με το παλαιό ημερολόγιο.
Τον βεβαιώνω, μάλιστα,
ότι σε περίπτωση που θα με απελάσει στο Άγιο Όρος,
το πολύ σε μια εβδομάδα θα έχω γυρίσει πίσω.
Η απάντηση αυτή,
η τόσο σίγουρη και θαρραλέα ήταν και η αιτία,
την άλλη κιόλας ημέρα, να αφεθεί ελεύθερος ο π. Παρθένιος.

(Συνεχίζεται...)

Β' Μέρος


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού
 ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' 
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
 της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Τόμος Γ', σελίδες 14 - 23.
 Πειραιεύς 1978. 


Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF