ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ 1890 - 1962




Ο π. Παρθένιος,
κτήτορας της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πάρνηθας
γεννήθηκε το 1890 στο Ωρολόγιο της Εύβοιας.
Γονείς είχε τους άξιους και ευσεβείς Παναγιώτη και Κωνσταντινιά Σκουρλή ,
το δε κατά κόσμον όνομά του ήταν Προκόπιος.



Από παιδί ήταν έξυπνος, 

ευσεβής και ιδιαίτερα σοβαρός,
πράγμα όχι συνηθισμένο για τα παιδιά της ηλικίας του.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που δεν αναπαυόταν
στη συντροφιά των ξέγνοιαστων συνομίλίκων του και στα παιχνίδια,
που δίνουν ιδιαίτερη χαρά στα παιδιά.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση ήταν να βρίσκεται κοντά στη θεοφοβούμενη γιαγιά του,
να την βοηθά, όσο τα κατάφερνε,
να ακούει τις σοφές συμβουλές της
και να την ακολουθεί πολύ τακτικά στον Ναό του χωριού τους,
την Ευαγγελίστρια.


Παρ' όλο που οι γραμματικές γνώσεις του δεν ήταν περισσότερες από τις συνηθισμένες για την εποχή εκείνη, όμως, κανείς απ' όσους τον άκουσαν δεν αμφέβαλλε ποτέ για την ''ανώτερη μόρφωσή του''. Μικρός ήταν ακόμη, όταν χρειάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του στα λατομεία Λαυρίου. Έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να συντηρηθεί η εννεαμελής οικογένειά τους. Ο Προκόπιος και σαν έφηβος εξακολούθησε να συμπεριφέρεται σεμνά και να επιζητά την απομόνωση και την ησυχία. Οι γονείς του, που επιβεβαίωναν συνεχώς τις υποψίες τους για την ιδιαίτερη κλίση του παιδιού, πανικοβλήθησαν και έσπευσαν να λάβουν ριζικά μέτρα για να τον αποτρέψουν από τον ''δρόμο του''. 


Θα τον έστελναν στην Αμερική για να δουλέψει, με τη σιγουριά, ότι εκεί ''θα ξυπνήσει'' και θ' αλλάξει γνώμη. Ο Προκόπιος, πρωτότοκος της οικογενείας, δεκαέξι μόλις χρονών αποχωρίζεται τους δικούς του. Με δάκρυα αφήνει το φτωχό και ήσυχο χωριουδάκι του για να γευθεί την πολυθόρυβη και υποσχόμενη πολλά Αμερική. Σαν όμως την αντικρύζει σ' όλο της το μεγαλείο, με τους ουρανοξύστες της και τα πολυτελή κτήρια, με τους απέραντους κήπους της και την έξαλλη ζωή της, δεν ξαφνιάζεται όπως θα περίμενε κανείς από ένα χωριατόπαιδο. Ούτε και χαρά νιώθει μόνο με την σκέψη ότι θα έχει την άνεση και την ελευθερία του. Μάλλον λυπάται και μελαγχολεί συλλογιζόμενος την ματαιότητα των επίγειων αγαθών. Σε τι θα ωφελήσουν άραγε τους ανθρώπους τα πλούτη και τα μεγαλεία, σκέφτεται, αφού μια ημέρα θα πεθάνουν; 


Κανείς όμως δεν μπόρεσε να του δώσει μιαν απάντηση. Στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν εκεί, έπεσε στα χέρια του το περίφημο βιβλίο ''Θύρα Μετανοίας'' και του έγινε απαραίτητος σύντροφος. Το μελετούσε προσεκτικά και αχόρταγα. Το έδαφος της ψυχής του ήταν προετοιμασμένο κατάλληλα και ο θείος λόγος καρποφόρησε αμέσως. ''Θείος Έρως'' τον κατέλαβε και χωρίς πολλές σκέψεις πήρε την απόφαση: Θα γινόταν Μοναχός. Συνειδητοποιώντας την απόφασί του όμως λίγο μετά, βρήκε να έχει δυο αναστολές. Πρώτα - πρώτα η απέραντη αγάπη που ένιωθε για την μητέρα του. Με δυσκολία θα την αποχωριζόταν για πάντα. Αλλά και η άλλη υποχρέωση που είχε αναλάβει μέχρι τώρα, να βοηθά με τα κέρδη του την αποκατάσταση των αδελφών του στο χωριό, δεν ήταν κάτι ασήμαντο. Αυτές οι δυο σκέψεις τον παίδευσαν για αρκετό καιρό. 


Προσπάθησε μ' όλη την δύναμή του να τις ξεπεράσει καταφεύγοντας στην ευσπλαχνία του Θεού. Έμεινε με υψωμένα τα χέρια του σ' ολόθερμη προσευχή για πολλές νύχτες. Η δοκιμασία του ήταν μεγάλη, αλλά όχι μεγαλύτερη από τις δυνάμεις του. Και τελικά με τη βοήθεια του Θεού βγήκε νικητής. Ο νεαρός Προκόπιος αρρώστησε από τη θανατηφόρο μηνιγγίτιδα, που είχε εμφανστεί τότε στην Αμερική. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο και παρέμεινε επί είκοσι πέντε μέρες σε ''κωματώδη κατάσταση'', σχεδόν αναίσθητος. Κάθε ανθρώπινη -για την θεραπεία του ελπίδα- είχε χαθεί. Εντελώς παράδοξα όμως κάποια ημέρα συνήλθε και κατάλαβε την κατάστασή του. Βρισκόταν στο κρεββάτι με ξυρισμένο το κεφάλι και σαν από θαύμα με ενισχυμένες τις δυνάμεις του. Έπρεπε λοιπόν ν' αφοσιωθεί στον πιο Μεγάλο, στον πιο Δυνατό και Άγιο, στον Θεό. Ειδοποιεί τους γονείς του και αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα, μη γνωρίζοντας τίποτα για το Άγιο Όρος. 


Περιέρχεται όλα τα Ιερά Προσκυνήματα των Αγίων Τόπων και προσκυνά με θείο πόθο και ευλάβεια. Σαν φτάνει στο Θεοβάδιστο Όρος Σινά αισθάνεται κάποια πικρία, γιατι δεν βρίσκει την καλογερική ζωή των Αγίων Πατέρων, όπως την είχε γνωρίσει στα Πατερικά βιβλία. Μετά από έξι περίπου μήνες, ενώ βρισκόταν στην έρημο του Ιορδάνη και μάλιστα κοντά στην Μονή του Χοζεβά, ανακάλυψε τα ασκητήρια των Πατέρων που βρίσκονται στις υψηλές σπηλιές των απόκρυμνων βράχων. Σκιρτά από συγκίνηση ανεβαίνοντας με ανεμόσκαλα σ' ένα από τα ασκητήρια όπου βρήκε έναν διορατικό Γέροντα, πνευματικό. Προς μεγάλη του έκπληξη ο ερημίτης τον καλωσόρισε καλώντας τον με το όνομά του, σαν να τον ήξερε από παλιά. -Καλώς τον Προκόπη! του είπε. Σαν θέλεις, παιδί μου, γνήσια καλογερική μόνο στο Άγιο Όρος θα την εύρεις κι εκεί να πας. Ο νεαρός Προκόπιος ενθουσιάστηκε από τις συμβουλές του Αγίου Γέροντα και με τις ευχές και ευλογίες του, αφού προηγουμένως πήρε πληροφορίες, ξεκίνησε για το Άγιο Όρος. 


Επισκέφθηκε και τις είκοσι Ι. Μονές καθώς και τα περισσότερα Κελλιά των Ι. Σκητών. Η καθαρότητα που καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του γινόταν αντιληπτή από τους Πατέρες που κυριολεκτικά τον παρακαλούσαν να μείνει μαζί τους. Εκείνος όμως, που είχε ιερό πόθο να διδαχθεί την ακρίβεια της καλογερικής πολιτείας αναζητούσε να υποταχθεί σε ενάρετο και αυστηρό Γέροντα. Διάλεξε έναν στ' αλήθεια αυστηρό, τον παπά - Νεόφυτο στην Νέα Σκήτη και υπετάχθη τελείως σ' αυτόν επί δεκαεπτά ολόκληρα έτη. Πλάι στον ξακουστό Γέροντά του εκτός από την τέχνη των τεχνών και επιστήμη των επιστημών της καλογερικής ζωής, έμαθε άριστα και την ξυλογλυπτική. Κατασκεύασε πολλές εικόνες - αριστουργήματα, που σήμερα βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ελλάδος και στο Εξωτερικό. Μία και μόνο από τις θαυμάσιες εικόνες του π. Παρθενίου σώζεται στο Μοναστήρι του, στη Πάρνηθα, και θαυμάζεται από όλους για την λεπτότητα της εργασίας της και το πλήθος των μορφών που παρουσιάζει. Διδάχθηκε επίσης πολύ καλά την βυζαντινή μουσική και με την δυνατή φωνή του απέδιδε τους θείους ύμνους θαυμάσια. Όταν έγινε μεγαλόσχημος Μοναχός λόγω της τέλειας καθαρότητας και αγνότητάς του ονομάσθηκε Παρθένιος. Πολύ γρήγορα έγινε Ιερέας, οπότε άρχισε να εξυπηρετεί ως εφημέριος την Ι. Μονή του Αγίου Παύλου. Εκεί είχε την ευκαιρία να μάθει καλά την τάξη που τηρείται στα κοινόβια κατά τις ακολουθίες, τις πανηγύρεις και τις αγρυπνίες, ώστε πολύ αργότερα να την εφαρμόσει και στο δικό του Μοναστήρι. Χάρις στη σωματική του δύναμη ο π. Παρθένιος είχε και μια ακόμα κλίση. 


Ήταν επιδέξιος ψαράς, ο καλύτερος της περιοχής. Τροφοδοτούσε μάλιστα όλους τους Πατέρες με ψάρια. Στην ψαρική του τέχνη είχε βοηθό και τον συνώνυμό του Άγιο, προστάτη των ψαράδων. Και είχε πραγματικά μεγάλη επιτυχία στο ψάρεμα. Ο παπα - Χρύσανθος ο Ζαχαράς, που έμενε στο διπλανό σπίτι, έλεγε χαρακτηριστικά ότι μια βόλτα να έκανε ο π. Παρθένιος μέχρι τη Μονή Αγίου Διονυσίου, είκοσι πέντε οκάδες χταπόδια έπιανε. Μια χρονιά μάλιστα όταν πανηγύριζε η καλύβη του (Άγιος Δημήτριος) πήγε από το βράδυ για ψάρια και τόσα πολλά έπιασε, που εκτός από τα καλάθια χρειάστηκε και το ράσο του να γεμίσει. Απ' αυτά έφαγαν πλούσια όλοι οι Πατέρες και την επόμενη ημέρα. Με ιδιαίτερη αγάπη φρόντιζε να τροφοδοτεί με ψάρια τους ασκητές που ασκήτευαν πιο μακρυά, στα Κατουνάκια και στα φοβερά Καρούλια, και που η ηλικία τους δεν τους επέτρεπε ν' απομακρύνονται από την καλύβα τους. Ποτέ δεν ξεχνούσε τον τυφλό Γέροντα Λεόντιο, που είχε το ''αείρρυτον δάκρυον''. Αρκετές ώρες πεζοπορούσε για να τον βρει, μα σαν έφθανε στη καλύβα του δεν έμπαινε αμέσως μέσα. Καθόταν λίγο απ' έξω ν' ακούει το κλάμα του και να ωφελείται. 


Όλο το διάστημα που έμεινε στο Άγιο Όρος, ποτέ δεν μίλησε για τους γονείς του, ούτε ζήτησε ποτέ να μάθει νέα τους. Είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια, όταν απροσδόκητα επισκέφθηκε την γειτονική μονή της Νέας Σκήτης ένας θείος του στρατιώτης. Στη συζήτηση αποκάλυψε τον τόπο καταγωγής του και οι καλόγεροι τον πληροφόρησαν, ότι απ' το ίδιο χωριό ήταν κι ένας μοναχός που κατοικούσε λίγο πιο πέρα. Με σιγουριά απέκλεισε ο στρατιώτης το ενδεχόμενο να έχει γίνει Μοναχός κάποιος από το χωριό του και επίμονα ζήτησε να μάθει το όνομά του. Οι μοναχοί τότε τον έστειλαν στον ίδιο τον π. Παρθένιο. Ο θείος μόνο από το όνομα αναγνώρισε τον ανηψιό του και του περιέγραψε την λύπη των γονιών του από την ημέρα που έχασαν τα ίχνη του, καθώς και το απερίσκεπτο διάβημα της απαρηγόρητης μητέρας του να πέσει στο πηγάδι από την απόγνωση και την θλίψη της. 


Κάποια όμως ''μαυροφόρα'' της είχε σταθεί εμπόδιο και ''σωτήρας'' της λέγοντας: ''Εγώ κρατώ το παιδί σου''. Ο θείος επιστρέφοντας στην Εύβοια ανήγγειλε το ανέλπιστο νέο στους γονείς του π. Παρθενίου και αμέσως ο πατέρας και τ' αδέλφια του ξεκίνησαν  για να τον συναντήσουν. Έφθασαν στην Νέα Σκήτη παραμονή της Μεταμορφώσεως. Στην αγρυπνία όμως δεν κατάφεραν να ξεχωρίσουν τον π. Παρθένιο, που είχαν να δουν από αγένειο παιδί. Μόνο ο πατέρας του τον ανεγνώρισε από ένα σημάδι στο βλέφαρο σαν έπαιρναν αντίδωρο. Σκίρτησε από λαχτάρα και ομολόγησε: ''Όλες οι θλίψεις και οι πίκρες που περάσαμε τα χρόνια της απουσίας σου, παιδί μου, έσβησαν με τη χαρά και τη λύτρωση της αποψινής αγρυπνίας''.


Ο π. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΞΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ


Βρισκόμαστε στο 1927. Σ' όλη την Ελλάδα έχει αρχίσει να φουντώνει ο ιερός αγώνας για τις πάτριες παραδόσεις. Οι ευσυνείδητοι πιστοί σε κάθε γωνιά της Ελλάδος ξεσηκώνονται και αποκηρύττουν το νέο εορτολόγιο. Και ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, από την άλλη μεριά, εργάζεται εντατικά για να καταπνίξει τον δίκαιο ξεσηκωμό τους. Σφραγίζει ναούς, αποσχηματίζει και καθαιρεί, φυλακίζει και τιμωρεί τους αγωνιστές ιερείς. Δημιουργεί αιματηρές σκηνές και... αναδεικνύει τα αθώα θύματά του μάρτυρες και ομολογητές. Μπροστά σ' όλα αυτά οι πιστοί δεν κλονίζονται. Με ζηλευτή καρτερία και ζήλο αγωνίζονται και περιμένουν. Το μόνο, που έχουν ανάγκη από ηγετικές ενισχύσεις. 


Οι ολίγοι Ιερείς του αγώνα θυσιάζονται κυριολεκτικά για να εξυπηρετήσουν τους πιστούς, μα δεν είναι αρκετοί. Ο αγώνας απαιτεί πλήρη αφοσίωση και την κατάσταση είναι βέβαιο ότι μόνο Ιερομόναχοι και μάλιστα Αγιορείτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Ήδη όμως από το προηγούμενο έτος είχε εκδηλωθεί εκ μέρους τους ζηλευτή προθυμία. Τότε που πλέον των 450 Ιερομονάχων και Μοναχών υπέγραψαν στο Άγιον Όρος την Μ. Πέμπτη του 1926 το καταστατικό του ''Ιερού Συνδέσμου των Ζηλωτών Αγιορειτών  Μοναχών''. Μοναδικός σκοπός τους να αγωνιστούν για την πατροπαράδοτη πίστη. Ο πρωτεργάτης του Ιερού Συνδέσμου Μοναχός π. Αρσένιος Κοτέας που έχει επίσης αποδυθεί, στην Αθήνα, σε έντονο δημοσιογραφικό αγώνα κατά το νέου εορτολογίου, αντελήφθη έγκαιρα την ανάγκη του αγώνα. 


Με επιστολή του προς την Διοίκηση του Ιερού Συνδέσμου εξέθεσε αναλυτικά την κατάσταση και υπέβαλλε θερμή παράκληση να σταλούν το γρηγορότερο Αγιορείτες Ιερομόναχοι για να ενισχύσουν την προσπάθεια των Γ.Ο.Χ Ελλάδος. Η πρώτη και ιστορική αποστολή Αγιορειτών Ιερομονάχων δεν αργεί να επωμισθεί το βάρος του ιερού ξεσηκωμού. Την αποτελούν ο π. Παρθένιος και οι πατέρες Γεδεών Κωνσταμωνίτης, και Ευγένιος και Γεράσιμος, οι Διονυσιάτες. Έφθασαν στον Πειραιά, μετά από ταλαιπωρία δεκαπέντε ημερών, τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1927. Ο π. Αρσένιος ανέλαβε να τους τακτοποιήσει σε σπίτια πιστών και η Κοινότητα των Γ.Ο.Χ να τους διορίσει όπου υπήρχε ανάγκη.



Την πρώτη εμπειρία του από τον περιπετειώδη αγώνα των Γ.Ο.Χ Ελλάδος
ο π. Παρθένιος είχε αμέσως μόλις κατήλθε από το Άγιο Όρος.
Παραμονές Χριστουγέννων έφθασε στον Πειραιά
και το βράδυ των Χριστουγέννων είχε κιόλας εντολή να λειτουργήσει στον Ναό του Αγίου Νικολάου
στα Κάτω Πατήσια.
Ο Ναός ήταν ιδιωτικός και παρεχωρήθη στους Γ.Ο.Χ
χάρις στις ενέργειες του αειμνήστου ζηλωτή Κων. Γκικάκη.
Εκεί ειδοποιήθηκαν οι πιστοί να γιορτάσουν με αγρυπνία τα Χριστούγεννα
και κατέκλυσαν από νωρίς τον Ναό και το προαύλιό του.
Με κάθε προφύλαξη έφθασε εκεί και ο π. Παρθένιος,
ο οποίος εφιλοξενείτο στο σπίτι της αειμνήστου Παναγιώτας Αρμενάκη στο Παγκράτι.
Η αγρυπνία άρχισε κανονικά.
Μετά τα μεσάνυκτα όμως απέκτησε και... απρόοπτους θεατές.
Ήταν τα αστυνομικά όργανα που έφθασαν με την μόνιμο πια εντολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών
(να ματαιώσουν την αγρυπνία και να συλλάβουν τον λειτουργό),
που όμως δεν τόλμησαν να εκτελέσουν.
Ήταν βλέπετε πρόσφατα τα αιματηρά επεισόδια της Μάνδρας
κι έτσι αρκέσθησαν στις συνηθισμένες τους απειλές.

(Συνεχίζεται...)

Α' Μέρος


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού 
''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' 
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών. 
Τόμος Γ', σελίδες 3 - 14. Πειραιεύς 1978. 
Η φωτογραφία της ανάρτησης δεν ανήκει στον μακαριστό πατέρα Παρθένιο και είναι παρμένη από την Σελίδα του Facebook: 
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ.


Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF