ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΟΥΤΟΣ ΟΥΝ ΚΑΤ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΑΧΟΜΕΝΟΣ ΕΠΕΣΕΝ





Ο Λόγος του Αρχιμανδρίτη κ. Χρυσοστόμου Νασλίμη
στην κηδεία του Αγίου Ιεράρχη Χρυσοστόμου Καβουρίδη.




«Μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι· ναί,
λέγει τό Πνεῦμα,
ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν»
(Ἀποκ. 15, 13).
ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν, τά γάρ





Θεοφιλής Ὁμήγυρι,


Καὶ πάντα μὲν τὰ αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητα γεγονότα παρέχουσιν ἡμῖν αἰτίαν, ἵνα πολλὰ διδαχθῶμεν τὰ ὠφέλιμα περὶ τῆς ματαιότητος καὶ ἀσταθείας τῆς παρούσης ζωῆς πραγμάτων· τοῦ θανάτου δὲ ὁ σμερδαλέος κεραυνὸς εἴπερ τι καὶ ἄλλο, ἐκτὸς τῶν μερικῶν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πληγέντος τραυμάτων, δημιουργεῖ καὶ πολλὰ ἄλλα γενικωτέρας σημασίας ἀτυχήματα καὶ ἀφήνει κενὰ ὄντως δυσαναπλήρωτα. Τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας ἑνὸς τοιούτου ἀπροσδοκήτου ἀτυχήματος ἐμβρόντητοι αἰθανόμεθα σήμερον καὶ ἡμεῖς. Τὸ θλιβερὸν ἄγγελμα τοῦ θανάτου τοῦ Πνευματικοῦ ἡμῶν Πατρὸς καὶ Ποιμενάρχου διὰ παντὸς τρόπου τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς μεταδοθέν, συνήγαγεν ἡμᾶς σήμερον ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ Ναῷ, ἵνα τὸ τελευταῖον κατασπαζόμενοι τὸ ἱερὸν αὐτοῦ Σκῆνος, δεχθῶμεν ἐν νεκρικῇ σιγῇ τὰς θεοπειθεῖς αὐτοῦ πατρικὰς εὐχὰς καὶ εὐλογίας. 


Εἰς ἐμὲ δέ, «τὸν ἐλάχιστον ἐν ἀδελφοῖς καὶ μικρότερον ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου», ἔλαχεν ὁ ἄχαρις κλῆρος, ἵνα ἀπευθύνω, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἐν Κυρίῳ Συλλειτουργῶν, τὸν ὕστατον υἱκὸν χαιρετισμὸν καὶ προπέμψω τὸν κοινὸν Πατέρα εἰς τάφον, ἐν συνοχῇ αἱμασσούσης καρδίας, ἐπιστέφων τὴν ἱεραρχικὴν αὐτοῦ κορυφὴν δι᾿ ὀλίγων καὶ ἁπλῶν τινων ἀποχαιρετιστηρίων ρημάτων, ἅτινα ὡς ἄνθη εὐτελῆ ἐκ τοῦ πενιχροῦ τῆς διανοίας μου ἀγροῦ θὰ συλλέξω. Ἀλλὰ τίς ἡ θέα αὕτη; Μήπως ἀπατῶμαι; Μήπως εἰς παραίσθησιν περιῆλθον; Μήπως ὅραμα βλέπω καὶ φενάκην ἀντικρύζω; Μήπως ἐξέστην; Εἶναι πράγματι Ἐκεῖνος, καὶ ὄντως ὁ τέως εὔλαλος καὶ ἡδύλαλος νῦν ἄλαλος; Ὁ ἀεικίνητος, ἀκίνητος; Ὁ ἀήττητος, πεπτωκώς; Ὁ περιφρονητὴς τοῦ θανάτου, νεκρός; Ὁ πυρίπνους, ἄπνους; Ἀμφιβάλλων εἰς ἑαυτὸν ἐρωτῶ καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐνταῦθα ἐν ἱερᾶ ὁμηγύρει συναχθέντας· ἄρα νεκρὸς ὁ ἀείποτε ἐν Κυρίῳ ζῶν, κἄν πολλάκις τοῦ σώματος ὁ θάνατος αὐτὸν ἀπειλῶν, ἀλλὰ νὰ ἐγγίσῃ αὐτὸν μὴ τολμῶν; 


Τὴν θλιβερὰν καὶ ὀδύνης ἀνάμεστον εἴδησιν λαβὼν ἔσπευσα ἀσθμαίνων, ἱδρῶτι κρύῳ καὶ ἀκατασχέτῳ περιρρεόμενος, καὶ διὰ νυκτὸς ταξιδεύων ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Βόλου, τὴν τέως τόσον αὐστηρῶς ὑπὸ τῆς θείας παιδαγωγικῆς ράβδου μαστιχθεῖσαν [σ.ἐπ.: στὸν Βόλο τὸ ἔτος ἐκεῖνο συνέβη καταστρεπτικὸς σεισμός], ἐγκαταλείψας ἐκεῖ τὰ ἐρείπια καὶ τὴν πολυστένακτον συμφορὰν τῶν ἀδελφῶν, ἵνα ἐνταῦθα ἰδίαις αἰσθήσεσιν ἀντικρύσω τὴν νέαν συμφοράν, τὴν ἐκείνης δεινοτέραν, τὴν ὄχι μίαν πόλιν, ἀλλ᾿ ὁλόκληρον τὴν πάτριον γῆν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ἀνεπανορθώτως πλήξασαν. Τίς λοιπὸν οὗτος ὁ βέλει θανάνου τρωθείς; Τίς ὁ ἀρχιερατικῇ στολῇ περικοσμούμενος καὶ σιγῇ νεκρικῇ ἀναισθητῶν; Τίς ὁ ἀγγελοειδὴς τὴν μορφὴν κἄν τὴν νέκρωσιν τῆς σαρκὸς φέρων; Τίς ὁ τοσαύτῃ αἴγλῃ ἱερᾷ λαμπρυνόμενος καὶ πάλλευκος ψυχῇ τε καὶ σώματι ἐμφανιζόμενος; Συμμαρτυρεῖτε πάντες ὅτι εἶνε Ἐκεῖνος; 


φετέ με λοιπὸν νὰ τιμήσω τὸν νεκρὸν υἱοπρεπῶς ἐν βαθείᾳ τῶν γονάτων κλίσει ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ ἐν σιγῇ μᾶλλον ἤ ἐν λόγοις. Προτιμοτέρα γὰρ πολλάκις σιγή, πολλὰ ἀλαλήτως κραυγάζουσα, ἤ λόγοι βροντώδεις τὸν ἀέρα πλήττοντες, πλὴν μηδὲν ἤ ἐλάχιστα πρεπωδῶς καὶ κατ᾿ ἀξίαν φθεγγόμενοι. Πῶς νὰ τολμήσω τὸ ἐπιχείρημα; Παραλύει μου ἡ γλῶσσα, συσπῶνται τὰ χείλη, κλονοῦνται οἱ πόδες, τρέμουσιν αἱ χεῖρες, συστρέφονται τὰ σπλάγχνα, θολοῦται ὁ νοῦς, ὅταν ἀτενίσω τὸν Πατέρα νεκρόν, ὅταν συναισθανθῶ ἡμᾶς αὐτοὺς ὀρφανούς, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκέφαλον, τὸ ποίμνιον ἀποίμαντον, τὴν ὁλκάδα ἀκυβέρνητον, τὸ στράτευμα ἀστρατήγητον. Ποῖαι ἄραγε ἐν προκειμένῳ αἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ; Ἄβυσσος πολλή! Ποῖον τὸ μέλλον ἡμῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας; Τί τάχ᾿ ἔστ᾿ αὔριον; Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ ὁ ἱερὸς τῆς πατρώας εὐσεβείας ἀγὼν θέλει συνεχίσει τὴν σταθερὰν καὶ ἀμετάτρεπτον πορείαν του μετὰ τοῦ αὐτοῦ ζήλου καὶ ἀκαταβλήτου ἐγκαρδιώσεως; 


Πλὴν ταῦτα οὐ τῆς παρούσης ὥρας. «Καιρὸς παντὶ πράγματι», λέγει ἡ Γραφή. Δὲν προτίθεμαι νὰ ἐκθέσω τὰ τῆς περιφανοῦς οἰκογενειακῆς καταγωγῆς τοῦ σήμερον εἰς Κύριον ἐκδημήσαντος, οὔτε τὰ τῆς ἀμφιλαφοῦς καὶ πολυμεροῦς ἐξωτερικῆς αὐτοῦ μορφώσεως, οὔτε τὴν κατὰ κόσμον ὑπερβάλλουσαν δόξαν καὶ τιμήν, ἧς παγκοίνως ἀπήλαυε μεθ᾿ ὅλων τῶν οἰκείων του, διότι τοῦτο ἴσως θ᾿ ἀπετέλει κοινοτοπίαν ἐξεζητημένην καὶ τετριμμένον σύνηθες ἐπικήδειον καὶ ἐπιτάφιον ἐγκώμιον. Πλὴν ἄν ταῦτα ὡς δευτερευούσης ὅλως σημασίας σιγῇ ἀντιπαρέλθω, τὸ καθῆκον ὅμως μοὶ ἐπιβάλλει νὰ διακηρύξω, ὅτι ἡ ζωή του ὁλόκληρος τὸν ἀπέδειξεν ἐν τοῖς ὑστέροις τούτοις χαλεποῖς χρόνοις ὡς τὸν κατάλοιπον ὄντως τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας, καὶ ὅτι ἡ δύουσα βιοτή του θὰ ἐγείρῃ στήλην φωτοδότιδα καθοδηγοῦσαν τὰς ἐπερχομένας γενεὰς εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ καθήκοντος τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀκραιφνοῦς ἀγάπης. Καὶ πράγματι. Τί πλέον σήμερον ν᾿ ἀναμνησθῶμεν; 


Τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἀνδρὸς τὸν ἀκέραιον, τὸν ἄκακον, τὸν στερέμνιον καὶ ἀμετάθετον, τὸν ἐν πειρασμοῖς ἀδαμάντινον, τὸν φιλάγαθον, τὸν εἰλικρινῆ, τὸν δίκαιον, τὸν ἀνιδιοτελῆ, τὸν ἀνώτερον φροντίδων κοσμικῶν καὶ χαμαιζήλων παθῶν, τὸν ἀνεξίκακον, τὸν ἔμπλεων ἀγάπης οὐ μόνον πρὸς τοὺς οἰκείους καὶ φίλους, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ διώκτας αὐτοῦ καὶ ψευδαδέλφους ὑστεροβούλους καὶ συκοφάντας, ἤ τὸν Πατέρα τὸν στοργικόν, τὸν Ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τὸν καλόν, τὸν ἀείποτε ὑπὲρ τοῦ θεολέκτου ποιμνίου του θυσιαζόμενον, τὸν ἐν ταῖς Γραφαῖς τρανὸν ἐξηγητήν, τὸν ἐν τοῖς Κανόσι ἀκριβῆ ἑρμηνευτήν, τὸν ἐν ταῖς Ἐκκλησιαστικαῖς Παραδόσεσι καὶ ὀρθοδόξοις ἤθεσιν ἐπιμελέστατον τηρητήν, τὸν ὑπὲρ Ὀρθοδοξίας καὶ Ὀρθοπραξίας πολλὰ διδάξαντα καὶ ποιήσαντα; Ναί. Οὗτος εἴπερ τις καὶ ἄλλος ὁμόσχημός τε καὶ ὁμότιτλος ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ποιμνίου του «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν δικαστηρίοις καὶ φυλακαῖς καὶ πικραῖς ἐξορίαις πολλάκις», ἐν πτωχείᾳ καὶ στερήσει, ἐν ὕβρει, μυκτηρισμῷ καὶ χλεύει, ἐκ τῶν ἔσω καὶ τῶν ἔξω, πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως δεινοπαθῶν καὶ θέατρον ἀνθρώποις καὶ ἀγγέλοις γενόμενος, συχνάκις τὰ δηλητηριώδη βέλη ἐκ τῶν νώτων καὶ ἐξ οἰκείων δεχόμενος, τὰ ὡς εἰκὸς ὀδυνηρότερον τραυματίζοντα. 


Τίνος ἄλλου συγχρόνου Ποιμενάρχου ἡ πολυμερὴς δρᾶσις ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ τοσαύτην καὶ τοιαύτην ἔκτασιν; Τίνος ἄλλου ἥρωος ἐθνικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ οἱ πολυετεῖς ἀγῶνες καὶ αἱ θυσίαι, αἱ μέχρις ἐσχάτων ἐξικνούμεναι, ἔχουσι σήμερον τὸν ἐφάμιλλον καὶ ἰσοστάσιον; Ὄντως· οὐ μόνον τῶν Ἀποστόλων, διὰ τῆς Ἀρχιερωσύνης, τῶν θρόνων διάδοχος, ἀλλὰ καὶ τῶν τρόπων ἐκείνων μέτοχος καὶ κατὰ πάντα μιμητὴς ἐγένετο, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὑτοῦ περιφέρων, ἀείποτε εἰς κινδύνους καὶ εἰς θάνατον διὰ Ἰησοῦν παραδιδόμενος, καὶ στεφανίτης μάρτυς τῇ προαιρέσει καὶ θεῖος τῆς πίστεως Ὁμολογητής, καὶ τρανόφθογγος τῆς ἀληθείας καὶ τῆς δικαιοσύνης ἀπολογητὴς ἀναδεινύμενος. Τοῦτο μαρτυρεῖ ἡ Ἴμβρος, ἐπιβεβαιοῖ τὸ Μοναστήριον, διακηρύττει ἡ Φλώρινα, διαλαλοῦν αἱ Ἀθῆναι, σύμπασα ἡ Ἀττικὴ γῆ, καὶ ἅπασαι αἱ μεγαλοπόλεις τῆς Ἑλλάδος, αἵτινες ηὐτύχησαν νὰ δεχθῶσι τὰς Ποιμαντικὰς εὐλογίας του, ν᾿ ἀπολαύσωσι τῆς εὐφραδοῦς γλυκορρημοσύνης τῶν κατ᾿ ἰδίαν καὶ ἐπ᾿ Ἐκκλησίαις λόγων του, καὶ νὰ ἐντρυφήσωσιν εἰς τὰ πάμπολλα βαθυστόχαστα συγγράμματά του. 


Καὶ ἤδη ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ γήρατος καμφθεὶς καὶ νόσῳ δυσιάτῳ τρυχωθεὶς ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν καὶ συνέστειλε τὰς τηλαυγεῖς ἀκτῖνας εἷς ἐκκλησιαστικὸς ἀστὴρ τὰ πρώτιστα ἐν τῷ νοητῷ τῆς πατρώας εὐσεβείας στερεώματι φέρων, οὐχὶ βεβαίως ἵνα παντελῶς ἐκλείψῃ, ἀλλ᾿ ἵνα λαμπρότερον εἰς ἀνωτέρους οὐρανίους ὁρίζοντας ἀνατείλλῃ. Κλίνωμεν οὖν γόνυ πρὸ τοῦ ἱεροῦ τούτου Λειψάνου καὶ μετ᾿ εὐλαβείας ἀτενίζοντες πρὸς αὐτὸ εἴπωμεν. Σεπτὲ Νεκρέ, Ἆρον τὸ ὕστατον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς Σου καὶ εἰδὲ τὰ τέκνα Σου. «Ἥκασί σοι ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου καὶ θαλάσσης καὶ ἑώας», ἵνα προπέμψωσί Σε εἰς τὸν αἰώνιον ἐν Οὐρανοῖς ἐν Κυρίῳ σαββατισμὸν θρηνοῦντα τὴν στέρησίν Σου. Δὸς οὖν ἡμῖν τοῖς τέκνοις Σου τὰς ὑστάτας πατρικὰς εὐλογίας Σου, δὸς τελευταῖον λόγον συμβουλῆς καὶ νουθεσίας, εἰπὲ ἡμῖν ποῦ καταλείπεις ἡμᾶς ὀρφανοὺς καὶ ἀποιμάντους, ποῖος ὁ Σὸς τοῦ θρόνου καὶ τῆς ποιμαντορίας διάδοχος;





Ἀλλ᾿ ἄς μὴ ταράσσωμεν τὴν γαλήνην τοῦ ὕπνου Σου, Σεπτὲ Νεκρέ.
Πλήν, τῷ οὐρανίῳ νῦν Ἀρχιποίμενι σήμερον ἐμφανιζόμενος,
καὶ τῆς θεαρέστου πολιτείας Σου τὴν δικαίαν ἀντιμισθίαν κομιζόμενος καὶ τῇ Ἀρχιερατικῇ Σου μεσιτείᾳ χρώμενος,
αἴτησαι τὰ δέοντα καὶ σωτήρια ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀπορφανισθέντων τέκνων Σου,
ἅτινα ὑπόσχονταί Σοι, ὅτι θέλουσι συνεχίσει μετὰ τῆς αὐτῆς ὡς μέχρι τοῦδε ὑπομονῆς,
ζήλου καὶ αὐταπαρνήσεως τὸν ἱερὸν τῆς εὐσεβείας ἀγῶνα, ὑπὲρ οὗ καὶ Σὺ μέχρι θανάτου ἐκακοπάθησας.
Ἄρωμεν ἤδη, εὐσεβὴς ὁμήγυρι,
χεῖρας ἱκέτιδας καὶ εὐχηθῶμεν,
ὅπως ὁ νεκρῶν καὶ ζώντων Κυριεύων δεχθῇ τὴν ψυχὴν τοῦ πολύτλαντος τούτου τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως
καὶ λατρείας Στυλοβάτου καὶ τάξῃ αὐτὴν ἔνθα οἱ ἀπ᾿ αἰώνων δίκαιοι ἀναπαύονται,
εἰς ἡμᾶς δὲ νὰ πέμψῃ ἄνωθεν τὴν ἀμετάπτωτον ὑπομονὴν καὶ τὴν φερέλπιδα ἐγκαρδίωσιν,
καὶ ἐπὶ πᾶσι τὸν ἀντάξιον τοῦ κενωθέντος θρόνου διάδοχον, «ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου ἐν πάσῃ ἐπιστήμῃ»,
ἵνα ὑπὸ τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν τούτου, συνεχίσωμεν τὸν ὑπὲρ τῆς πατρώας πίστεως καὶ λατρείας Ἀγῶνα,
εἰς τὰς ἀδαμαντίνους ἐπάλξεις τοῦ ὁποίου εὐόρκως καὶ ἡρωικῶς
ὁ σεπτὸς οὗτος Νεκρὸς μέχρι τελευταίας πνοῆς κατ᾿ ἐναντίων μαχόμενος ἔπεσεν.



Αἰωνία Σου εἴη ἡ μνήμη καί ἄληστος, 

Σεπτέ Νεκρέ!





«Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ. φ. 215-216, 12 Σεπτ. 1955, σελ. 12-14. 
Αναδημοσίευση εκ του ορθοδόξου περιοδικού ''Αρχείον του Ιερού Αγώνος''
τεύχος 3, Φθινόπωρο - Χειμώνας 2015
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ




Άγιος Χρυσόστομος ο νέος Ομολογητής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF