ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ




''...Εἶναι ἐνδεικτικόν,
ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος,
πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴν Συναγωγὴ ὡς τόπον ἱερόν,
ἐπειδὴ δῆθεν ἐκεῖ ἦσαν ὁ Νόμος καὶ τὰ βιβλία τῶν Προφητῶν,
ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς:
«Μὴ γάρ, ἔνθα ἂν ᾖ Βιβλία τοιαῦτα, καὶ ὁ τόπος ἅγιος ἔσται; Οὐ πάντως!
᾿Εγὼ δὲ διὰ τοῦτο μάλιστα μισῶ τὴν Συναγωγὴν καὶ ἀποστρέφομαι,
ὅτι τοὺς Προφήτας ἔχοντες ἀπιστοῦσι τοῖς Προφήταις,
ὅτι ἀναγινώσκοντες
τὰ γράμματα οὐ δέχονται τὰς μαρτυρίας,
ὅπερ ὑβριζόντων ἐστὶ μειζόνως»·
«μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία,
ἀλλὰ διὰ ταῦτα αὐτὴν μισείτω καὶ ἀποστρεφέσθω,
ὅτι ἐφ᾿ ὕβρει κατέχουσι τοὺς ῾Αγίους,
ὅτι ἀπιστοῦσι τοῖς ἐκείνων ρήμασιν, ὅτι τὴν ἐσχάτην αὐτῶν κατηγοροῦσιν ἀσέβειαν».
Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀντιπαραβάλουμε τὴν στάσι τῶν ''ὀρθοδόξων'' Οἰκουμενιστῶν,
οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ προφανῶς ὑποτιμοῦν ἢ παραθεωροῦν τὰ γνήσια αὐτὰ Πατερικὰ Κριτήρια,
ἔχουν προσβληθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν σύγχρονη νόσο τοῦ Συγκρητισμοῦ,
ὥστε νὰ ἐκφράζουν πλήρως ἀντίθετες ἀπόψεις.
Λόγου χάριν,
οἰκουμενιστὴς ἱεράρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐδίστασε νὰ δηλώση,
ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος
ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»!...''



Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ ἐξετάσουμε τὴν στάσι τῆς ᾿Εκκλησίας ἔναντι τοῦ Συγκρητισμοῦ,
μέσῳ τῆς ποιμαντικῆς ἐμπειρίας ἑνὸς μεγάλου Πατρὸς καὶ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου,
τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ο Ιερός Χρυσόστομος,
ὡς Πρεσβύτερος ἀκόμη,ἐξεφώνησε ὀκτὼ εἰδικὲς ῾Ομιλίες πρὸς τὸ ποίμνιο τῆς ᾿Αντιοχείας,
μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ τὸ προστατεύση ἀπὸ τὸν ᾿Ιουδαϊσμό.
῾Η ᾿Αντιόχεια,
κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν μία κοσμοπολίτικη μεγαλούπολις,
ἡ ὁποία περιελάμβανε ἕνα πολυσύνθετο καὶ πολυθρησκευτικὸ κρᾶμα 500.000 περίπου κατοίκων.
Οἱ ᾿Εθνικοί,
δηλαδὴ οἱ εἰδωλολάτρες, ἦσαν ἀκόμη πολυάριθμοι·
οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν πολὺ ἔντονη παρουσία·
οἱ αἱρετικοὶ ᾿Αρειανοί, Εὐνομιανοὶ καὶ ᾿Απολλιναρισταὶ ἦσαν δραστήριοι·
καὶ ἕνα ἐσωτερικὸ Σχίσμα τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας δὲν εἶχε ἀκόμη θεραπευθῆ.
῾Ο Χρυσόστομος δὲν ἦταν δύσκολο νὰ ἐπισημάνει,
κάτι ποὺ καὶ ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος μὲ τοὺς Καππαδόκες εἶχαν δείξει:
ὅτι ἐφόσον οἱ ᾿Αρειανοὶ τῶν ποικίλων ἀποχρώσεων καὶ μάλιστα οἱ ᾿Ανόμοιοι
ἀρνοῦνται τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ,
θεωρώντας Αὐτὸν κτίσμα, βρίσκονται πολὺ κοντὰ στοὺς ᾿Ιουδαίους
ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι ὁ Κύριος ἦταν ἀληθινὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα.


Κατὰ τὴν κυρία φάσι τοῦ Σχίσματος (361-381), οἱ ἀντιαρειανοὶ ᾿Ορθόδοξοι εἶχαν χωρισθῆ σὲ δύο πλήρως ἀκοινώνητες ὀμάδες: τῶν ὑπεραυστηρῶν Εὐσταθιανῶν, ὑπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο Παυλῖνο (χειροτονηθέντα ἀντικανονικῶς ὑπὸ τοῦ Λουκίφερου ᾿Επισκόπου Καλάρεως τῆς Σαρδινίας), καὶ τῶν Μελετιανῶν ὑπὸ τὸν ῞Αγιο Μελέτιο τὸν ῾Ομολογητή. Οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν ἐγκατασταθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της καὶ εἶχαν ὀργανωθῆ κοινωνικοθρησκευτικὰ μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μὲ κέντρο δύο ἐντυπωσιακὲς Συναγωγές, μία σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς πόλεως καὶ μία στὸ περίφημο προάστειο τῆς Δάφνης, «ἀσκοῦσαν στὴν κοινωνία ποικίλη καὶ μεγάλη ἐπιρροή, ποὺ ἔφτανε στὸν προσηλυτισμό». Ποιό ἦταν λοιπὸν τὸ ποιμαντικὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος; 


Μία μερίδα πολλῶν Χριστιανῶν, ἀπὸ κακὴ συνήθεια ἐλάμβανε μέρος στὶς ἐκδηλώσεις μερικῶν ἀπὸ τὶς μεγάλες θρησκευτικὲς ἑορτὲς τῶν ᾿Ιουδαίων: στὴν ἑορτὴ τῶν Σαλπίγγων (ἢ τοῦ Νέου ῎Ετους), τὴν ἑορτὴ τῶν Νηστειῶν καὶ τῆς Σκηνοπηγίας. Οἱ αὐστηροὶ ὀπαδοὶ τοῦ ῾Αγίου Εὐσταθίου ᾿Αντιοχείας, οἱ Εὐσταθιανοί, μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ ῾Αγίου (περ. 328/9),«ἀρνήθηκαν νὰ δεχτοῦν ὄχι μόνο τοὺς ᾿Αρειανοὺς διαδόχους τοῦ Εὐσταθίου, ἀλλὰ καὶ τὸν [῞Αγιο] Μελέτιο», ὡς καὶ τὸν διάδοχό του ῞Αγιο Φλαβιανό. Μία ἄλλη μερίδα, ὄχι μόνο παρακολουθοῦσε ἀπὸ ἐπιπολαιότητα τὰ θεάματα κατὰ τὶς ἑορτὲς αὐτές, ἀλλὰ προχωροῦσε περισσότερο: δὲν ἑώρταζε τὸ ῞Αγιο Πάσχα ὅπως εἶχε καθορισθῆ ἀπὸ τὴν ῾Αγία Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ ἑώρταζε καὶ νήστευε κατὰ παλαιὰν συνήθειαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους σταθερὰ τὴν 14η τοῦ μηνὸς Νισάν, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τῆς ἐαρινῆς Πανσελήνου. 


Σημειωτέον, ὅτι οἱ ᾿Ιουδαΐζοντες αὐτοὶ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι «παρέλυον» «τὸν ῞Ορον τῆς ῾Αγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης», «περὶ τῆς ῾Αγίας ῾Εορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα», εἶχαν κηρυχθῆ οἱ μὲν λαϊκοὶ «ἀκοινώνητοι» καὶ «ἀπόβλητοι τῆς ᾿Εκκλησίας»,οἱ δὲ κληρικοὶ «ἀλλότριοι τῆς ᾿Εκκλησίας» καὶ ὑπὸ καθαίρεσιν,«ἀλλὰ καὶ οἱ τολμῶντες τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν» (῾Ι. Κανὼν Α´ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ Συνόδου). Εἶχε λοιπὸν δημιουργηθῆ στὴν ᾿Αντιόχεια ἕνα τέτοιο συγκρητιστικὸ κλῖμα, ὥστε πολλοὶ Χριστιανοί, κατὰ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο, ἔρρεπαν πρὸς τὸν ᾿Ιουδαϊσμό, ἐφ᾿ ὅσον ἀδυνατοῦσαν νὰ διακρίνουν τὴν ριζικὴ διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ ᾿Ιουδαϊσμοῦ,᾿Εκκλησίας καὶ Συναγωγῆς. Για τον ῾Ιερὸ Χρυσόστομο, «τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε τεράστια σωτηριολογικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀπεδύθη σὲ μεγάλο ἀγῶνα γιὰ νὰ θεραπεύση, ὅπως ἔλεγε, τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» καὶ νὰ καταργήση τὸ «πονηρὸν ἔθος». Είναι ἀναγκαῖο ἐδῶ νὰ διευκρινισθῆ, ὅτι οἱ ῾Ομιλίες αὐτὲς τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς δὲν ἔχουν βεβαίως χαρακτῆρα ἀντισημιτικὸ-φυλετικό, ἀλλὰ καθαρὰ ποιμαντικὸ-θεολογικό, ἐφ᾿ ὅσον ἀπέβλεπαν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς ἑτεροδιδασκαλίες. Καὶ περαιτέρω, ἐπεδίωκαν τὴν θεραπεία ἐκείνων τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους ὁ ῞Αγιος ἐχαρακτήριζε ὡς «οἰκεῖα μέλη νενοσηκότα», ὡς «ἀρρωστοῦντας τῶν ἀδελφῶν τῶν ἡμετέρων καὶ τὰ ἰουδαϊκὰ νοσοῦντας».


῾Η ἰσχυρὰ καὶ ἐπίμονος κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος στοὺς ᾿Ιουδαίους δὲν συνιστᾶ ἰδεολογικὴ ἀντιπαράθεσι καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελῆ ἀντισημιτισμόν, διότι «δὲν κρίνει τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τὴν οἰκονομική τους εὐμάρεια ἢ τὴν προσήλωσή τους στὰ ἔθιμα τῆς φυλῆς, οὔτε ἀπὸ τὴν νομιμότητα ἢ τὴν παιδεία καὶ τὴν κοινωνικότητά τους, ὅπως π.χ. ἔκανε ὁ διάσημος τῆς ἐποχῆς ρήτορας καὶ σοφιστὴς Λιβάνιος». Ας επανέλθουμε ὅμως στὴν θεραπευτικὴ προσπάθεια τοῦ ῾Αγίου. ῏Αρά γε,μὲ ποιόν τρόπο ἐπίστευε ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ,ὅτι θὰ ἐθεράπευε τὸ «χαλεπώτατον νόσημα» τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων Χριστιανῶν;᾿Εν πρώτοις,προσπαθεῖ νὰ πείση τοὺς νοσοῦντας, βάσει καθαρῶς θεολογικῶν κριτηρίων, ὅτι οἱ μὲν ᾿Ιουδαῖοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Θεία Οἰκονομία, δηλαδὴ τὸ Σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους,καὶ ἐξέπεσαν τῆς Χάριτος, «ἐξεκλάσθησαν», οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὴν μοναδικὴ συνέχεια «τῆς ρίζης τῆς ἁγίας», τοῦ εὐλογημένου καὶ ἐκλεκτοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. 


Τρία εἶναι τὰ κεφαλαιώδη σφάλματα-ἁμαρτήματα τῶν ᾿Ιουδαίων, λέγει ὁ ῞Αγιος: α. ἀγνοοῦν τὸν Πατέρα,δηλαδὴ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό, ἐφ᾿ ὅσον ἀρνοῦνται τὸν Υἱό. β. ἐσταύρωσαν τὸν Υἱό, γενόμενοι Χριστοκτόνοι καὶ Θεοκτόνοι. γ. ἀποκρούουν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα καὶ συνεχῶς ἀντιστρατεύονται εἰς Αὐτό.᾿Εφ᾿ ὅσον λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ τραγικὰ γιὰ τοὺς ᾿Ιουδαίους εἶναι ἀναντιρρήτως ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ, τότε δὲν ἔχουν τίποτε τὸ θεάρεστο καὶ ἀξιοσέβαστο καὶ σεμνό.Κατόπιν, καὶ ὡς ἄμεσο ἐπακόλουθο τῆς θέσεως αὐτῆς, ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος εἶναι ἀπόλυτος στὴν ἀπαίτησί του νὰ μὴν συμμερίζωνται οἱ πιστοὶ τὴν θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, νὰ μὴ συμμετέχουν στὶς ἑορτὲς καὶ τὶς νηστεῖες τους,δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχουν καμμία «κοινωνία» μαζί τους. Πρὸς τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν,ὅτι δῆθεν οἱ ᾿Ιουδαῖοι «καὶ αὐτοὶ τὸν Θεὸν προσκυνοῦσιν», ὁ ῞Αγιος ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς: «᾿Αλλὰ μὴ γένοιτο τοῦτο εἰπεῖν! Οὐδεὶς ᾿Ιουδαῖος προσκυνεῖ τὸν Θεόν. Τίς ταῦτά φησιν;῾Ο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ:῾῾Εἰ τὸν Πατέρα γάρ μου ᾔδειτε,φησί,κἀμὲ ᾔδειτε ἄν·οὔτε δὲ ἐμὲ οἴδατε,οὔτε τὸν Πατέρα μου οἴδατε᾿᾿. Ποίαν ταύτης ἀξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν παραγάγω;». 


Γιὰ ἐκείνους πάλι, οἱ ὁποῖοι ἐνήστευαν μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους, ἔλεγε ὁ ῞Αγιος: «᾿Εννοήσατε τοίνυν τίσι κοινωνοῦσιν οἱ νηστεύοντες νῦν [οἱ νοσοῦντες]·τοῖς βοῶσι:῾῾Σταύρωσον,σταύρωσον᾿᾿·τοῖς λέγουσι:῾῾Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν᾿᾿». Εἶναι «ἄτοπον», συνεχίζει ὁ ῞Αγιος, «τοὺς εἰς Αὐτὸν ὑβρίσαντας τὸν Θεὸν ποιεῖσθαι κοινωνούς,καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τὸν ᾿Εσταυρωμένον τοῖς ἐσταυρωκόσι συνεορτάζειν·τοῦτο γὰρ οὐ μόνον ἀνοίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσχάτης μανίας ἐστίν». Σὲ ἄλλη περίπτωσι δικαιολογεῖ πολὺ εὔστοχα τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς νηστείας τῶν ᾿Ιουδαίων,ὡς «παρανόμου καὶ ἀκαθάρτου»: «Μὴ θαυμάσητε δὲ εἰ ἀκάθαρτον αὐτὴν ἐκάλεσα νηστείαν οὖσαν·τὸ γὰρ παρὰ γνώμην Θεοῦ γινόμενον, κἂν θυσία, κἂν νηστεία ᾖ, πάντων ἐστὶν ἐναγέστερον». Θα κλείσω τὴν σύντομη ἀναφορά μου στὴν στάσι τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων μὲ ἕνα σπάνιο παράδειγμα ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, ἐφ᾿ ὅσον ὁ ῞Αγιος δὲν ἐθεράπευε τοὺς «νοσοῦντας» μόνο μὲ τὸν λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πρᾶξι.


Ο ῾Ιερὸς Πατὴρ διεκήρυττε, ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ δὲν εἶναι τόπος ἱερὸς καὶ ἀξιοσέβαστος, ἔστω καὶ ἂν ἐκεῖ εὑρίσκωνται τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία», ἔλεγε· «κανεὶς ἂς μὴ σέβεται τὴν Συναγωγὴ ἐξ αἰτίας τῶν Βιβλίων». Κάποτε συνέβη τὸ ἑξῆς συγκλονιστικὸ στὴν ᾿Αντιόχεια. Μία γυναίκα Χριστιανή, ἡ ὁποία ἦταν σεμνοπρεπής, ἄμεμπτος στὰ ἤθη καὶ προσηλωμένη στὴν πίστι, ἀναγκαζόταν ἀπὸ κάποιον πλανεμένο Χριστιανὸ νὰ εἰσέλθη στὴν Συναγωγὴ καὶ νὰ δώση ἐκεῖ ὅρκον γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ποὺ αὐτὸς ἀμφισβητοῦσε. Εἶχε ἀκούσει ὁ δυστυχής, ὅτι οἱ ὅρκοι ποὺ δίδονται στὴν Συναγωγὴ ἦσαν περισσότερο φοβεροί!... Μόλις, ὅμως ἔφθασε ἐκεῖ ἡ ἐνάρετη γυναίκα, ἄρχισε νὰ καλῆ εἰς βοήθειαν καὶ ἀπαιτοῦσε νὰ τὴν προστατεύσουν ἀπὸ τὴν παράνομη βία, διότι δὲν τῆς ἦταν βεβαίως ἐπιτρεπτὸ νὰ πλησιάση τὸν χῶρο ἐκεῖνο. Τότε λοιπόν, λέγει ὁ ῞Αγιος, «ἐμπρησθεὶς ὑπὸ ζήλου καὶ πυρωθείς, καὶ διαναστάς, ταύτην μὲν οὐκ εἴασα λοιπὸν ἐπὶ τὴν παρανομίαν ἑλκυσθῆναι ἐκείνην, ἐξήρπασα δὲ τῆς ἀδίκου ταύτης ἀπαγωγῆς». Κατόπιν,ὁ ῾Ιερὸς Πατὴρ ἐστράφη πρὸς τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν ἤλεγξε δριμύτατα γιὰ τὴν ἄτοπη συμπεριφορά του, τὸν ἐνουθέτησε ἐπὶ μακρὸν καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἀποβάλη τὴν πλάνη ἀπὸ τὴν ψυχή του. 


Μετά τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στοὺς ᾿Ιουδαΐζοντες Χριστιανοὺς τῆς ᾿Αντιοχείας κατὰ τὸν Δ´ αἰῶνα, ἀπομένει ἕνα τελικὸ ἐρώτημα: τί ἆρά γε μᾶς διδάσκει ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου ἔναντι τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ; α.᾿Εν πρώτοις, ἡ στάσις τοῦ ῾Ιεροῦ Πατρὸς εἶναι ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν κριτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας ἔναντι πάσης ἄλλης Θρησκείας. Τὰ κριτήρια, τὰ ὁποῖα μᾶς παρέχει ὁ ῞Αγιος εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον θεολογικὰ καὶ πνευματικά. Μία Θρησκεία τοῦ κόσμου, ἔστω καὶ ἂν ἔχη στοιχεῖα ἀληθείας, δὲν καταξιώνεται, δὲν καθίσταται ἀξιοσέβαστη. Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Πατήρ, πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὴν Συναγωγὴ ὡς τόπον ἱερόν, ἐπειδὴ δῆθεν ἐκεῖ ἦσαν ὁ Νόμος καὶ τὰ βιβλία τῶν Προφητῶν, ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς: «Μὴ γάρ, ἔνθα ἂν ᾖ Βιβλία τοιαῦτα, καὶ ὁ τόπος ἅγιος ἔσται; Οὐ πάντως!᾿Εγὼ δὲ διὰ τοῦτο μάλιστα μισῶ τὴν Συναγωγὴν καὶ ἀποστρέφομαι, ὅτι τοὺς Προφήτας ἔχοντες ἀπιστοῦσι τοῖς Προφήταις, ὅτι ἀναγινώσκοντες τὰ γράμματα οὐ δέχονται τὰς μαρτυρίας, ὅπερ ὑβριζόντων ἐστὶ μειζόνως»· «μηδεὶς αἰδείσθω τὴν Συναγωγὴν διὰ τὰ Βιβλία, ἀλλὰ διὰ ταῦτα αὐτὴν μισείτω καὶ ἀποστρεφέσθω, ὅτι ἐφ᾿ ὕβρει κατέχουσι τοὺς ῾Αγίους, ὅτι ἀπιστοῦσι τοῖς ἐκείνων ρήμασιν, ὅτι τὴν ἐσχάτην αὐτῶν κατηγοροῦσιν ἀσέβειαν». 


Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀντιπαραβάλουμε τὴν στάσι τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ προφανῶς ὑποτιμοῦν ἢ παραθεωροῦν τὰ γνήσια αὐτὰ Πατερικὰ Κριτήρια, ἔχουν προσβληθῆ τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν σύγχρονη νόσο τοῦ Συγκρητισμοῦ, ὥστε νὰ ἐκφράζουν πλήρως ἀντίθετες ἀπόψεις. Λόγου χάριν, οἰκουμενιστὴς ἱεράρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἐδίστασε νὰ δηλώση, ὅτι «κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»!...



Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό,

ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Πατὴρ ὑποστηρίζει,

ὅτι καὶ ἡ «ἄκαιρος» τώρα «τήρησις» τοῦ Νόμου ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων «παροξύνει» τὸν Θεό:

«Καὶ γὰρ ὅτε ἔδει τὸν Νόμον τηρεῖν,κατεπάτησαν:

καὶ νῦν ὅτε ἀναπέπαυται ὁ Νόμος, φιλονεικοῦσιν Αὐτὸν τηρεῖν.

Τί γένοιτ᾿ ἂν αὐτῶν ἐλεεινότερον,

οἳ μὴ τῇ παραβάσει τοῦ Νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῇ φυλακῇ τοῦ Νόμου τὸν Θεὸν παροξύνουσι;

Διὰ τοῦτό φησι:

''Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ,ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ᾿Αγίῳ ἀντιπίπτετε᾿᾿·

οὐ τῷ παραβαίνειν τὰ νόμιμα μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ φυλάττειν ἐθέλειν ἀκαίρως».

β. Κατόπιν, ἡ στάσις τοῦ ῾Αγίου Πατρὸς ἔναντι τῶν ᾿Ιουδαίων εἶναι ἐπίσης ὁδηγητικὴ γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία 

στὸ ζήτημα τῶν σχέσεων καὶ τῆς συνεργασίας Της μὲ τὶς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου.

Θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω,

ὅτι ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος κατ᾿ ἀρχὴν ἀπαγορεύει αὐστηρότατα,

μάλιστα στοὺς ἀδυνάτους Χριστιανούς, τὴν ἐπικοινωνία,

τὴν συνύπαρξι καὶ πολὺ περισσότερο τὴν συνεργασία μὲ αἱρετικοὺς «συλλόγους».

«Φευγέτω τούτων (τῶν αἱρετικῶν) τὰς συνουσίας (συναναστροφάς),

ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους [αὐτῶν]»·

«[ἂς] ἀποστρεφώμεθα τῶν αἱρετικῶν τοὺς συλλόγους».

Καὶ πῶς ἆρά γε δικαιολογεῖ τὴν προτροπὴ αὐτή;

«῞Ωστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι».

Τὰ ἴδια ἀκριβῶς συμβουλεύει καὶ γιὰ τοὺς «συλλόγους» τῶν ᾿Ιουδαίων:

«Διὸ παρακαλῶ φεύγειν καὶ ἀποπηδᾶν αὐτῶν τοὺς συλλόγους»·

«φεύγετε τοίνυν καὶ τοὺς συλλόγους,

καὶ τοὺς τόπους αὐτῶν».


''῾Η Πατερικὴ Στάσις ἔναντι τοῦ Διαθρησκειακοῦ Συγκρητισμοῦ''. 
῾Ιερὸς Χρυσόστομος καὶ ᾿Ιουδαῖοι
Αθήνα 2004.
Έκδοση Ι. Μ. Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
Φυλή Αττικής



Αοιδήμου Μητροπολίτη ᾿Ωρωποῦ και Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ


Αιωνία η μνήμη!


Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ




Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου,

σε κάποιο χωριό,

έγινε ένας φόνος,

για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού,

που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Κατηγορήθηκε, λοιπόν κάποιος χωριανός, ο Πέτρος και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του 

δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.

Ο κατηγορούμενος,

όμως ισχυρίζετο συνεχώς ότι ήτο αθώος... Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές,

αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήτο αθώος.

Σ’ αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά το μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς

 και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση

 όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν.


Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος. Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ., άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρισε εκείνος ο καλός ιερεύς. Μέσα σ’ έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβονται και να του φέρονται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα-πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωότητα του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνά κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.


Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμει μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο. Παρά ταύτα ο εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο αθώος και θύμα σκευωρίας. Ο Πέτρος Γ., όχι μόνο προσηύχετο με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλοσύνη. Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά. -Δεν φταίνε, οι καημένοι,έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια.


Θεέ μου, συγχώρεσε τους...και από μένα να’ ναι συγχωρεμένοι...και χάρισε τους πλούτη και αγαθά πολλά,αλλά χάρισε τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία. Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών. Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλη και έκαμε τον εργάτη,τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά που την έμαθε στην φυλακή. Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι’ αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων». Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής, πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του.


Πήγε, τον βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο!... Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δυο παιδιά, υγιέστατα. Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαρεία με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις,που ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν. Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν. Έτσι, μια βραδιά στο σπίτι του, αφού επέστρεφε από το νοσοκομείο,σ’ αυτήν την φοβερή κατάσταση, άρχισε να κραυγάζει μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους τέσσερεις ψευδομάρτυρες, τους οποίους εξηγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά,κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ., που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.


Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους τέσσερεις ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω. Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυση, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε. Κι αυτός εξακολουθούσε να τσιρίζει και να κραυγάζει. Ο Πέτρος Γ., όπως ήτο επόμενον, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάσταση της τιμής του με αναθεώρηση της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων μέσων. Αλλά τί έκανε; Πήγε στο σπίτι του φονιά!... Οι πάντες πάγωσαν. Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνά μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρισε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξη και την φρίκη, τον άκουσε να του λέει:- Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά...


Και σ’ ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της.Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή! Τον αγκάλιασε τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του. Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια!Αλλά υπήρξε και θρίαμβος εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια. Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ’ έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο «κατ’ οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρηση που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του θεού στο σπιτικό του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράσταση των Αγγέλων.



Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999.

Παρών στην κοίμηση του ήτο και ο εννενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών,

που μου διηγήθηκε αυτό το γεγονός,

για να με διαβεβαιώσει ότι λίγο πριν το τέλος του Πέτρου Γ., Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιό του,

τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς.

Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του,

μετά το τελευταίο σημείο του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ.,λέγοντας:

- Άγγελε μου! Άγγελε μου..., δεν την αξίζω αυτή την τιμή...

Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!


Από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου 
«Η Ευχή Μέσα στον Κόσμο»
Εισαγωγή, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Η ΕΠΙΓΟΝΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΕΛΗΝΙΚΟΥ ΔΩΣΙΛΟΓΙΣΜΟΥ




Ο δοσίλογος πρωθυπουργός της διορισμένης ελληνικής κυβέρνησης στην Γερμανική Κατοχή, Γεώργιος Τσολάκογλου 1886-1948.
Μετά από μισό αιώνα, τα χνάρια του θα ακολουθούσαν άλλοι, νομιμοποιημένοι κοινοβουλευτικοί άρπαγες καθ΄όλα αρεστοί στο Γερμανικό Καθεστώς. 


...Ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου, που μεταπολεμικά υπήρξε τρεις φορές πρωθυπουργός,

στην αρχή της γερμανικής κατοχής υπήρξε μυστικοσύμβουλος του στρατηγού Τσολάκογλου...

Ο πατέρας του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη είχε διορισθεί επί Κατοχής 

στην επίζηλη θέση του γενικού γραμματέα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών,

λόγω της στενής φιλίας του με τον Γεώργιο Μερκούρη,αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος...

Ο Θάνος Καραμανλής,εξάδελφος του Κωνσταντίνου Καραμανλή,

υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Καταδικάστηκε ως δοσίλογος...

Ο παππούς του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου,

είχε δημιουργήσει το περίφημο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα,

χάρις σε μια υπογραφή του Τσολάκογλου...

Ο παππούς του σημερινού υπουργού Επικρατείας και βουλευτή της Ν.Δ. Σίμου Κεδίκογλου,

βεβαίως και του συνώνυμου βουλευτή του ΠΑΣΟΚ,συνεργάστηκε στην Κατοχή με τους Γερμανούς,

ως διερμηνέας τους...

Παππούς του σημερινού ευρωβουλευτή της «Δράσης» Θεόδωρου Σκυλακάκη 

ήταν ο γνωστός απότακτος συνταγματάρχης που στα μέσα της δεκαετίας 1930 

ήταν αρχηγός της φασιστικής Οργάνωσης Εθνικού Κυριάρχου Κράτους,

στη συνέχεια έγινε υπουργός Εσωτερικών του Ιωάννη Μεταξά και λίγο πριν από τον πόλεμο

 συμμετείχε σε συνωμοσία γερμανοφίλων για την ανατροπή του καθεστώτος...


Όπως ακριβώς τονίζω στο νέο βιβλίο μου 

"Τα ένοχα μυστικά της Κατοχής" 

στα τελευταία χρόνια βιώνουμε ένα ιδιότυπο κατοχικό καθεστώς,που αν προχείρως

 συγκριθεί με την τελευταία ιστορική περίοδο κατά την οποία η χώρα μας τελούσε υπό ξενική κατοχή,

μεταξύ 1941 και 1944,

θα διαπιστώσουμε πολλές ομοιότητες.

Ίσως η πιο σημαντική ομοιότητα είναι ότι κυρίαρχοι ήταν τότε, όπως και τώρα, οι Γερμανοί,

λιγότερο ή περισσότερο εκλεπτυσμένοι.

Το πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι πέριξ των κατακτητών τότε, όπως και τώρα συμβαίνει,

λειτουργούσε ένα εγχώριο πολιτικοοικονομικό σύστημα με ποικίλες προεκτάσεις.

Η κλασική ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, εδώ έχει μια αξιοπρόσεκτη εφαρμογή.

Η άγνοια και η ημιμάθεια συνέβαλαν σε μια παραμόρφωση του πολιτικού συστήματος 

κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτό ένα επικίνδυνο μόρφωμα για τη χώρα μας,

που αδίστακτα οδήγησε τον λαό μας στην εξαχρείωση και την εξαθλίωση.

Το μέγα ζητούμενο είναι κάποτε να ξαναδούμε υπό άλλη οπτική γωνία την πορεία

 των πολιτικών οικογενειών που διαχρονικά κυριαρχούν.


Στην κατοχική περίοδο 1941-44 εμφανίζονται κάποιες τέτοιες οικογένειες,οι επίγονοι των οποίων συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας. Κατά κανόνα πρόκειται για γενάρχες οικογενειών, που -αν και αρχικά συνεργάστηκαν με τον κατακτητή- πρόλαβαν να καλύψουν την όποια επιλήψιμη δραστηριότητά τους. Ο εγγονός Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται σήμερα ο υπαίτιος της τόσο δραματικής εμπλοκής της χώρας μας στο μνημόνιο. Ίσως ποτέ να μην λογοδοτήσει για τις συγκεκριμένες ευθύνες του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ιστορικά θα βγει ανέγγιχτος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τους άλλους δύο αδελφούς του, εκ των οποίων ο ένας φέρεται να κερδοσκόπησε με τα cds και ο άλλος να ανέλαβε μυστικές αποστολές στο εξωτερικό. Όμως ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου, που μεταπολεμικά υπήρξε τρεις φορές πρωθυπουργός, στην αρχή της γερμανικής κατοχής υπήρξε μυστικοσύμβουλος του στρατηγού Τσολάκογλου αναπτύσσοντας τη θεωρία, πώς «να τα έχουμε καλά με τον κατακτητή». Οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής είχαν φιλοξενήσει δηλώσεις του Γ. Παπανδρέου υπέρ της μεσογειακής πολιτικής της φασιστικής Ιταλίας!


Ο πατέρας του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη είχε διορισθεί επί Κατοχής στην επίζηλη θέση του γενικού γραμματέα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, λόγω της στενής φιλίας του με τον Γεώργιο Μερκούρη, αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος και συμμετείχε στο άτυπο συμβούλιο των «Πέντε Γιώργηδων», που καθόριζαν κάθε βράδυ την τιμή της χρυσής λίρας στη μαύρη αγορά! Βεβαίως ο Γεώργιος Σημίτης εγκαίρως μεταστράφηκε προς την Αριστερά και την άνοιξη του 1944 ανέβηκε στα βουνά, αναλαμβάνοντας γενικός διοικητής Ρούμελης. Κατηγορήθηκε τότε ότι υπήρξε υπαίτιος εξαφάνισης 8.000 λιρών που είχαν στείλει οι Σύμμαχοι (βλ. «Μακεδονία» 13.6.1945). Ο Θάνος Καραμανλής, εξάδελφος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Καταδικάστηκε ως δοσίλογος και μεταπολεμικά προτίμησε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Γερμανία. Ένας άλλος, ο Δανιήλ Καραμανλής, που έγινε καλόγερος στο Άγιον Όρος καταδικάστηκε ως δοσίλογος και μάλιστα ως βουλγαρόφιλος σε πολυετή φυλάκιση. Ο παππούς του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου, που υπέγραψε το μνημόνιο και έτσι μας υποχρέωσε να αποποιηθούμε την εθνική μας κυριαρχία το 2010, είχε δημιουργήσει το περίφημο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας στην Πτολεμαΐδα, χάρις σε μια υπογραφή του Τσολάκογλου.


Για τον θείο του, τον πολιτικό Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, που υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών στην Κοζάνη, έχει γίνει εκτενής λόγος στο παρελθόν. Ένας στενός συγγενής του τελευταίου, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, την ίδια εποχή καταδικάστηκε ως πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη. Ο γενάρχης της οικογένειας Μεϊμαράκη στο Ηράκλειο, ο πολιτικός Βασίλειος Μεϊμαράκης, δεν είχε διστάσει να καταγγείλει με αποτροπιασμό τις «ωμότητες» των συμπατριωτών του κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη Μάχη της Κρήτης, ενώ δήλωνε ότι τασσόταν στο πλευρό της κυβέρνησης Τσολάκογλου («Ελεύθερον Βήμα» 5.6.1941). Άλλα μέλη της οικογένειας Μεϊμαράκη διαδραμάτισαν επιλήψιμο ρόλο κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Κρήτη. Ο παππούς του σημερινού υπουργού Επικρατείας και βουλευτή της Ν.Δ. Σίμου Κεδίκογλου, βεβαίως και του συνώνυμου βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, συνεργάστηκε στην Κατοχή με τους Γερμανούς ως διερμηνέας τους.


Παππούς του σημερινού ευρωβουλευτή της «Δράσης» Θεόδωρου Σκυλακάκη ήταν ο γνωστός απότακτος συνταγματάρχης που στα μέσα της δεκαετίας 1930 ήταν αρχηγός της φασιστικής Οργάνωσης Εθνικού Κυριάρχου Κράτους, στη συνέχεια έγινε υπουργός Εσωτερικών του Ιωάννη Μεταξά και λίγο πριν από τον πόλεμο συμμετείχε σε συνωμοσία γερμανοφίλων για την ανατροπή του καθεστώτος. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και αρκετά άλλα ονόματα επιγόνων, που ανεξάρτητα από τη σημερινή κομματική τοποθέτησή τους, σεμνύνονται για τις οικογενειακές καταβολές τους σε σχέση με την κατοχική περίοδο 1941-44. Κάποιοι πιο εξειδικευμένοι από τον γράφοντα θα μπορούσαν επιτυχώς να αναπτύξουν το ψυχοκοινωνικό πλαίσιο αυτών των συσχετισμών. Θα θυμούνται οι αναγνώστες ότι πριν λίγα χρόνια έγινε ένα θορυβώδες γαμήλιο πάρτι στο ιστορικό θωρηκτό μας «Αβέρωφ». Η κοινή γνώμη εξερράγη από την έλλειψη σεβασμού στη σύγχρονη ιστορία. Ασφαλώς όμως θα ήταν πολύ πιο εξοργισμένη αν γνώριζε ότι ο γαμπρός ήταν εγγονός του Φιλήμονα Πατίτσα, που επί Κατοχής αρθρογραφούσε υπέρ των Γερμανών και ταυτόχρονα ανέλαβε πολιτικά αξιώματα. Έχοντας ασχοληθεί πολλά χρόνια με την ιστορική έρευνα για την περίοδο της Κατοχής, προ διετίας έδωσα στη δημοσιότητα το βιβλίο «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός), όπου με πληθώρα ανέκδοτων στοιχείων παρουσιάζεται τεκμηριωμένα η πραγματική υπόσταση του γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα.


Πρόκειται για ένα συνολικό ποσόν που σήμερα υπερβαίνει τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να γίνεται κανένας συνυπολογισμός άλλων εθνικών απαιτήσεων,όπως πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Το θέμα το έχω αναλύσει επανειλημμένα σε πληθώρα δημοσιευμάτων μου, πέραν του εν προκειμένω βιβλίου μου, και υπάρχει ακόμη καιρός για να ικανοποιηθεί η Ελλάδα. Από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καμία ελληνική κυβέρνηση και κανένα πολιτικό κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά για να εξοφληθεί αυτό το αδιαμφισβήτητο χρέος του γερμανικού κράτους. Λυπούμαι πολύ γι’ αυτό -λυπούμαι ως ένας απλός πολίτης για το κράτος του που δεν είναι σε θέση να αξιώσει μια ξεκάθαρη εθνική απαίτηση, ως απόρροια της ανικανότητας των πολιτικών ηγετών του. Τα κατοχικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το τίμημα της ασύλληπτης λεηλασίας του εθνικού μας πλούτου κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με απίθανη μεθοδικότητα καταστρώθηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο άλωσης της ελληνικής οικονομίας και οι κατακτητές επέτυχαν ανέμποδιστα να συλλέξουν και να απομυζήσουν τα πάντα, ιδίως τη γεωργική παραγωγή και κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή,αφού πρώτα καταλήστευσαν στο σύνολό της την εθνική οικονομία. Ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής είχαν εισρεύσει στην Αθήνα ειδικοί εμπειρογνώμονες και οργάνωσαν το σχέδιό τους, με την πρόθυμη σύμπραξη εντοπίων παραγόντων. Με επικεφαλής τη διαβόητη και από τα πρόσφατα χρόνια γερμανική εταιρία Rheinmetall, αλλοτριώθηκε στο σύνολό του το ελληνικό υπέδαφος, ενώ γερμανικές και ιταλικές μεγάλες εταιρίες έσπευσαν να θέσουν υπό ασφυκτικό έλεγχο τις ελληνικές μεταλλευτικές εταιρίες.


Όλα αυτά πάντοτε με τη συνεργασία «προθύμων» Ελλήνων κεφαλαιούχων και επιστημόνων. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι την οργάνωση της οικονομικής λεηλασίας ανέλαβαν οι ειδικοί των κατακτητών, όπως ο Καρλ Κλόντιους και ο Χέρμαν Νοϊμπάχερ. Τα μοιραία αυτά πρόσωπα έχουν πάμπολλες ομοιότητες με τον Χορστ Ράιχενμπαχ, τον Φούχτελ,τον Τόμσεν και τους συναφείς. Όσο ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου εντοπίσθηκε να είναι ο εγγονός εκείνου που έλαβε το «προνόμιο» της Πτολεμαΐδας από τον Τσολάκογλου,άλλο τόσο ίσως ένας σύγχρονος ακέραιος Γερμανός ιστορικός καταφέρει να αποκαλύψει την πατρογονική προϊστορία των αλλοδαπών κυριάρχων μας επί ναζισμού. Επί του παρόντος έχει αποκαλυφθεί ο ρόλος ενός Γερμανού αρχικατασκόπου, που έδρασε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940 με έδρα την Αθήνα και τομέα ευθύνης τη Μέση Ανατολή. Επρόκειτο για τον Ρολφ Μέρκελ, που εμφανιζόταν ως στέλεχος της εταιρίας Ζήμενς - Τελεφούνκεν και η δραστηριότητά του τερματίστηκε ύστερα από απαίτηση του τότε υπουργού Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη και με συνδρομή του επίσημου εκπροσώπου του συγκροτήματος Ιωάννη Βουλπιώτη. Η αρχικαγκελάριος του Βερολίνου, καίτοι προκληθείσα, δεν μας έχει διευκρινίσει αν πράγματι ο παλαιός εκείνος κατάσκοπος ήταν ο αδελφός του πεθερού της... Βέβαια έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε ότι, όπως σήμερα, ανάλογη προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε και από τα κατοχικά παπαγαλάκια για να πεισθεί η κοινή γνώμη στην κατεχόμενη Ελλάδα ότι οι Έλληνες είναι ανοργάνωτοι και διεφθαρμένοι, ιδιαίτερα ως προς τα δημοσιονομικά τους. Μπορεί να μην υπήρχε το κίνημα «Δεν Πληρώνω» και άλλες συνειδητές ακτιβίστικες δράσεις, αλλά οι αθηναϊκές εφημερίδες ασκούσαν μια παρόμοια με τα σημερινά μνημονιακά ΜΜΕ κριτική.


Τα θέματα λύνονταν κάπως πιο δυναμικά από τον Φελντκομαντάντ, ο οποίος ελάμβανε αυστηρές αποφάσεις για όσους δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ή του ύδατος, αλλά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αναφορικά με τις κατασχέσεις κατοικιών λόγω χρεών το καθεστώς δεν ήταν εντελώς ανεξέλεγκτο, καθώς το Γερμανικό Φρουραρχείο ήθελε να ενημερώνεται προηγουμένως! Ο Γερμανός οικονομολόγος και διπλωμάτης Καρλ Κλόντιους, που ήρθε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, λειτουργώντας στη χώρα μας ως οικονομικός γκαουλάιτερ, είναι εκείνος που, αφού μελέτησε σχολαστικά τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, οργάνωσε τη λεηλασία της μέχρι τελευταίας ικμάδας της. Κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνον οφείλεται και η μεγάλη πείνα που έζησε ο ελληνικός λαός. Ως ιστορική λεπτομέρεια θα αναφέρω ότι ο Κλόντιους, που προς τα τέλη του πολέμου είχε χαρακτηρισθεί από τους Συμμάχους ως εγκληματίας πολέμου, συνελήφθη από τα ρωσικά στρατεύματα στη Ρουμανία και όλως απροόπτως μεταστράφηκε από τον ναζισμό στον κομμουνισμό. Ως έμπιστος του Στάλιν πλέον στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εμφανίστηκε στο Βελιγράδι επικεφαλής σοβιετικής οικονομικής αποστολής, έχοντας ως κύριο μέλημά του μεταξύ άλλων τη χρηματοδότηση του... Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας!


Δυστυχώς στα διάφορα επίπεδα της δημόσιας ζωής σημειώθηκαν εκείνη την εποχή παραφωνίες σε σχέση με το κοινό αίσθημα. Όταν γίνονται αναφορές και συσχετισμοί συγκεκριμένων προσώπων και συγκεκριμένων συμπεριφορών, με αναγωγή στην κατοχική περίοδο 1941-44, συχνά ακούγεται και ένας επιεικής λόγος για κάθε υπόλογο ή ένοχο. Μερικές φορές όμως η «συνωμοσιολογία» είναι κατώτερη της πραγματικότητας και εγκυμονεί ο κίνδυνος της γενικής απαξίωσης. Πόσοι είναι εκείνοι που υπηρέτησαν εθελοντικά τους κατακτητές, ενώ εγκαίρως μεταστράφηκαν και μεταπήδησαν σε πολιτικούς χώρους,ιδίως σε χώρους «της μόδας»,όπως ήταν η Αριστερά στο τέλος της Κατοχής; Πόσες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν στο Ράιχ με τη θέλησή τους; Πόσοι κερδοσκόπησαν ως προμηθευτές των κατακτητών ή επιδόθηκαν σε μαυραγορίτικες δουλειές; Ποτέ δεν θα δοθεί μια σαφής απάντηση, διότι αυτά όλα είναι φαινόμενο της μικρής ιστορίας, της λεπτομέρειας. Με την ίδια ακριβώς λογική, δεν θα δικαιωθούν ποτέ όσοι προτίμησαν να πεινάσουν και να υποφέρουν για να μην προστρέξουν στον κατακτητή και επωφεληθούν απ’ αυτόν. {...}



Κάποιοι απ’ αυτούς θα επανακάμψουν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ 

και ελάχιστοι θα αντιμετωπίσουν τη δικαιοσύνη, ενώ ορισμένοι θα καταλάβουν θέσεις 

στον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και ως πανεπιστημιακοί καθηγητές.

Η δίωξη των πολιτικών δοσιλόγων στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα υπήρξε υποτονική,

αν και έγιναν ακόμα και θανατικές εκτελέσεις. Το γεγονός ότι η χώρα βρέθηκε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα 

άμβλυνε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Εκεί όμως που σταδιακά εκμηδενίστηκαν οι όποιες επιπτώσεις από τη συνεργασία με τον κατακτητή 

ήταν στο θέμα των οικονομικών δοσιλόγων.

Αυτό σήμαινε ότι όσοι απέκτησαν θησαυρούς στη διάρκεια μιας ξενικής κατοχής,

μπορούσαν τώρα να τους γεύονται ελεύθερα, αν εξαιρέσουμε μια φορολογία 

που επιβλήθηκε στους «παρανόμως πλουτίσαντες».

Με βάση περιουσίες,

που με τέτοιο τρόπο αποκτήθηκαν, ανδρώθηκαν μεγάλες επιχειρήσεις

 και οικονομικά συγκροτήματα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταπολεμική Ελλάδα,

εκ των πραγμάτων διαγράφοντας κάθε στιγματική αναφορά από το ένοχο παρελθόν.

Και ως ευνόητη προέκταση, οικονομικώς πανίσχυρα τέτοια πρόσωπα 

(ή οι κληρονόμοι τους) 

βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων, άσκησαν παντοειδή επιρροή,

έγιναν... ευεργέτες ή φιλοδόξησαν να έχουν ρόλο στην πολιτική!...



Αναδημοσίευση άρθρου του δημοσιογράφου και ιστορικού συγγραφέα 
Δημοσθένη Κούκουνα με πρωτότυπο τίτλο 
''Από την πρώτη γερμανική κατοχή μέχρι το 2014''
όπως δημοσιεύθηκε στο Ιστολόγιο ''ΑΕΡΑ!!!''
Τίτλος και επιμέλεια ημετέρα


Δημοσθένης Κούκουνας

ΦΡΙΞΟΝ ΗΛΙΕ ΣΤΕΝΑΞΟΝ ΓΗ ΕΑΛΩ Η ΠΑΤΡΙΣ





''Εδώ αρχίζει η τραγωδία του Διστόμου.
Οι κάτοικοι, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν νωρίτερα από το Διάσκελο, την μόνη αφύλακτη διάβαση,
κλείνονται έντρομοι στα σπίτια τους.
Τους έρημους δρόμους του χωριου διατρέχουν εξαγριωμένοι στρατιώτες με εφ' όπλου λόγχη.
Μπαίνουν στα σπίτια, σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν ότι βρίσκουν στο διάβα τους.
Γέροι, γριές, γυναίκες ακόμα και βρέφη λίγων ημερών πέρασαν από τον ίδιο τρομακτικό Γολγοθά.
Γίδια, πρόβατα, άλογα, σκυλιά... ότι ζωντανό κινείται, εξολοθρεύεται.
Απαίσιοι ακούγονται οι θρήνοι και οι οιμωγές αυτών που ξεψυχούν.
Νέοι Ηρώδεις, οι εκπολιτιστές του Χίτλερ μακελεύουν τα παιδάκια του Διστόμου."


...Η Παναγούλα Σκούτα (το γένος Μαλάμου) 13 χρονών τότε,

αφηγείται για την ελεεινή σφαγή των Γερμανών κατακτητών στο Δίστομο...



«Την ημέρα της σφαγής από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου.

Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι.

Θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος),

ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας).

Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους.

Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία,εφτά χρονών,

για κρεμμύδια σ’ ένα χωράφι μας έξω από το χωριό.

Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα.

Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά-καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο 

που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό των βλημάτων.


Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή ύστερα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας.


Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες: «Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρτες με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;». Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες: «Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες.


Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας». Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγιού Σκούτα θύμωσε κι έφυγε. Αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί. Γλίτωσε. Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά.


Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται, να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε.


Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από τα διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια. Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες. Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη-μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια: «Ωχ μπάρμπα Σπύρο,σώσε με!».


Έκλαιγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν. Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». Άνοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Παπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένο του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει.


Εμείς,ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό: «γκουτ μπόϋ» -εννοώντας το τραυματισμένο παιδί.


Ο Γερμανός όμως άγριος έκαμε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα «καπούτ» και αρνήθηκε τις προσφορές μας. Εμείς υπακούσαμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας ολόπαντα.


Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε: «Ωχ παιδιά μου! Σώστε με!». Άρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών. Άλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες σε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν-έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένοι και ρίχνει χαριστικές βολές.


Το κατώι είχε μια κολώνα στη μέση, Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ’ αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος Μαλάμος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανηψιός μου Στάθης Σταθάς, γιος της αδερφής μου Γιαννούλας, 5 χρονών. Οι γάμπες του ήταν σχισμένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα.


Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών, με το γιο της Γιάννη, 8 χρονών, καθισμένη σε γούρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένο σαν με λεπίδα το καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα στους ώμους σαν από μια γεμισμένη κούπα, και στον πανέμορφο λαιμό της. Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός.


Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας: «Έϊ, έϊ» για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Άρχισε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι.


Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος και κρασιού,μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώντανοι. Ο Γερμανός διασκέλισε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Άκουσα ποδοβολητά και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται.


Η μια από τις δυο αδερφάδες μου τις μεγαλύτερες η Γεωργία Αγαπίδου, βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ’ ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό. Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή.


Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες ν’ απειλούν το σπίτι. Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατά της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν.


Μου λέει: «πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι». Πήρα κι έβγαλα νερό απ’ το πηγάδι μας κι έσβησα τη φωτιά στο φούρνο αλλά όχι και στο παρακάτω χαγιάτι της αυλής. Ανέβηκα στο μπαλκόνι μας και είδα να καίγεται το σπίτι του Χαράλαμπου Σφουντούρη-Πασχούλη.


Αργότερα μάθαμε πως κάηκε μέσα το αντρόγυνο. Από το μπαλκόνι βλέπω στην αυλή των Καλαματέων σκοτωμένα τα ζώα και όλη την οικογένεια του Λουκά Σταύρου που ξεκληρίστηκε-πέντε άτομα και δυό συγγενείς τους, εφτά.


Η αδερφή μου μού φώναξε να μπω στο σπίτι να πετάξω κάτω τα προικιά μήπως ξαναπιάσει φωτιά και τα κάψει... κι ας καιγόταν μπροστά το χαγιάτι. Μπαίνοντας μέσα διαπίστωσα ότι ο Γερμανός είχε ανακατέψει και ψάξει όλο το σπίτι. Άνω κάτω τα πάντα. Αντιλήφθηκα ότι από το τζάκι έλειπε το ρολόι με τις χρυσές κολώνες και την καμπανούλα που είχε φέρει από την Αμερική ο πατέρας μου.


Η αδερφή μου φώναξε να πάρω και τα λεφτά από το παράκλι. Δεν τα βρήκα. Ύστερα μου φώναξε να κατεβάσω τη ραπτομηχανή της να μη χάσει το εργαλείο της δουλειάς της. Εγώ δεκατριών χρονών με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί-σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες.


Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο το σκυλί μας ο παρδάλης ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από το φουστάνι και με τραβάει. Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα. Τον έδιωχνα: «φύγε παρδάλη!». Αυτό πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυά του. Τότε η αδερφή μου Γεωργία λέει: «Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας; Πού έχει πάει η μικρή; Τρέξε, ψάξε να τη βρεις…».


Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Εκεί πάλι γύρισε και με κάλεσε με το πόδι του. Φεύγει και πάει στέκεται στα κάτω πηγάδια (εκεί που είναι σήμερα το μνημείο μπροστά στη δημαρχία) και μου γνέφει να πάω. Όταν έφτασα στην αυλόπορτα βλέπω έξω στους δρόμους ξαπλωμένα σκοτωμένα κορμιά. Λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μας (εκεί που είναι τώρα η αστυνομία) ήταν σκοτωμένος ο Θανάσης Πανουριάς και η Μαρία Νταή. Πιο κει ο Χρήστος Σκούτας.


Δεν γνώρισα άλλους γιατί το μυαλό μου ήταν στο σκυλί και στη μικρή αδερφή μου. Έφτασα στο σκυλί. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη σαν το λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα.


Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ’ το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα. Βλέπω στο χάνι της αυλής μας την πιο μεγάλη αδερφή μου Κωστούλα Καρβούνη που την είχε τραυματίσει στις παλάμες ο Γερμανός, όπως τις είχε βάλει στο πρόσωπό της να μη δει που εκτελούσε την Πανωραία Μάριου.


Οι αδερφές μου Κωστούλα και Γεωργία μου λένε: «Φεύγουμε για τον Άγιο Αθανάσιο. Κάμε τι θα κάμεις και έλα και συ». Ήταν πια σούρουπο. Πήρα κι εγώ να πάω στον Άγιο Αθανάσιο. Φτάνοντας στο διάσελο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος. Άλλοι με άλογα, άλλοι με ρούχα, άλλοι με τρόφιμα να βγουν απ’ το χωριό,ν’ ασφαλιστούν στους λόγγους και στα ρουμάνια. Όλοι έκλαιγαν, μοιρολογούσαν, έσκουζαν, σουρομαδιόντουσαν. Έτρεχα κι εγώ.



Πριν φτάσω εκεί που είναι σήμερα το Κέντρο Υγείας με πιάνει ποδάγρα.

Όλοι μου έλεγαν:«τρέξε παιδί μου Παναγούλα να μας φτάσεις».

Εγώ τους έλεγα «τρέχω»,

αλλά βάδιζα στον τόπο, σημειωτόν. Και τότε ακούω κάποιον να λέει:

«Αυτό το έχει πιάσει ποδάγρα μωρέ, όπως μας πιάνει στο στρατό.

Πιάστε το να ξεκολλήσουν τα πόδια του..».

Μ’ έπιασαν και βρέθηκα με τους άλλους στον Άγιο Αθανάσιο.

Είχαν φανάρι αναμμένο. Ξενυχτήσαμε εκεί. Ύστερα από δυό μέρες ήρθαν

 και πήραν τους τραυματίες. Βρέθηκα κι εγώ με τις τραυματισμένες αδερφές μου

 στη Λιβαδειά στην κλινική του Καλή. Κάποια στιγμή μπαίνω στο αποχωρητήριο 

και βλέπω να σπαρταράει ένα πόδι στο καλαθάκι των σκουπιδιών. Το βάζω στα πόδια.

Μου λένε πως είναι το πόδι της Παναγούλας του Μενιδιάτη, της εννιάχρονης Διστομοπούλας,

που της το θέρισαν οι γερμανοί. Μέσα σε πέντε μέρες εμένα και άλλα συνομήλικα και μικρότερα 

μας πήρε ο Ερυθρός Σταυρός και μας μετέφερε στο Ίδρυμα Αετοφωλιά Α’,

στην Κηφισιά...



Αναδημοσίευση από το Ιστολόγιο ''Βοιωτικός Κόσμος''
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Παναγούλα Σκούτα


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΦΟΥΝΤΟΥΡΗΣ




''Ονομάζομαι Αργύρης Σφουντούρης.

Είμαι το αγόρι στη φωτογραφία.

Στις 10 Ιουνίου 1944 οι Ες Ες δολοφόνησαν ολόκληρη την οικογένειά μου''

Στη σφαγή από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα των 218 Διστομιτών,

ο κ. Σφουντούρης σε ηλικία μόλις 4 ετών έχασε τους γονείς του και άλλα 30 συγγενικά του πρόσωπα.

Μαζί με τις τρεις αδερφές του που επέζησαν βρέθηκε στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο.

Το 1949 στο ορφανοτροφείο εμφανίστηκε μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού 

που διάλεγε ορφανά παιδιά,μεταξύ των οποίων και ο μικρός Αργύρης,

για να σταλούν στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι του Τρόγκεν.



10 Ιουνίου του 1944:Από τη νύχτα εκείνη,το Δίστομο έπρεπε να μάθει να ζει με τον πόνο.

Για το χωριό που βίωσε

 μία από τις πιο φρικαλέες σφαγές στην παγκόσμια ιστορία, θα αργούσε να ξημερώσει.

Τα παιδιά αποκοιμιούνταν ακούγοντας μοιρολόγια, οι μητέρες αντίκριζαν

 καθημερινά τους λεκέδες με το αίμα των παιδιών τους. Οι νύφες παντρεύονταν στα σπίτια τους,

ντυμένες στα μαύρα. Οι Διστομίτες έπρεπε να ζήσουν με την οργή, το μίσος,

 την αδικία να τους πνίγει. Οι εικόνες των σφαγιασθέντων αγαπημένων τους προσώπων

 θα τους στοίχειωναν σε όλη τους της ζωή. Οι επιζώντες γλίτωσαν από το θάνατο,

αλλά έμαθαν να ζουν μαζί του... Χορτασμένοι» από το αίμα αθώων, το απόγευμα της 10ης Ιουνίου,

οι Γερμανοί ναζί αποχώρησαν από το χωριό του Διστόμου. Είχαν προηγηθεί ώρες ανελέητης σφαγής.

Διακόσιοι δέκα οχτώ Διστομίτες, ανάμεσα τους γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, 

έχασαν μαρτυρικά τη ζωή τους. Ανάμεσα στα θύματα και ένα αβάπτιστο αγοράκι, δύο μηνών.


Ο μικρός Αργύρης, 4 ετών, έχασε και τους δύο του γονείς μαζί με 30 συγγενείς του. Γλίτωσε χάρη στο νόημα που του έκανε ένας αξιωματικός των Ες-Ες, με το οποίο τον προέτρεψε να πάει να κρυφτεί μέσα στο σπίτι του. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, τα πέρασε μέσα σε ορφανοτροφεία στην Αθήνα, μαζί με άλλα παιδιά θύματα του πολέμου. Μία μέρα, εμφανίστηκε μία αποστολή του Ερυθρού Σταυρού και διάλεξε κάποια παιδιά για να κάνουν μια καινούρια αρχή σε άλλη χώρα.


Έτσι, ο Αργύρης βρέθηκε στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγκεν, όπου μεγάλωσε μακριά από την πατρίδα του. Σπούδασε μαθηματικά και αστροφυσική και αφιερώθηκε στον αγώνα για την διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.


Με αφορμή την επέτειο μνήμης της σφαγής του Διστόμου, ο 75χρονος σήμερα, Αργύρης Σφουντούρης μας ξενάγησε στο μαρτυρικό του τόπο. Στάθηκε μπροστά από το σπίτι του, από την πέτρινη σκάλα, πάνω στην οποία είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του. Μας έδειξε την πλατεία, που βάφτηκε με το αίμα των συγχωριανών του.


Ανηφόρισε με το μπαστούνι του, στο Μαυσωλείο του Διστόμου. Πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που είναι χαραγμένα τα ονόματα των γονιών του «Νικόλαος Σφουντούρης (ετών 45) και Βασιλική Σφουντούρη (ετών 35)», άφησε ένα λουλούδι.Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε το σχολείο όπου πήγαινε,μόνο και μόνο για να απασχολείται.


Τον έπαιρναν μαζί τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνα διάβαζαν και ο μικρός Αργύρης, ζωγράφιζε και έπαιζε. Όλες οι ωραίες του αναμνήσεις, χάθηκαν μέσα σε μία ημέρα. «Δεν θυμάμαι τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια πριν από τη σφαγή. Όλες μου οι μνήμες εξαλείφθηκαν με τη σφαγή. Ήταν τόσο έντονες οι εικόνες, που λέω σήμερα ότι έγιναν “τατουάζ” στην ψυχή μου.


Χάθηκαν οι χαρούμενες εικόνες. Δεν είμαι σίγουρος, αν θυμάμαι, τα πρόσωπα των γονιών μου από όταν ζούσαν ή από τις λιγοστές φωτογραφίες της γιαγιάς μου! Γιατί μαζί με το σπίτι μας, κάηκαν και όλες οι φωτογραφίες!»... «Εικόνες θυμάμαι. Πολύ βαριές και οδυνηρές εικόνες. Ήταν δέκα η ώρα το πρωί όταν ήρθαν τα γερμανικά φορτηγά. Δέκα, είκοσι, δεν θυμάμαι ακριβώς. Εγώ έπαιζα μαζί με άλλα παιδιά και όταν είδαμε τα γερμανικά φορτηγά, σταματήσαμε το παιχνίδι. Σταμάτησαν τα πάντα.


Τότε έπιασαν τον πρόεδρο της κοινότητας, τον Χαράλαμπο Κίνια και τον παπά του χωριού, τον Σωτήρη Ζήση. Τους ρώτησαν αν έχει αντάρτες το χωριό. Αφού τους απάντησαν, ότι δεν έχει αντάρτες το χωριό, οι Γερμανοί έδωσαν διαταγή να κλειστούμε όλοι στα σπίτια μας. Εμείς είχαμε κλειστεί στο σπίτι μας, πάνω από την πέτρινη σκάλα, που είδατε.


Ήμουν εγώ,ο πατέρας μου, δύο από τις αδερφές μου και μία ξαδέρφη μου. Η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν στην Αθήνα. Από το σπίτι έλειπε η μητέρα μου, γιατί είχε φύγει για Λιβαδειά, μαζί με ένα ζευγάρι γειτόνων. Είχαν πάρει ένα κάρο για να προσπαθήσουν να πουλήσουν ό,τι είχαν και να τ΄ανταλλάξουν με πράγματα που είχαμε ανάγκη.


Μετά τη μάχη που μας περιέγραψαν μεταξύ των ανταρτών και των Ναζί, είδα κάτι να αστράφτει και άκουσα έναν μεγάλο θόρυβο. ΄Ηταν το πολυβόλο που εκτέλεσαν τους 12 ομήρους. Τότε τρομοκρατήθηκα και κατάλαβα ότι κάτι ασυνήθιστο γίνεται. Κάτι φοβερό! Η σφαγή είχε ήδη ξεκινήσει!


Οι Γερμανοί βιάζονταν μάλιστα, γιατί είχαν να επιστρέψουν στη Λιβαδειά, πριν νυχτώσει. Γι΄ αυτό είχαμε και επιζώντες αλλιώς δεν θα άφηναν κανέναν ζωντανό! Καταλάβαμε ότι έφτασαν στο σπίτι μας, όταν ακούσαμε κάτω στο πλακόστρωτο τις αρβύλες τους.


Κατέβηκε ο πατέρας μου κάτω, με την ελπίδα να συζητήσει μαζί τους και να τους αποτρέψει να βάλουν φωτιά στο σπίτι μας. Κανείς δεν πίστευε ότι ήρθαν για να μας σφάξουν. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ήρθαν οι Γερμανοί. Είχαν έρθει στο χωριό μας πολλές φορές. Από μαρτυρίες επιζώντων που έχω ακούσει, οι Ναζί, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν ό,τι ήθελαν.


Μία ξαδέρφη μου είπε μία φορά, ότι ένας Ναζί που κρατούσε το οπλοπολυβόλο πήγε στο σπίτι της και της είπε: “Τι ωραίο τραπεζόμαντηλο!” Και εκείνη το έβγαλε και του το έδωσε! Τι να έλεγε;'' Όχι! Είναι δικό μου!”; Βέβαια την ημέρα της σφαγής, όλοι είχαν καταλάβει ότι δεν είχαν έρθει για πλιάτσικο!


Δεν χρειάζονται είκοσι φορτηγά για να κάνεις πλιάτσικο! Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τον πατέρα μας, ζωντανό! Θυμάμαι ότι άρχισαν να ανεβαίνουν φλόγες και καπνοί και βγήκαμε έξω. Ψάξαμε στην αυλή να βρούμε τον πατέρα μας. Δεν τον βρήκαμε και ανοίξαμε την αυλόπορτα να βγούμε έξω! Δεν ξέραμε που να πάμε! Τα είδα τα φορτηγά.


Μου έχει μείνει η εικόνα ενός Ναζί που πηδούσε επάνω στο φορτηγό! Και ένας από αυτούς, μας έκανε νόημα να γυρίσουμε σπίτι!Να πάμε να κρυφτούμε δηλαδή. Δεν μας άφησε να βγούμε έξω, γιατί κάποιος άλλος θα μας εκτελούσε αμέσως! Έτσι, μπήκαμε ξανά μέσα στο σπίτι, και κρυφτήκαμε μέχρι να φύγουν. Έτσι σωθήκαμε.


Όταν έφυγαν πια και ησύχασε το χωριό, βγήκαμε και είδαμε τον πατέρα μου σκοτωμένο! Και το άλλο πρωί, ειδοποίησαν τη γιαγιά μας. Είχαν φέρει το κάρο με την μάνα μου και τους άλλους δύο, σκοτωμένους! Η μάνα μου έφυγε από τη Λιβαδειά γιατί άκουσε ότι είχαν μαζευτεί πολλοί Γερμανοί στο χωριό. Ήρθε για να μας προστατέψει. Αν έμενε εκεί θα ζούσε!


Πιθανότατα να είχαμε τη μάνα μας! Τα πρώτα χρόνια μετά τη σφαγή. Μικρό παιδάκι εγώ, ήμουν ετοιμοθάνατος. Παραιτήθηκα από τη ζωή. Είπα στον εαυτό μου: “Αφού τα έχασα όλα, έχασα τον κόσμο μου, κάηκε το σπίτι μου, σκοτώθηκαν οι γονείς μου, δεν θέλω να ζήσω”. Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να θέλω να ζήσω!


Ήξερα ότι δεν θα είμαι ποτέ ξανά προστατευμένος και χαρούμενος. Και ήθελα να φύγω και εγώ από τη ζωή! Όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, εννέα μέρες μετά, στις 19 Ιουνίου, πήραν ορισμένα ορφανά παιδιά. Ανάμεσα τους, ήμασταν και εγώ με την αδερφή μου.


Έπειτα όμως, εμένα με έστειλαν πίσω, γιατί είπαν ότι δεν έχουν δυνατότητα περίθαλψης νηπίων. Ήμουν βαριά άρρωστος. Ψυχολογικά ήμουν σε τέτοιο χάλι, που δεν ήθελα να φάω! Με είχαν ξεγράψει. Στο ορφανοτροφείο που πήγα 6 χρονών, στο Ζάννειο, είχα ειδική μεταχείριση. Διακόσια παιδιά από το Ζάννειο, μας στείλανε σε μία πολύ ωραία περιοχή στην Εκάλη, μέσα σε ένα πευκοδάσος.


Κάποια παιδιά έτρωγαν ό,τι μαγείρευαν εκεί, άλλα ακολουθούσαν μία ειδική διατροφή και πέντε δέκα παιδιά, είχαμε το ελεύθερο να μπαίνουμε μέσα στην κουζίνα και να τρώμε, όταν το επιθυμούσαμε!Τα μάτια των μαγείρων αστράφτανε, όταν μας έβλεπαν. Έλεγαν: “Να φάνε τα παιδιά να μην πεθάνουν”.


Για να μας κρατήσουν στη ζωή!Μας είχαν ξεγραμμένους!». Στις 10 Ιουνίου του 1944, ο Fritz Lautenbach, λοχαγός των Eς-Ες του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει το λόχο του από τη Λειβαδιά προς το Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην δυτική πλευρά του Ελικώνα. Τα δύο πρώτα αυτοκίνητα που προπορεύονταν της φάλαγγας, ήταν ελληνικά επιταγμένα, γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες που είχαν ντυθεί χωριάτες μαυραγορίτες.


Ήταν το «δόλωμα» των Γερμανών που θα προσέλκυε τους αντάρτες. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο των Ες-Ες, οι αντάρτες βλέποντας τους μαυραγορίτες, θα τους έκαναν επίθεση για να τους αρπάξουν τα τρόφιμα.


Έτσι, θα έπεφταν στην «παγίδα» των Ναζί και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των ενισχύσεων που θα ακολουθούσαν, θα τους εξόντωναν. Ταυτόχρονα, ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο.


Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά 

που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν.

Τους υπόλοιπους τους κράτησαν ομήρους.

Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο εκφοβίζοντας τον άμαχο πληθυσμό.

Διέταξαν να κλειστεί ο κόσμος στα σπίτια του γιατί όποιοι θα κυκλοφορούσαν έξω,

θα θεωρούνταν αντάρτες και θα εκτελούνταν. Οι Γερμανοί ηττήθηκαν και έτσι ξέσπασαν στους Διστομίτες.

Ντροπιασμένος ο λοχαγός Lautenbach από την "ήττα", αναλαμβάνει την επιχείρηση αντιποίνων

 και εκτελεί τη διαταγή της σφαγής. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν,

βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν νύχτωσε

 και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού.

Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους,

καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228,

εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων.






Αναδημοσίευση από την εφημερίδα
 ''Πρώτο Θέμα'' της 10/6/2015
Τίτλος ,επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Print Friendly and PDF