ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920, ΩΣ ΟΡΟΣΗΜΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ




Επικαλοῦμαι τὶς προσευχές σας καὶ τὴν προσοχή σας,

ὥστε διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἰδιαιτέρου προστάτου τῆς ἀποψινῆς μας «Συνάξεως»,

τοῦ ῾Οσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου,

νὰ οἰκοδομηθοῦμε ἐν Χριστῷ.

Εν πρώτοις λοιπὸν θὰ ἀναφερθῶ στὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Συνεχώς ἀντιμετωπίζουμε τὸ ἑξῆς καίριο ἐρώτημα: 

ἆρά γε δικαιολογεῖται ἡ αὐστηρὰ στάσις μας

-ἡ στάσις αὐτῶν ποὺ ἀνήκουν στὸ Πάτριο ῾Ημερολόγιο-

ἔναντι τῆς φιλενωτικῆς προσπαθείας,

ἡ ὁποία καλλιεργεῖται στὰ πλαίσια τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως;

Τὴν ἀπάντησι θὰ δώσουν ἀβίαστα καὶ πάλι οἱ πηγές· ἄς τὶς προσεγγίσουμε.

Ως γνωστόν, οἱ ἀντιοικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου ἀναφέρονται σταθερὰ 

στὴν «Συνοδικὴ ᾿Εγκύκλιο τοῦ 1920» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως,

ἡ ὁποία ἀναμφισβητήτως «ἀποτελεῖ ὁριακὴ ἔκφραση τοῦ ᾿Ορθοδόξου Οἰκουμενισμοῦ, 

ἀλλὰ καὶ ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως».


Η «᾿Εγκύκλιος» αὐτὴ εἶναι ἀντορθόδοξος κυρίως γιὰ δύο λόγους: Πρῶτον·βασίζεται στὴν λεγομένη Βαπτισματικὴ Θεολογία, βάσει τῆς ὁποίας ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ᾿Ορθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, ἀποτελοῦν δῆθεν τὴν ᾿Εκκλησία μέσῳ μιᾶς «ἐσωτερικῆς μυστικῆς ἑνότητος».


«Πάντες οἱ Χριστιανοί», λέγουν οἱ Οἰκουμενισταί,«εἴμεθα μυστηριακῶς καὶ ἀπορρήτως ἡνωμένοι μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μετ᾿ ἀλλήλων διὰ τῆς μυστηριακῆς χάριτος τοῦ ἁγίου βαπτίσματος». Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη-Επίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα,σελ. 57, ἐκδόσεις «Τέρτιος»,Κατερίνη 1988. 13. Ιωάννου Ν. Καρμίρη,Ορθόδοξος ᾿Εκκλησιολογία [Δογματικῆς Τμῆμα Ε´], σελ. 242 καὶ 243,᾿Αθῆναι 1973.


Δεύτερον· ἡ «᾿Εγκύκλιος» προτείνει τὸν Δογματικὸ Συγκρητισμό, βάσει τοῦ ὁποίου ᾿Ορθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, ἐμμένοντες στὶς οἰκεῖες δογματικὲς θέσεις τους, δύνανται νὰ συσκέπτωνται, συνεργάζωνται, συμπροσεύχωνται καὶ συλλειτουργοῦνται.


Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ πολυεπιπέδου συγχρωτισμοῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς ἁρμονικῆς καὶ ἀδιαταράκτου συνυπάρξεως ᾿Ορθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, ἀληθείας καὶ πλάνης, φωτὸς καὶ σκότους ·τοῦτο ὅμως εἶναι σαφές, ὅτι κατ᾿ οὐσίαν σημαίνει κατάργησι τοῦ κηρύγματος τῆς μετανοίας.


Τὸ ἔδαφος λοιπὸν ποὺ στηρίζεται ἡ «Συνοδικὴ ᾿Εγκύκλιος τοῦ 1920» εἶναι μὲ δύο λέξεις ἡ αἱρετικὴ ἄποψις,ὅτι ᾿Ορθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἐργάζονται δῆθεν «ἐν τῷ ἰδίῳ ἀγρῷ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ ἀμπελῶνι τοῦ Κυρίου»... Ένα πολύ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα θὰ μᾶς βοηθήση νὰ κατανοήσουμε στὴν πρᾶξι τὴν θεολογικὴ αὐτὴ ἄποψι,ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ 1971 ἐπισκέφθηκε τὴν ῾Ημιαυτόνομο Τοπικὴ ᾿Εκκλησία τῆς Κρήτης, ὁ παπικὸς Καρδινάλιος ᾿Ιωάννης Βίλλεμπρανς (20-23 Μαΐου).


Ο Καρδινάλιος ἔγινε δεκτὸς μὲ τιμὲς καὶ ἐκδηλώσεις, ποὺ εἶχαν θέσι μόνον σὲ ᾿Ορθόδοξο ᾿Αρχιερέα,ἐφ᾿ ὅσον ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Βατικανοῦ εὐλόγησε τὸ πυκνὸ ἐκκλησίασμα τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ ῾Ηρακλείου· ἔλαβε μέρος μὲ ἄμφια στὸν ῾Εσπερινὸ ποὺ ἐτελέσθη στὸν ῞Αγιο Τίτο, συμπροσευχόμενος ἐκ τοῦ παραθρονίου, χοροστατοῦντος δὲ τοῦ τότε ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Εὐγενίου·


Παρετηρήθη ἐνδεικτικῶς, ὅτι «τὸ πλέον χαρακτηριστικὸν σημεῖον καὶ τὸ σπουδαιότερον γεγονὸς τῆς ἐπισκέψεως (τοῦ κ. Βίλλεμπρανς στὴν Κρήτη, 20-23.5.1971) ὑπῆρξεν ἡ συμμετοχὴ τοῦ καρδιναλίου εἰς πανηγυρικὰς θείας Λειτουργίας,εἰς ῾Εσπερινοὺς καὶ εἰς ἀπὸ κοινοῦ δεήσεις ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Ο καρδινάλιος δὲν παρέστη μόνον κατὰ τὰς ἱεροτελεστίας ἀπὸ τοῦ παραθρονίου,ἀλλὰ συμπροσευχήθη μετὰ τῶν μητροπολιτῶν καὶ τοῦ κλήρου καὶ ἀντήλλαξεν ἐν τοῖς ναοῖς ἀδελφικὸν ἀσπασμὸν ὑπὸ τὴν καταφανῆ ἱκανοποίησιν καὶ συγκίνησιν ἁπάντων».


Συνευλόγησε μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο τὸν λαό· -εὐλόγησε τὴν τράπεζα στὸ λίαν ἐπίσημο δεῖπνο· -ἐπισκέφθηκε τὶς Μητροπόλεις τῆς νήσου, ὅπου τὸν ὑπεδέχοντο ἐνθουσιωδῶς ὁ οἰκεῖος ἱεράρχης, ὁ κλῆρος, οἱ μοναχοὶ καὶ ὁ λαὸς μὲ κωδωνοκρουσίες, ψαλλομένου τοῦ «εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα»·-παρέστη πάλι συμπροσευχόμενος ἐκ τοῦ παραθρονίου τὴν Κυριακὴ (23 Μαΐου) στὴν Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἐτελέσθη ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης στὸν ῞Αγιο Μηνᾶ, ὅπου ἔγιναν προσφωνήσεις οἰκουμενιστικοῦ περιεχομένου, ἀνταλλαγαὶ δώρων


«πὸ τὰς ἐπευφημίας τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος», τῶν χορῶν ψαλλόντων τὸν πολυχρονισμὸ τοῦ πατριάρχου ᾿Αθηναγόρου καὶ τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ´, «μετὰ δὲ τὴν θείαν Λειτουργίαν ᾿Αρχιεπίσκοπος καὶ καρδινάλιος ηὐλόγησαν κλῆρον καὶ λαὸν ὑπὸ τὴν καταφανῆ συγκίνησιν πάντων». Μέσω ἀναριθμήτων παρομοίων δογματικῶν καὶ κανονικῶν πραξικοπημάτων, οἱ Οἰκουμενισταὶ ἀπὸ τοῦ 1920 μεταθέτουν καὶ καταργοῦν σταδιακὰ ἕνα πρὸς ἕνα τὰ «αἰώνια ὅρια» τῆς Πατερικῆς ᾿Ορθοδόξου Παραδόσεως.


Θὰ ὑπενθυμίσω ἐνδεικτικῶς μερικὰ συγκεκριμένα καὶ σταθερὰ «βήματα» τῶν Οἰκουμενιστῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν λοιπῶν Φαναριωτῶν ἐπισκόπων,ἰδιαιτέρως ἔναντι τοῦ αἱρετικοῦ Παπισμοῦ, πάντοτε βεβαίως στὰ πλαίσια «τῆς συγχρόνου οἰκουμενιστικῆς δραστηριότητος τῶν τοπικῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν». α). Αἴρουν τὰ ἀναθέματα τοῦ 1054 κατὰ τοῦ Παπισμοῦ 7.12.1965)17.


β). Διακηρύσσουν,ὅτι δὲν ὑπάρχουν οὐσιαστικαὶ διαφοραὶ μεταξὺ ᾿Ορθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ. Ο πατριάρχης ᾿Αθηναγόρας († 1972), ἐνδεικτικῶς,ἔλεγε: «Κατὰ τὰ 900 χρόνια ποὺ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ 1054 φθάσαμε οἱ δύο κόσμοι ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως νὰ νομίζουμε, ὅτι ἀνήκουμε σὲ διαφορετικὲς ᾿Εκκλησίες καὶ σὲ διαφορετικὲς Θρησκεῖες. Καὶ ἑπομένως γίνεται πρόδηλος ὁ σκοπὸς τῶν Διαλόγων. Νὰ προπαρασκευάσουν ψυχολογικῶς τοὺς Λαούς μας ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ᾿Εκκλησία καὶ μιὰ Θρησκεία...».γ). Θεωροῦν τὸν Πάπα ὡς «Πρῶτον ᾿Επίσκοπον τῆς Χριστιανωσύνης».


Ο πατριάρχης Δημήτριος (†1991),ἐνδεικτικῶς, ἐδήλωνε στὸ ὑπὸ ἡμερομηνίαν 3.12.1977 «μήνυμά» του πρὸς τὸν Πάπα Παῦλο ΣΤ´,ἐπὶ τῇ δωδεκάτῃ ἐπετείῳ τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων: «᾿Εν τῇ εὐχῇ ταύτῃ πέμπομεν τῇ ῾Υμετέρᾳ ῾Αγιότητι ὡς ἐλαχίστην ἐκδήλωσιν ἀγάπης,ἀδελφικῆς τιμῆς καὶ ἀναγνωρίσεως ἡμῶν πρὸς τὸ σεπτὸν πρόσωπον Αὐτῆς, ὡς τοῦ πρώτου τῆς ἀνὰ τὸν κόσμον Χριστιανωσύνης ᾿Επισκόπου, κανδήλαν, ἐν τῷ ᾿Ιδιαιτέρῳ ἡμῶν Πατριαρχικῷ Παρεκκλησίῳ διατηρουμένην, ἵνα τοποθετηθῇ εἰς τὸ ᾿Ιδιαίτερον ῾Υμῶν Παρεκκλήσιον, εἰς ἔνδειξιν ὅτι “φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι”».


δ).Αλληλογραφοῦν μὲ τὸν Πάπα,ὡσὰν νὰ εἶναι «κοινωνικὸς» ἐπίσκοπος,μὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ τάξι. Ο πατριάρχης ᾿Αθηναγόρας, ἐνδεικτικῶς, ἔγραφε πρὸς τὸν Πάπα Παῦλο ΣΤ´ τὴν 22.11.1963: «Παύλῳ τῷ Μακαριωτάτῳ καὶ ῾Αγιωτάτῳ Πάπᾳ τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης,χαίρειν ἐν Κυρίῳ... Συγχαρητηρίους προσρήσεις καὶ εὐχὰς ὁλοκαρδίους τῇ ῾Υμετέρᾳ ῾Αγιωσύνῃ ἐπὶ τῇ εἰς τὸν παλαίφατον τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Θρόνον,


θείᾳ εὐδοκίᾳ καὶ χάριτι, ἐκλογῇ καὶ καταστάσει Αὐτῆς ἀδελφικῇ διαθέσει ἐν καιρῷ διαπέμψαντες, ...εὐχόμεθα καὶ αὖθις τῇ ῾Υμετέρᾳ ῾Αγιωσύνῃ ὑγιαίνειν ἀεὶ καὶ εὐκλεῶς προκάθεσθαι τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης ῾Αγιωτάτης ᾿Εκκλησίας ἐπὶ ἔτη ὅτι μήκιστα...


Τῆς ῾Υμετέρας γερασμίας καὶ περισπουδάστου ἡμῖν ῾Αγιότητος ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ ἀδελφός, Ο Κωνσταντινουπόλεως ᾿Αθηναγόρας». Επίσης, ὁ πατριάρχης Δημήτριος πρὸς τὸν Πάπα Παῦλο ΣΤ´ ἔγραφε τὴν 7.12.1975: «Παύλῳ τῷ Μακαριωτάτῳ καὶ ῾Αγιωτάτῳ Πάπᾳ. Ο πατριάρχης μετὰ τὴν συνάντησι ἐδήλωσε: «Τὸ γεγονὸς εἶναι μέγα καὶ ἱστορικόν.


χω ἤρεμον τὴν συνείδησίν μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ορθοδοξία σημαίνει ἐλευθερίαν καὶ οἱ ἐλεύθεροι προχωροῦν... Τὰ δόγματα εἶναι ἡ δύναμις τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ πλοῦτος της, διὰ τοῦτο τὸν κρατοῦμεν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον. Τοῦτο ὅμως οὐδόλως μᾶς ἐμποδίζει νὰ κόψωμεν ἕνα κοινὸν νόμισμα μετὰ τῶν ἄλλων ᾿Εκκλησιῶν:


''τὸ νόμισμα τῆς ἀγάπης''»...«῞Ολοι οἱ Πᾶπαι εἶναι καλοί, ἀλλ᾿ ὁ ᾿Ιωάννης ΚΓ ἤνοιξε τὴν θύραν,ὁ δὲ Παῦλος ΣΤ´, ὅστις τὴν διεσκέλισεν, εἶναι μέγας Πάπας». Τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, χαίρειν ἐν Κυρίῳ... ᾿Εν τοιούτοις ἀδελφικοῖς αἰσθήμασι καὶ οἰκοδομητικαῖς ἐξαγγελίαις κοινωνοῦντες τῇ ῾Υμετέρᾳ ῾Αγιότητι, πρώτῳ τῇ τάξει καὶ τῇ τιμῇ ἐν τῷ καθόλου Σώματι τοῦ Κυρίου, κατασπαζόμεθα Αὐτὴν ἐν φιλήματι ῾Αγίῳ καὶ διατελοῦμεν μετ᾿ ἀγάπης ἀδελφικῆς καὶ ἐξιδιασμένης τιμῆς.


Τῆς ῾Υμετέρας γερασμιωτάτης ῾Αγιότητος ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ ἀδελφός, ῾Ο Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριος».


Τέλος, ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἔγραφε πρὸς τὸν Πάπα ᾿Ιωάννη-Παῦλο Β´ τὴν 21.6.1993:«Τῷ ῾Αγιωτάτῳ καὶ Μακαριωτάτῳ Πάπᾳ τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης ᾿Ιωάννῃ Παύλῳ Β´, ἐν Κυρίῳ χαίρειν.Καὶ κατὰ τὸ τρέχον ἔτος ''ἐπιθυμίαν ἐπι- θυμήσαμεν” (Λουκ. 22, 15),ἵνα συνεορτάσωμεν μετὰ τῆς ῾Υμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου ῾Αγιότητος τὴν Θρονικὴν ῾Εορτὴν τῆς κατ᾿ Αὐτὴν ᾿Εκκλησίας Ρώμης,...


Εν τῇ ἐλπίδι ὅτι καὶ τῇ εὐχῇ ὅπως καὶ ἡ νέα αὕτη ἑόρτιος συνάντησις τῶν ᾿Εκκλησιῶν ἡμῶν εὐλογηθῇ δαψιλῶς ὑπὸ τοῦ Κυρίου, συγχαίρομεν ῾Υμῖν ἐπὶ τῇ εὐσήμῳ ἡμέρᾳ καὶ διατελοῦμεν μετ᾿ ἀναλλοιώτων ἀδελφικῶν ἐν Αὐτῷ αἰσθημάτων. Τῆς ῾Υμετέρας γερασμίας ῾Αγιότητος ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ ἀδελφός,῾Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος». ε). Επισκέπτονται τὴν αἱρετικὴ Ρώμη, ὡσὰν νὰ ἐπισκέπτοντο ἕνα ᾿Ορθόδοξο Πατριαρχεῖο.


στ). Συμπροσεύχονται μὲ τὸν Πάπα καὶ ἀνταλλάσουν λειτουργικὸ ἀσπασμό. Στὴν Θρονικὴ ῾Εορτὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (30.11.1979), ἐνδεικτικῶς, «εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν... προσῆλθεν ἡ Α.Α. ὁ Πάπας... καὶ παρέστη μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς συνοδείας του... Ο Πάπας ὡδηγήθη εἰς τὸν ἔναντι τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου εἰδικῶς εὐτρεπισθέντα Θρόνον, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐν εὐλαβείᾳ παρηκολούθησε τὴν θείαν Λειτουργίαν.



Κατὰ τὸ

 ''Αγαπήσωμεν ἀλλήλους'' 

ὁ Πάπας κατῆλθε τοῦ Θρόνου καὶ ὁ Πατριάρχης ἐξῆλθε τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος καὶ ἀντήλλαξαν τὸν ἀσπασμὸν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης 

ὑπὸ τὰ χειροκροτήματα ὅλου τοῦ ἐκκλησιάσματος.

Ο Πάπας ἀπήγγειλε τὴν Κυριακὴν Προσευχὴν λατινιστί».

ζ). Συνευλογοῦν μὲ τὸν Πάπα καὶ τοὺς ἐκπροσώπους του τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησίασμα.

Στὴν Θρονικὴ ῾Εορτὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (30.11.1979), μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς Θείας Λειτουργίας,

ὅπου παρέστη συμπροσευχόμενος ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης-Παῦλος Β´,

ἀντηλλάγησαν προσφωνήσεις καὶ δῶρα καὶ «ἐν συνεχείᾳ ἐψάλησαν τὰ πολυχρόνια τῶν δύο Προκαθημένων,

οἱ ὁποῖοι ἀντήλλαξαν ἀσπασμὸν καὶ ηὐλόγησαν τὰ πλήθη»,

κατόπιν δὲ «ἀνῆλθον διὰ τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος,

ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς ὁποίας ηὐλόγησαν τὰ πλήθη χειροκροτοῦντα καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν Πατριαρχικὸν Οἶκον».




Απόσπασμα κειμένου από το βιβλίο του αειμνήστου πνευματικού πατρός μας,
Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α', με τίτλο:
''Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ''
έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής, 1998.
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.



Αείμνηστος Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός Α'

Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΕ ΦΡΑΚΟ


 


Ὁ μοναχὸς ἄναψε μερικὰ κεριὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ ὡραία πύλη.

Πιάσαμε θέσεις στὸ χορό.

Τὰ κεριὰ φώτιζαν πένθιμα τὶς τρυπημένες ἀπ᾿ τὶς ξιφολόγχες παλιὲς εἰκόνες.

Ὁ ὄρθρος ἄρχισε.

Ὁλάκερη ἡ ρωσικὴ γῆ σκίρτησε στὸ ἄκουσμα τοῦ ἀρχαίου κανόνα τῆς Μεγάλης 

Ἑβδομάδος:

«Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν θείῳ αὐτοῦ προστάγματι 

ἀναξηράναντι...».

Ἦταν σούρουπο.

Ὁ γερο-Σωφρόνιος κι ὁ ἐγγονός του, ὁ ὀκτάχρονος Πετράκης, προχωροῦσαν μέσα στὸ δάσος.

Ὁ παπποὺς εἶναι τυλιγμένος μὲ τὴ ζεστὴ κάπα του.

Τὸν ἔχουν πάρει πιὰ τὰ χρόνια. Καμπούριασε.

Τὰ γένια του γίνανε κάτασπρα—τοῦ τ᾿ ἀνακατώνει τώρα ὁ ἀνοιξιάτικος ἄνεμος.

Ὁ Πέτρος βαδίζει πίσω ἀπ᾿ τὸν παπποῦ.

Φοράει κι αὐτὸς κάπα.

Τὸ κεφαλάκι του εἶναι καλυμμένο μὲ τὸ γούνινο σκοῦφο τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ 

πέφτει πολὺ μεγάλος καὶ τοῦ κρύβει σχεδὸν τὰ μάτια.


Στὸ χέρι τοῦ κρατάει ἕνα κλαδὶ ἰτιᾶς, ποὺ εὐωδιάζει. Τὸ δάσος βουίζει παράξενα. Ὁ μικρὸς σταματάει κι ἀφουγκράζεται: —Παππού!... Ἀκοῦς;...Χτυπᾶνε καμπάνες!... —Ἔτσι κάνει τὸ δάσος, παιδί μου, τώρα τὴν ἄνοιξη,μὲ τὸν ἀέρα. Χτυπάει ἡ καμπάνα τοῦ Κυρίου... —Στὴν ἐκκλησία πᾶμε, παππού; —Στὴν ἐκκλησία, ἀγάπη μου, στὸν πασχαλινὸ ὄρθρο! —Μὰ ἀφοῦ κάηκε, παππού! Δὲν τὴν κάψανε τὸ καλοκαῖρι; Μόνο τοῦβλα καὶ καμένα ξύλα ἀπομείνανε... —Αὐτὸ δὲν ἔχει σημασία! ἀποκρίθηκε σοβαρὰ-σοβαρὰ ὁ Σωφρόνιος. 


λλο καὶ τοῦτο!... μονολογεῖ ἀπορημένος ὁ μικρός. Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, κι ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία! Μήπως ἔπαθε τίποτα ὁ παππούς; Τσάμπα χαλᾶμε τὰ παπούτσια μας... Ἡ μαυρισμένη καὶ ἐρειπωμένη ἐκκλησία φάνηκε ἀνάμεσα σὲ καμένες σημύδες. Παπποὺς κι ἐγγονὸς σταυροκοπήθηκαν. —Νὰ λοιπόν, ἤρθαμε... μουρμούρισε ὁ Σωφρόνιος καὶ ξέσπασε σὲ λυγμούς. Γιὰ πολλὴ ὥρα στεκόταν μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι καὶ κρεμασμένα τὰ χέρια. Εἶχε πέσει πιὰ ἡ νύχτα —ἡ κρύα ἀλλὰ ἥσυχη πασχαλιάτικη νύχτα. Ὁ Σωφρόνιος ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σακοῦλι του ἕνα χοντρὸ κερί, τὸ ἄναψε, τὸ στερέωσε πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ἐκεῖ, στὰ χαλάσματα... καὶ προσευχήθηκε γιὰ λίγο νοερά.

Μετὰ ἔψαλε μὲ τὴ σπασμένη τοῦ φωνή: —Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν... Ἀντάλλαξε μὲ τὸν ἐγγονό του τὸν ἀναστάσιμο ἀσπασμό. Ἀναστέναξε καὶ κάθισε σ᾿ ἕνα καμένο κούτσουρο. —Ναί... Ἑξήντα χρόνια ἐρχόμουν ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία... μαζὶ μὲ τὸν πατέρα μου, ὅσο ζοῦσε, καὶ μετὰ μόνος... Νά, ἐδῶ ὑπῆρχε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου... Στὸ ἕνα του χέρι ὁ ἅγιος Ἱεράρχης κρατοῦσε μία ἐκκλησούλα, καὶ στὸ ἄλλο ἕνα ξίφος... θαυματουργός! Ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητοῦσες, θὰ σοῦ τὸ ἔκανε!... Καλὸς ὁ Ἱεράρχης μας, γρήγορος στὴ βοήθεια, ταχὺς στὶς πρεσβεῖες!... Τώρα... τί νὰ πεῖ κανείς... 


δῶ, ἀγάπη μου, ἦταν ἡ ἁγία Τράπεζα... Ἔλα, γονάτισε καὶ προσκύνησε, καλό μου παιδί... Ἔτσι λοιπόν... Ἄχ, Πετράκη, Πετράκη μου!... Ἄρχισε πάλι νὰ κλαίει ὁ Σωφρόνιος. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔμεινε ἐκεῖ καθισμένος καὶ ἀμίλητος ὡς ἀργὰ—τόσο, ποὺ ὁ Πετράκης νύσταξε καὶ θέλησε νὰ κοιμηθεῖ. Κάθισε δίπλα στὸν παππού, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι στὰ γεροντικά του γόνατα κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ὁ παπποὺς τράβηξε τὴν κάπα του καὶ τὸν σκέπασε... «Ὁ Χριστὸς μὲ φράκο». Φαίνεται πὼς εἶχαν σχεδιάσει ἀπὸ καιρὸ νὰ κάνουν ἀντιπερισπασμὸ στὴ νυχτερινὴ ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁλόκληρη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν ἀναρτημένα πλακὰτ σ᾿ ὅλα τὰ κεντρικὰ καὶ πολυσύχναστα σημεῖα τῆς πόλης: Ὄρθρος τῆς Κομσομόλ!

κριβῶς στὶς 12 τὰ μεσάνυχτα! Ἐλατὲ νὰ δεῖτε τὴ νέα κωμῳδία τοῦ Ἀντώνη Ἰζιούμωφ, ''Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ''. Στὸν κεντρικὸ ρόλο, ο ἠθοποιὸς τοῦ θεάτρου Μόσχας Ἀλέξανδρος Ροστόβτσεφ. Χείμαρρος εὐφυολογίας! Τρελλὸ γέλιο!Τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ δημοτικὴ μπάντα πέρασε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλης, καλώντας τὸ λαὸ στὴν παράσταση. Μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ὀργανοπαῖχτες πήγαινε ἕνας σωματώδης νεαρός με ἱερατικὴ ἀμφίεση καὶ καλυμμαύχι. Κρατοῦσε ἕνα πλακὰτ σὰν λάβαρο, ὁποὺ ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Χριστὸς μὲ φράκο καὶ ψηλὸ καπέλο! Στὰ πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι μὲ ἀναμμένες δᾴδες. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε σηκωθεῖ στὸ πόδι. Πλῆθος ἄρχισε νὰ καταφθάνει στὸ θέατρο. 


Πάνω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδό του ἔγραφε μὲ κόκκινα φωτεινὰ γράμματα: Στὴ μεγάλη αἴθουσα τὰ μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνικὴ ὁμιλία ἀπὸ τὸ σταθμὸ τῆς Μόσχας μὲ θέμα: «Ὁ αἰσχρὸς ρόλος τοῦ χριστιανισμοῦ στὴν Ἱστορία τῶν λαῶν». Ὅταν σταμάτησαν τὰ μεγάφωνα, ἡ χορωδία τῶν κομσομόλων, μὲ συνοδεία ἀκορντεόν, ἄρχισε νὰ τραγουδάει: Μὲ τὴν προσευχὴ δὲ βλέπω προκοπή. Σβησμένο εἶναι τὸ χέρι μου. Δὲ θέλω, ὄχι, τὸν προφήτη Ἠλία!Δῶστε μου τὸ φῶς τοῦ Ἠλία!... Ὑπονοοῦν τὸν Λένιν, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας λεγόταν Ἠλίας. Τὸ πλῆθος ξέσπασε σὲ ἀλαλαγμούς, βρισιὲς καὶ χαχανητά. Ἔβαλαν τὰ χέρια στοὺς γοφούς, ἔτριξαν τὰ δόντια, βρυχήθηκαν: —Κι ἄλλο, παιδιά! Πιὸ ἄγρια! Βαρᾶτε!......

Τρεῖς γριὲς ψωμολυσσιάρες. Δυο σαρακιασμένοι γέροι. Ἄδειο, ἄδειο τὸ ἐκκλησάκι. Δὲν μαζεύει πιὰ πεντάρα!... —Πιὸ δυνατά! Δῶστε του! Πιὸ ζωντανά!... Ἄχ, αὐγουλάκι μου δὲν ἔχεις τσουγκριστεῖ. Μὲ πόσες θεϊκὲς κουταμάρες ἔχουμε ποτιστεῖ!... —Πιό δυ-να-τά! Καὶ πιὸ σκληρά! Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησούλα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ θέατρο, βγῆκαν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ξεχωρίζουν —μονάχα οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν, ποὺ τρεμόπαιζαν καὶ προχωροῦσαν ἀργὰ-ἀργά. «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς...» 


Σὰν εἶδαν τὴ λιτανεία οἱ κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στὰ γιουχαΐσματα καὶ τὰ σφυρίγματα. Τό ᾿στησαν πάλι στὸ τραγούδι: Ἔ,σύ, μηλαράκι μου, κυλίσου. Ὁ δρόμος εἶναι γλιστερὸς. Παράσυρε ὅλους τοὺς ἁγίους Πάσχα τῶν κομσομόλων. Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν ἦταν τώρα ἀκίνητες μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου. Ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἡ ἀπόκριση στὸ τραγούδι τῶν κομσομόλων: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»! Ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ θεάτρου ἦταν γεμάτη κόσμο. Ἡ παράσταση ἄρχισε... Πράξη πρώτη: Πάνω στὴ σκηνὴ εἶχαν ἀναπαραστήσει τὸ ἱερὸ ἑνὸς ναοῦ. Στὴν ὑποτιθέμενη ἁγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια μὲ κρασὶ καὶ μεζέδες.

λόγυρα, σὲ ψηλὰ καθίσματα—αὐτὰ ποὺ ἔχουν στὰ μπὰρ—ἦταν καθισμένοι οἱ ἠθοποιοί, ντυμένοι μὲ ἱερατικὰ ἄμφια. Τσούγκριζαν καὶ ἔπιναν μὲ ἅγια ποτήρια. Κάποιος ἄλλος, μὲ διακονικὸ στιχάρι, ἔπαιζε φυσαρμόνικα. Στὸ πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικὲς τάχα καλόγριες κι ἔπαιζαν χαρτιά. Οἱ θεατὲς ἔσκαγαν στὰ γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν αἴθουσα, βρυχιόταν σὰν θηρίο, γελώντας ἄγρια καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι, μὰ ἔχοντας τὸ βλέμμα πάντα καρφωμένο στὴ σκηνή,οἱ παράξενοι μορφασμοὶ τοῦ χλωμοῦ προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο... Στὸ διάλειμμα οἱ ὑπεύθυνοι τῆς παραστάσεως ἔλεγαν: —Ὅσα εἴδατε εἶναι μόνο τὰ λουλούδια, καρποὶ θά ᾿ρθουν σὲ λίγο. Περιμένετε... Στὴ δεύτερη πράξη θὰ βγεῖ ὁ Ροστόβτσεφ, καὶ τότε πραγματικὰ θὰ τρελαθεῖτε!...


Πράξη δεύτερη: Ὁ διάσημος ἠθοποιὸς παρουσιάστηκε στὴ σκηνὴ κάτω ἀπὸ θύελλα ζητωκραυγῶν καὶ χειροκροτημάτων. Φοροῦσε μακρύ, λευκὸ χιτῶνα καὶ στὰ χέρια του κρατοῦσε χρυσὸ Εὐαγγέλιο. Παρίστανε τὸ Χριστό. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔργο,ἔπρεπε νὰ διαβάσει δυὸ στίχους —μόνο δυὸ στίχους— ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς. Πλησίασε ἀργά, μὲ ἱεροπρέπεια, σ᾿ ἕνα ἀναλόγιο καὶ ἀκούμπησε τὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴ βαθιά, κυματιστὴ φωνή του ἀναφώνησε: -Πρόσχωμεν! Στὴν αἴθουσα ξαφνικὰ βασίλεψε ἀπόλυτη σιωπή.

Ροστόβστεφ ἄνοιξε τὸ ἱερὸ βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει: —Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν... Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται... Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταματήσει. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ ἀπάγγελλε ἕναν φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, ποὺ θὰ τελείωνε μὲ τὴ φράση: «Φέρτε μου τὸ φράκο καὶ τὸ καπέλλο!» Δὲν ἔγινε ὅμως αὐτό! Ὁ ἠθοποιὸς ἀπροσδόκητα σωπαίνει. Καὶ ἡ σιωπή του κρατάει τόσο πολύ,ποὺ ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀρχίζουν ν᾿ ἀνησυχοῦν. Τοῦ ὑπαγορεύουν τὰ λόγια ποὺ ἔπρεπε νὰ πεῖ, τοῦ κάνουν ἀπεγνωσμένα νοήματα... αὐτὸς ὅμως στέκεται σὰν μαρμαρωμένος. 


Δὲν ἀκούει, δὲν βλέπει, δὲν καταλαβαίνει τίποτα. Τέλος, σὲ μιὰ στιγμή, συνταράζεται ὁλόκληρος. Μὲ τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει τὸ ἀνοιχτὸ Εὐαγγέλιο. Τὰ χέρια του τραβᾶνε σπασμωδικὰ τὸ χιτῶνα. Τὸ πρόσωπό του ἀλλοιώνεται. Στυλώνει τὰ μάτια στὸ βιβλίο καὶ ἀρχίζει πρῶτα νὰ ψιθυρίζει κι ἔπειτα νὰ διαβάζει ὅλο καὶ πιὸ δυνατά: —Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται...


Εἶναι ἀπίστευτο: Στὸ θέατρο, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὸ δονοῦσαν οἱ βλαστήμιες καὶ οἱ ἐμπαιγμοί, ἐπικρατεῖ τώρα νεκρικὴ σιγή. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ σιγὴ κυκλοφοροῦν, σὰν τὶς πασχαλινὲς λαμπάδες ὁλόγυρα στὴν ἐκκλησία, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: —Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου... ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν... προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς... Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργὰ καὶ καθαρὰ ὁλόκληρο τὸ πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, καὶ κανένας δὲν κουνήθηκε, κανένας δὲν διαμαρτυρήθηκε.



Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστὰ 

στὰ μάτια τους

—ὅπως, ἄλλωστε, καὶ στοῦ ἴδιου τὰ μάτια—

τὴ γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου;

...Στὰ παρασκήνια ἀκούγονταν δυνατοὶ ψιθυρισμοὶ καὶ νευρικοὶ βηματισμοί.

Δὲν εἶναι δυνατόν!

Θ᾿ἀστειεύεται ὁ Ροστόβτσεφ!

Κάποιο κόλπο σκαρώνει!

Νά,τώρα,ὅπου νά ᾿ναι,μ᾿ ἕνα χτύπημα στὰ γόνατα,μὲ δυό του λέξεις,θὰ ξεσηκώσει τὸ κοινό!

θὰ τοὺς κάνει νὰ χτυπιοῦνται!...

Μὰ στὴ σκηνὴ ἔγινε κάτι ἀκόμα πιὸ ἀπροσδόκητο,ποὺ ἔκανε ἀργότερα ὁλόκληρη 

τὴ χώρα νὰ τὸ συζητάει:

Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μ᾿ εὐλαβικὴ ἐπίδεκτικότητα πάνω στὸ σῶμα του τὸ 

σημεῖο τοῦ σταυροῦ,καὶ εἶπε:

-Μνήσθητί μου,Κύριε,ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου!...

Κάτι ἀκόμα πῆγε νὰ πεῖ, ἀλλὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη κατέβασαν τὴν αὐλαία.

Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτά,μιὰ νευρικὴ φωνὴ ἀνακοίνωσε ἀπὸ τὰ μεγάφωνα:

-Λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ,ἡ σημερινὴ θεατρικὴ παράσταση ματαιώνεται!...

ΤΕΛΟΣ


Σημείωση: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ''ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ'' του Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν. Από το 1921 ο νεαρός εμιγκρές άρχισε να δημοσιεύει άρθρα και δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες με το ψευδώνυμο Βόλγιν (επειδή ο μεγάλος ρωσικός ποταμός Βόλγας σχετιζόταν με τις παιδικές του αναμνήσεις). Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Τα ονομαστήρια της γης» και τό 1938 «Το οδοιπορικό ραβδί». Η επιβολή του κομμουνιστικού καθεστῶτος και στην Εσθονία, μετά την κατάληψή της από τα σοβιετικά στρατεύματα (1940), τον αναγκάζει να σταματήσει την δημοσιογραφική-συγγραφική δραστηριότητά του. Ένα τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο «Αρχαία πόλη», που από το 1939 ετοιμαζόταν να εκδοθεί, δεν θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας.


Τον Μάιο του 1941, ενώ δουλεύει σε ναυπηγείο,συλλαμβάνεται από την μυστική αστυνομία και φυλακίζεται με την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Κύρωφ (Βιάτκα), όπου δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 σαν εχθρός του λαού...! Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το αυτοτελές έργο του συγγραφέα «Το οδοιπορικό ραβδί». Πρόκειται για άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός αγνώστου ρώσου ιερέα, που ἔζησε στο πρώτο μισό τοῦ 20ού αιώνα,και που αποτύπωσε στο χαρτί βιώματα και γεγονότα της ζωής του,λίγο πρίν και μετά την οκτωβριανή επανάσταση!...Το δεύτερο μέρος περιέχει τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες, όπου ο συγγραφέας περιγράφει, είτε προσωπικές μετεπαναστατικές εμπειρίες του, είτε άλλα περιστατικά,που πληροφορήθηκε από τους πρωταγωνιστές τους ή από αυτόπτες μάρτυρες -το τελευταίο μάλιστα, έχει γίνει πλατιά γνωστό εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο μέσα στην Ρωσία, αλλά κι έξω από τα σύνορά της. Γ.Δ.



Βασιλείου Νικηφόρωφ-Βόλγιν 


ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΡΑΒΔΙ


Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ



Μήνυμα Ἑόρτιο Ἐπὶ τῇ Πανσέπτῳ Κοιμήσει τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου 2015



Σήμερα, στὴν μεγάλη καὶ παγκόσμια αὐτὴν Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας... 

Καθὼς οἱ Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ ἀνοίγουν,

γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν ἐπουράνια Πύλη 

καὶ τὸν ἔμψυχο Οὐρανὸ τῆς Θεότητος...

Τώρα, ποὺ καλούμεθα νὰ ὑμνήσουμε τῶν Ἀσωμάτων τὸ ῏ᾼσμα καὶ τὸ ἄχραντο ἐνδιαίτημα τῆς Ἁγίας Τριάδος·

 Σήμερα, λέγω,

μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία γιὰ μία ἀκόμη φορὰ νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ σωτηριολογικὸ Ἔργο τοῦ Κυρίου μας

 καὶ τὴν θέσι τῆς γυναίκας στὴν ἐκδίπλωσι τοῦ Ἔργου Αὐτοῦ.


Αὐτὴ ἡ θέσις καὶ ἡ σχέσις Χριστοῦ καὶ Γυναίκας προδίδεται παραδόξως σήμερα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες πιστεύουν βεβαίως στὸν Χριστό μας, βιώνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή,ἀλλὰ ὄχι πάντοτε μὲ ἕναν βαθὺ καὶ οὐσιαστικὸ τρόπο,ὄχι δηλαδὴ παρακαθισμένες μὲ ἀφοσίωσι καὶ ἐγκάρδια ἀγάπη «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Χρειάζεται λοιπὸν μία ἀνανέωσις τῆς μνήμης ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὥστε οἱ μὲν νὰ μὴ χάνουν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν αἴσθησι τῆς ἱερότητος, μὲ τὴν ὁποία ἐστεφάνωσε ὁ Κύριός μας τὴν γυναῖκα· οἱ δὲ νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Σωτῆρα μας καὶ νὰ διαφυλάσσουν τὸν οὐράνιο θησαυρὸ τῆς ἱερότητος αὐτῆς, ὥστε ὡς ἄλλες Μητέρες τοῦ Κυρίου νὰ βαστάζουν ἐντὸς αὐτῶν τὸν Χριστό μας καὶ νὰ μακαρίζωνται μαζὶ μὲ τὴν Παναγία μας. Τὸ ἀπίστευτο βάθος τῆς περιφρονήσεως πρὸς τὶς γυναῖκες πρὸ Χριστοῦ κατανοεῖται μόνο ἀπὸ τὸ ἀπίστευτο ὕψος τῆς δόξης, στὴν ὁποία τὴν ἀνεβίβασε ὁ Κύριός μας...


Τὴν ἀσύλληπτη ὑποτίμησί της μόνο Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἐτίμησε ἀσύλληπτα αὐτήν, ἦταν δυνατὸν νὰ γνωρίζη... Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἀρχίζει τὸ Ἔργο Του «ἐκ γυναικός»: εἰσέρχεται στὸν χρόνο /ἱστορία «ἐκ γυναικός»· προσλαμβάνει καὶ θεώνει τὸν ἄνθρωπο «ἐκ γυναικός»· ἀνακαινίζει τὴν κτίσι «ἐκ γυναικός»... Αὐτὴ ἡ πάναγνος ἀγάπη καὶ ἡ συμπαθὴς προσέγγισις καὶ οἰκειότης τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὶς γυναῖκες ἦταν συνεχὴς καὶ ἔκδηλος μὲ ποικίλους τρόπους κατὰ τὸν ἐπίγειο Βίο Του... Ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες ἀνταπεκρίθησαν μὲ ἀφοσίωσι καὶ εὐγνωμοσύνη, ἀκόμη δὲ καὶ θυσιαστικά,ὅταν μάλιστα οἱ ἄνδρες ἦσαν ἄλλοτε νυκτερινοὶ μαθητὲς καὶ ἄλλοτε δειλιῶντες καὶ κρυπτόμενοι. Στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες Του ἦσαν «σὺν Αὐτῷ» «καὶ γυναῖκες πολλαὶ» «καὶ διηκόνουν Αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρ- χόντων αὐταῖς». Υπηρετοῦσαν μὲ αὐταπάρνησι καὶ ἰδίαις δαπάναις τὸν Χριστό μας καὶ τὸν χορὸ τῶν Ἀποστόλων, ὥστε Αὐτοὶ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστοι στὸ Ἔργο Τους...


πειδὴ μάλιστα μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἦσαν καὶ εὔπορες, ἐνίσχυαν καὶ τὸ ταμεῖο τῶν Μαθητῶν, ὥστε νὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὶς ἐλεημοσύνες ὑπὲρ τῶν πτωχῶν συμπατριωτῶν τους. Ὁ Κύριός μας ἀκόμη καὶ τὶς πλέον ἀπερριμένες καὶ δύσφημες γυναῖκες, ὄχι μόνο δὲν ἀπεστράφη, ἀλλὰ μὲ τὴν θεϊκή Του εὐσπλαγχνία ὡδήγησε αὐτὲς στὸ Φῶς τῆς Μετανοίας καὶ τῆς Θείας Δόξης. Ἡ πενθερὰ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ἡ Μαγδαληνή, ἡ χήρα μὲ τὸν νεκρὸ μονογενῆ της, ἡ Χαναναία, ἡ συγκύπτουσα, ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ μοιχός, ἡ ἁμαρτωλὸς στοὺς πόδας Του, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, ἡ Σαμαρεῖτις, οἱ πολλὲς γυναῖκες θεωροῦσαι τὸ Πάθος, οἱ Μυροφόρες μὲ πρώτη τὴν Θεοτόκο...«καὶ ἕτεραι πολλαὶ» ἀποτελοῦν τοὺς ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς θέσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν γυναικῶν στὸ Ἔργο τοῦ Κυρίου μας καὶ μὲ τὸ Θεανδρικὸ Πρόσωπό Του.


Οἱ πολλὲς αὐτὲς γυναῖκες καὶ ἀναρίθμητες ἄλλες, οἱ ὁποῖες συνωστίζοντο μέσα στὸ πλῆθος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό μας, ζητοῦσαι εὐλογία, θεραπεία, νεῦσι παραμυθίας, βλέμμα ἀποδοχῆς, θωπεία τῆς κεφαλῆς τῶν τέκνων τους, ἀπόλυσι συγχωρήσεως, λόγον ἐνθαρρυντικόν, στοργή, θαῦμα, εὐσπλαγχνία..., ὅλες μαζὶ καὶ κάθε μία χωριστὰ ἐπανελάμβαναν συνεχῶς τὴν θαυμάσια ἐκείνην ρῆσι: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά Σε καὶ μαστοί, οὓς ἐθήλασας!...». Ἆρά γε, στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ δὲν διαπιστώνεται, δὲν εἶναι ὁρατός, στὸ μέτρο ποὺ θὰ ἔπρεπε, αὐτὸς ὁ συνωστισμός γύρω ἀπὸ τὸν Κύριό μας; Τὸ ἐρώτημα αὐτό, στὴν τόσο τραγικὴ ἐποχή μας, ἐκφράζει μίαν ἀγωνιώδη ἐλπίδα...



Ἕνα καλὸ σημεῖο τῶν καιρῶν, ἕνας τόνος ἀνοιξιάτικης ἐλπίδας, μία αὔρα παρηγορίας,θὰ ἦταν ἡ αὔξησις τοῦ ἀριθμοῦ τῶν γυναικῶν,
οἱ ὁποῖες ἀπὸ ἀγάπη βαθειὰ καὶ πηγαία εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Χριστό μας,
 τὸν ῾Υπέρλαμπρο Νυμφίο τῶν ψυχῶν μας, θὰ ἀναβοοῦσαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ:
 «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά Σε καὶ μαστοί,οὓς ἐθήλασας!...».
Ἂς κατανοήσουν οἱ γυναῖκες, οἱ Ὀρθόδοξες Χριστιανές, τὸ χρέος τους, τὴν εὐθύνη τους...
Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου κρέμεται στὰ χέρια τους καὶ τὴν «φωνή» τους αὐτή...
Γιατί ἀργοποροῦν;...
Μᾶς τὴν ὀφείλουν!...
Ἡ Θεοτόκος ὑπομιμνήσκει...




Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός Β΄

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


ΕΟΡΤΗΝ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Μία των γλυκυτέρων και συμπαθεστέρων εορτών του χριστιανικού κόσμου είναι και η Κοίμησις της υπεραγίας Θεοτόκου,

ην σήμερον εορτάζει η Εκκλησία.

Ευθύς από των πρώτων μ.Χ. αιώνων, έξοχος υπήρξεν η τιμή και ευλάβεια,

ην απένεμον οι χριστιανοί προς την Παρθένον Μαρίαν.

Αλλ’ η σημερινή εορτή είναι η κατ’ εξοχήν μνήμη της Θεοτόκου, άτε την Κοίμησιν αυτής υπόθεσιν έχουσα.

Η Κοίμησις αύτη συνέβη,

κατά την ευσεβή παράδοσιν,τη 15 Αυγούστου, αλλά προϊόντος του χρόνου,

συν τη καλλιεργεία και αναπτύξει του χριστιανικού πνεύματος, ετάχθη η προηγουμένη 

της ημέρας ταύτης δεκατετραήμερος εγκράτεια, προς τιμήν της υπεράγνου Θεομήτορος και αυτή γινομένη.

Αγομένης της νηστείας ταύτης, ψάλλονται εν τοις ιεροίς ναοίς εναλλάξ καθ’ εκάστην,

οι δύο μελωδικώτατοι Παρακλητικοί Κανόνες,

η Μεγάλη λεγομένη παράκλησις και η Μικρά.

Και αύτη μεν επιγράφεται «ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχού,

η Θεοφάνους»,

και πιθανώτατον,

ότι είναι του Θεοφάνους μάλλον, διότι πράγματι φαίνεται έργον δοκιμωτάτου ποιητού,

η δε Μεγάλη παράκλησις είναι ποίημα του βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως.


Εξόριστος από της βασιλευούσης, αλωθείσης υπό των Λατίνων, ο ατυχής εκείνος βασιλεύς, ευγλώττως εκχέει τα παράπονά του προς την μόνην πολιούχον αυτής και προστάτιδα: «Προς τίνα καταφύγω άλλην Αγνή; που προστρέξω λοιπόν και σωθήσομαι; Που πορευθώ; Εις σε μόνην ελπίζω, εις σε μόνην καυχώμαι, και επί σε θαρρών κατέφυγον». Περί το τέλος του Μεγάλου Παρακλητικού κανόνος ψάλλονται και τα κατανυκτικώτατα εκείνα εξαποστειλάρια. Το πρώτον,ως εκ μέρους της Θεοτόκου, αρχαιοπρεπές και απέριττον, έχει ώδε: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα,και συ Υιέ και Θεέ μου,παράλαβέ μου το πνεύμα».Το τρίτον, ικεσία εκ μέρους των πιστών, είναι περιπαθέστατον: «Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν,μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των αγγέλων, παρακαλώ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει».


Προς το τροπάριον τούτο συνδέεται ευσεβής τις δοξασία από στόματος εις στόμα φερομένη και ασπαστή παρ’ ορθοδόξοις χριστιανοίς,ότι,κατά την τελευταίαν Κρίσιν,και προ της φρικτής αποφάσεως του αδεκάστου δικαστού,η εύσπλαγχνος Μήτηρ και Παρθένος θ’ ανατείνη το τελευταίον χείρας ικέτιδας προς τον Υιόν της και Κύριον,επικαλουμένη την συγκατάβασιν αυτού επί των αμαρτωλών.Μετά την δεκαπενθήμερον προπαρασκευήν και νηστείαν,άρχεται η εορτή,και μετ’ αυτήν τα μεθέορτα,ψαλλόμενα μέχρι της 23 του μηνός,καθ’ ην τελείται η απόδοσις της εορτής,η άλλως λεγομένη και Μετάστασις της Θεοτόκου. 


Αλλά και όλος ο Αύγουστος μην θεωρείται αφιερωμένος εις την Θεομήτορα,εν τω ιερώ δε Άθω,τη ακροπόλει ταύτη της Ορθοδοξίας,ήτις εδέχθη μετά την πτώσιν της Βασιλευούσης όσα κειμήλια και θησαυρούς δεν περιεσύλησαν οι αλλόφυλοι,και όπου περιεσώθη προς τοις άλλοις και η προς την Θεοτόκον ιδιάζουσα τιμή και το προνόμιον του επ’ ονόματι αυτής σεμνύνεσθαι,τα μεθέορτα εξακολουθούσι και μετά την 23 του μηνός.Κατ’ αυτήν την ημέραν της εορτής τα άσματα και οι ύμνοι είναι εκ των καλλίστων της Εκκλησίας.'Ο,τι υψηλόν και ωραίον έγραψέ ποτέ ο Κοσμάς και ο Δαμασκηνός Ιωάννης,οι δύο μέγιστοι της Εκκλησίας μελοποιοί,τονίζεται την ημέραν ταύτην επ’ εκκλησίας, και η ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αμιλλάται προς τας της Μεγάλης Εβδομάδος και των Χριστουγέννων. 


Λυρικώτατος είναι ο ένθεος Κανών του ιερού Κοσμά,το «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη», εις ήχον α΄ αδόμενος, πανηγυρικώτατος δε ο του θείου Δαμασκηνού προς το «Ανοίξω το στόμα μου», εις δ΄ ήχον. Ο ειρμός της α΄ ωδής του α΄ ήχου έχει ως εξής: «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη σου,πάντας συνηγάγετο, προς ευφροσύνην τους πιστούς, εξαρχούσης Μαριάμ μετά χορών και τυμπάνων, τω σω άδοντας Μονογενεί, ενδόξως ότι δεδόξασται».Το α΄ τροπάριον της αυτής ωδής λέγει·«Αμφεπονείτο αύλων τάξις, ουρανοβάμων εν Σιών το θείον σώμά σου·άφνω δε συρρεύσασα,των Αποστόλων η πληθύς, εκ περάτων Θεοτόκε, σοι παρέστησαν άρδην,μεθ’ ων Άχραντε,σου την σεπτήν,Παρθένε,μνήμην δοξάζομεν».


Και το β΄ τροπάριον·«Νικητικά μεν βραβεία ήρω, κατά της φύσεως Αγνή, Θεόν κυήσασα· όμως μιμουμένη δε,τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις,τοις της φύσεως νόμοις· διο θνήσκουσα,συν τω Υιώ, εγείρη διαιωνίζουσα».Αξιοσημείωτα είναι τα δύο τροπάρια της ε΄ ωδής του δ΄ ήχου, προς το «Εξέστη τα σύμπαντα»· «Κροτείτωσαν σάλπιγγες,των θεολόγων σήμερον, γλώσσα δε πολύφθογγος ανθρώπων, νυν ευφημείτω,περιηχείτω αήρ,απείρω λαμπόμενος φωτί,άγγελοι υμνείτωσαν, της Παρθένου την κοίμησιν». «Το Σκεύος διέπρεπε,της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλος εξιστάμενος Παρθένε,έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ,τοις πάσι θεόληπτος και ων,όντως και δεικνύμενος,Θεοτόκε πανύμνητε». Ο ειρμός της ζ΄ ωδής του α΄ ήχου,εν ω μνημονεύεται κατά χρέος η ιστορία των Τριών Παίδων,έχει ως έπεται·«Ιταμώ θυμώ τε και πυρί,θείος έρως αντιταττόμενος,το μεν πυρ εδρόσιζε,τω θυμώ δε εγέλα,θεοπνεύστω λογική,τη των οσίων τριφθόγγω λύρα αντιφθεγγόμενος, μουσικοίς οργάνοις εν μέσω φλογός· ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».



Το επόμενον τω ειρμώ τούτω τροπάριον περιέχει ποιητικωτάτην παραβολήν,
ή μάλλον αντίθεσιν, αφορμήν λαβούσαν εκ της συντρίψεως των πλακών 
της Διαθήκης υπό του Μωυσέως.
«Θεοπνεύστους πλάκας Μωσής,γεγραμμένας τω θείω Πνεύματι,εν θυμώ συνέτριψεν,
αλλ’ ο τούτου Δεσπότης,
 την τεκούσαν ασινή,
τοις ουρανίοις φυλάξας δόμοις,νυν εισωκίσατο·συν αυτή σκιρτώντες, βοώμεν Χριστώ·
ο δεδοξασμένος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει».
Αλλ’ η χρυσή κορωνίς και το επιστέγασμα όλου του Κανόνος, είναι η ωραιοτάτη εκείνη καταβασία της θ΄ ωδής,
μετά του Μεγαλυναρίου,
ψαλλομένη και εν τη Λειτουργία·
«Αι γενεαί πάσαι, μακαρίζομέν σε, την μόνην Θεοτόκον.
«Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε,
παρθενεύει γαρ τόκος,
και ζωήν,
προμνηστεύεται θάνατος· 
η μετά τόκον Παρθένος,και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί,
Θεοτόκε,την κληρονομίαν σου».


Άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ''Εφημερίς'' στις 15 Αυγούστου 1887.
Αντιγραφή από το ιστολόγιο ''ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ''
τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


ΕΠΙ ΣΟΙ ΧΑΙΡΕΙ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΠΑΣΑ Η ΚΤΙΣΙΣ






«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων· 
χείλη δὲ πιστῶν τὴ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα,ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, 
Παρθένε ἁγνή».
«Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ 
ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου 
(ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ,ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί») 
κι ἂς κράζουνε:
 «Ἀληθινά,εἶσαι ἀνώτερη ἀπ᾿ ὅλα Παρθένε ἁγνή».Ἀλλοίμονο!
Ἀμύητοι, ἄπιστοι,ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα,
τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη,
ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμένη καρδιὰ τὸν παρακλητικὸ κανόνα:
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε».
«Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ᾿ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς
 καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.


μποτε,Παναγιά μου,νὰ σὲ βρῶ βοηθό,νὰ μὲ γλύτωσεις ἀπὸ τὰ βάσανα».Μὰ ποιὸς ἀπό μας γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι᾿ ἀπὸ τοὺς ἁγίους;Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί,παρεκτῶς ἀπὸ τὸ Θεό.Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»;Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει:«Σ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη,ὡς ποὺ vα σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ.Μὰ ἀλλοίμονο οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος.Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του,τί ἐλπίδα μπορεῖ νἄχει;Ὅπου ν᾿ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε,λέγει στὴν Παναγία:«Ἀπορήσας ἐκ πάντων,ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον,θερμὴ προστασία,καὶ τὴν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίω».«Ὅλα, λέγει τὰ δοκίμασα,μὰ κανένα πράγμα δὲ μπόρεσε vα μὲ ξαλαφρώσει.Γιὰ τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μὲ θρῆνο πικρόν,καὶ λέγω:Πρόφταξε καὶ δόσε τὴ βοήθειά σου σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι᾿ ἄθλιο δοῦλο σου».



Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων,ἡ χαρὰ τῶν πικραμένων,τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν,ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων,ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καρφώθηκε ἀπάνω στὸ ξύλο: κ᾿ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγουμε σὲ Κεiνη ποὺ τὴν εἴπανε οἱ πατεράδες μας τόσα και τόσα του κόσμου επίθετα: «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια»,«Παρηγορίτισσα» καὶ χίλια ἄλλα ὀνόματα,ποὺ δὲν βγήκανε ἔτσι ἁπλὰ ἀπὸ τὰ στόματα,ἀλλὰ ἀπὸ τὶς καρδιὲς ποὺ πιστεύανε καὶ ποὺ πονούσανε. Μονάχα στὴν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μὲ τὸν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μὲ δάκρυα μὲ πόνο καὶ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη.Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος,βασανισμένος ἀπὸ κάθε λογῆς βάσανο.Κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴν αἰτία τὸ ἔθνος μας στὰ σκληρὰ τὰ χρόνια βρίσκει παρηγοριὰ καὶ στήριγμα στὰ ἁγιασμένα μυστήρια της ὀρθόδοξης θρησκείας μας,καὶ παραπάνω ἀπὸ ὅλα στὸ Σταυρωμένο τὸ Χριστὸ καὶ στὴ χαροκαμένη μητέρα του,ποὺ πέρασε τὴν καρδιά της σπαθὶ δίκοπο.Σὲ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τὴν Παναγία μὲ τραγούδια κοσμικά,σὰν νἆναι καμιὰ φιληνάδα τους,μὰ ἐμεῖς τὴν ὑμνολογοῦμε μὲ κατάνυξη βαθειά,θαρρετὰ μὰ μὲ συστολή,μὲ ἀγάπη μὰ καὶ μὲ σέβας,σὰν μητέρα μας μὰ καὶ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας.



νοίγουμε τὴν καρδιά μας νὰ τὴ δεῖ τί ἔχει μέσα καὶ νὰ μᾶς συμπονέσει. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρὰ τῆς Ὀρθοδοξίας,«τὸ χαροποιὸν πένθος»,«ἡ χαρμολύπη» μας,«ὁ ποταμὸς ὁ γλυκερὸς τοῦ ἐλέους»,«ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καὶ ἡ δωδεκάτειχος πόλις».Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικὸ περιβόλι ποὺ μοσκοβολᾶ ἀπὸ λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη,καὶ τὰ πιὸ μυρουδικά,τὰ πιὸ ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία.Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καὶ μαζί της χαίρεται μὲ μία χαρὰ πνευματική:«Ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη,πᾶσα ἡ κτίσις,ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἡγιασμένε ναὲ καὶ παράδεισε λογικέ,παρθενικὸν καύχημα,ἐξ ἧς Θεὸς ἐσαρκώθη καὶ παιδίον γέγονεν ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν».Ἀπορεῖς τί νὰ πρωτοδιαλέξεις ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου!Θαρρεῖς πῶς ὁ ἀγέρας,τὰ βουνά,οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας,τὰ χωριὰ οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματικὴ ἀπ᾿ αὐτὸ «τὸ χρυσοῦν θυμιατήριον»,ἀπ᾿ αὐτὴ «τὴν μανναδόχον στάμνον ποὺ ἔχει μέσα «μύρον τὸ ἀκένωτον».Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μὲ τὄνομά της,τὰ βουνά μας,οἱ κάμποι,τὰ νησιά,τ᾿ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπὸ τὰ ξωκκλήσια της,τὰ καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στὴ μάσκα καὶ στὴν πρύμη τὸ γλυκύτατο τόνομά της.Ἀληθινὰ στὴν Ἑλλάδα μας «ἐπὶ Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη,πᾶσα ἡ κτίσις»,«Γιὰ Σένα,χαίρεται ὅλη ἡ πλάση.



Σήμερα ποὺ κοιμήθηκες,θαρεῖς πὼς ἡ χαρὰ γίνηκε πιὸ μεγάλη,ἡ θλίψη ἄλλαξε σὲ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντὶ νὰ ἀποσκιάσει καὶ πλημμύρησε τὶς καρδιές μας.Σήμερα τ᾿ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στὰ κουρασμένα πρόσωπά μας,τὰ δέντρα σὰν νὰ γενήκανε πιὸ χλωρά,τ᾿ αὐγουστιάτικο κύμα σὰν νὰ ἀρμενίζει πιὸ δροσερὸ μέσα στὸ πέλαγο καὶ ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη,τὸ κάθε τί πανήγυριζει κι᾿ ἀγάλλεται... Ὤ!Τί θάνατος λοιπὸν εἶναι αὐτός,ποὺ γέμισε τὴν οἰκουμένη καὶ τὶς καρδές μας μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀθανασίας!Καὶ καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδὸς σήμερα:«Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας,ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν,μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς,καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν».Ἀληθινὰ λέγει καὶ σ᾿ ἕνα ἄλλο τροπάρι:«Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς...».Ἀλλὰ τὸ ξαναλέγω.Τί νὰ πεῖ κανένας πρῶτα καὶ τί ὕστερα, ἀπὸ τὰ τόσα πνευματικὰ ὑμνολογήματα ποὺ προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιὲς στὴν Παναγία,στὸ «Ῥόδον τὸ ἀμάραντον»,ποὺ μοσκοβόλησε καὶ ἅγιασε τὴν καταβασανισμένη τὴν Ἑλλάδα! Τὴν ὑμνολογήσανε μὲ τὰ λόγια, μὲ τὴν ψαλμωδία,μὲ τὴ ζωγραφική,μὲ τὸ σκαλισμένο ξύλο,μὲ τ᾿ ἀσήμι,μὲ τὸ μάλαμα,μὲ τὸ κηρομάστιχο,μὲ κάθε τίμιο κι᾿ ἁγιασμέvο πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμέψει στὸν ἄνθρωπο γιὰ vα μπορέσει vα δείξει τὴν ἀγάπη του,τὸ σέβας του,τὴ χαρά του,τὴν πίκρα του,κι᾿ ὅτι ἄλλο ἁγνὸ αἴσθημα ἔχει μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς του.



Τὸ νὰ πιάσει κανένας νὰ τὰ ἱστορήσει καταλεπτῶς,θὰ ἤτανε σὰν νάθελε vα μετρήσει τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιὰ τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστὰ λουλούδια ἀπὸ τῆς ὑμνωδίας τὸ ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς».Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἂς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπὸ τὶς Καταβασίες τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου»,ποὺ εἶναι τὸ βυζαντινώτατο,ὅλη ἡ Κωνσταντιούπολη πνευματικὰ πανηγυρίζουσα.Στοχασθεῖτε καλὰ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια γ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει:«Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε,ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή,θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν,στερέωσον καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».Οὐράνια ἀπηχήματα!:«Τοὺς ὑμνολόγους σου,Θεοτόκε,ποὺ συγκροτήσανε ἕναν πνευματικὸ θίασο,στερέωσέ τους,Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ζωντανὴ ὡς ἄφθονη πηγή.Καὶ μὲ τὴ θεία δόξα σου,ἀξίωσέ τους νὰ φοσέσουνε τῆς δόξας τὰ στέφανα»,Ἀμὴ ἡ θ´ ᾠδὴ ποὺ λέγει:«Ἅπας γηγενὴς σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δὲ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς θεομήτορος,καὶ βοάτω,Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε,ἁγνή, ἀειπάρθενε».Ἀμὴ ἐκείvα τὰ πανηγυρικὰ αὐτόμελα ποὺ ψέλνουνε στὸν ἑσπερινὸ τῆς Κοιμήσεως, μὲ μέλος θριαμβευτικὸ καὶ μὲ πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια!Ποιὸς χριστιανὸς Πίνδαρος τὰ σύνθεσε,Πίνδαρος ἁγιασμένος!«Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος!ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλίμαξ πρὸς oυραvὸv ὁ τάφος γίνεται!Εὐφραίνου Γεθσημανή,τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος.Βοήσωμεν οἱ πιστοί,τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε,μετά σου ὁ Κύριος,ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.».Ποταμὸς μέγας καὶ βουερὸς ἀναβρύζει καὶ μᾶς δροσίζει, καὶ πίνουνε νερὸ δροσερὸ ψυχὲς ξερὲς καὶ διψασμένες!Κύτταξε πάθος καὶ μεράκι ποὺ ξελοχίζει ἀπὸ καιγόμενη καρδιά!



ὑμνωδός, ἀντὶ νὰ κλάψει γιὰ τὴν Παναγία ποὺ εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στὴν κλίνη της,τυλιγμένη μὲ τὸ μαφόρι της μὲ κλεισμένα τὰ μάτια της ποὺ δίνανε παρηγοριὰ στὴν ἀνθρωπότητα,μὲ σταυρωμένα τὰ ἄχραντα χέρια της,ποὺ βαστάξανε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀναθρέψανε,πεθαμένη σὰν τὸν κάθε ἄνθρωπο,ἀντὶς λέγω νὰ κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς κείτεται στὸ μνῆμα,μονομιᾶς κράζει μὲ δάκρυα στὰ μάτια,πλὴν δάκρυα χαρᾶς:«Εὐφραίνου Γεθσημανή,ποὺ ἔχεις θησαυρισμένο τὸ ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.».Κ᾿ ὕστερα στρέφει στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς λέγει μὲ τὸν ἴδιο πνευματικὸ οἶστρο.«Ἂς κράξουμε ὅλοι μαζὶ στὴν Παναγία, ἔχοντας γιὰ πρωτοψάλτη τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ,ποὺ τὴ χαιρέτισε μὲ τὰ ἴδια λόγια κατὰ τὴ χαρoύμενη,μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι᾿ ἂς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη,χαῖρε,μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος,ποὺ δωρίζει στὸν κόσμο μὲ ἐσένα, τὸ μέγα ἔλεος».Θάνατος δὲν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα ποῦ εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς;Κι᾿ οὔτε μοιρολόγια καὶ ξόδια θρηνητερά,παρὰ χαρὰ ἀνεκλάλητη,γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη ποὺ ἔχει ἀπιθωμένον ἀπάνω της τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς καὶ τὸ κρασὶ τῆς ἀθανασίας,καὶ πίνουνὲ οἱ χριστιανοὶ καὶ μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καὶ δὲν βρίσκονται πιὰ μπροστὰ σἕνα λείψανο ποὺ τὸ κηδεύουνε,ἀλλὰ βρίσκονται στὴ Ναζαρέτ,στὸ σπίτι τὸ χαρούμενο καὶ τὸ μοσκοβολημένο ἀπὸ τὴν παρθενικὴ εὐωδία τῆς Παναγίας,τότε ποὺ ἤτανε δεκάξη χρονῶν,κατὰ κείνη τὴν ἡμέρα πὤγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καὶ κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σὰ νάναι ἀθάνατοι,μαζὶ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ:«Κεχαριτωμένη,χαῖρε,μετὰ σοῦ ὁ Κύριος!».Ἡ Κοίμησις γίνεται Εὐαγγελισμός,ἡ θλίψη μεταλλάζεται σὲ χαρά!Ναί,Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά,παρὰ μονάχα στὸ Χριστὸ κι᾿ αὐτὴ ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι,πὤχει τὴ ρίζα του στὸν πόνο.



Οἱ ἄλλες οἱ χαρὲς εἶναι χαρὲς ψεύτικες, χωρὶς ρίζα.«Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ,λύπην ἔχει,ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς. Ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον,οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως,διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν».Τὰ μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα τώρα ποὺ γράφω αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας.Αὐτὰ τὰ λίγα λόγια τὰ φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στὴν καρδιά της καὶ μ᾿ αὐτὰ κλαίγει καὶ μ᾿ αὐτὰ χαίρεται.Αὐτὰ τὰ λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μεταλλαχτήκανε σὲ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καὶ βγήκανε ἀπὸ τὶς καιόμενες καρδιὲς τῶν ἁγίων ἀνθρώτων καὶ εὐωδιάσανε τὸν κόσμο.Ἀπὸ τὸν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰκονίσματα, σὲ ἄλλον γινήκανε προσευχή,σὲ ἄλλον ψαλμός,σὲ ἄλλον ἐκκλησιὰ μὲ κουμπέδες καὶ μὲ ἁγιατράπεζα,σὲ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καὶ βουβὴ κατάνυξη. Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ σταθήκανε πηγὴ καὶ ἔμπνευση καὶ γιὰ τὸ θρηνητικὸ ἀηδόνι τῆς ἔρημος,θέλω νὰ πῶ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος,σὲ ὅσα ἔγραψε γιὰ τὸ «Χαροποιὸν πένθος»:«Ὅποιος κλαίγει,λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος,καὶ πικραίνεται γιὰ τὸν Θεό,ἐκεῖνος ἀξιώνεται νὰ δεῖ στὴν ψυχή του τὴν oυράνια καὶ θεία παρηγοριά.



Κι᾿ αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ἀλάφρωση,ποὺ παρηγορᾶ τὴν πονεμένη καὶ πικραμένη ψυχή,ὁποῦ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες της.Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς,ποὺ εἶναι καταφαρμακωμένη,σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστή.Ὅποιος πορεύεται μ᾿ αὐτὴ τὴ λύπη τοῦ Θεοῦ,αὐτὸς ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι᾿ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του.Τοῦτο τὸ ἅγιο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς,μιὰ ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς,ποὺ γυρεύει μὲ μεγάλη θέρμη τὸν Θεὸ ὁποῦ τὸν ἐπιθυμὰ πάντα της.



Κράτα λοιπὸν καλὰ τὴ χαριτωμένη καὶ τὴν ἥμερη καὶ τὴν ἅγια λύπη, ποὺ κάνει τὴν ψυχή σου vα θλiβεται ἀντάμα καὶ νὰ χαίρεται.
Ἐγώ, λογιάζοντας καλὰ τὴν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι καὶ θαυμάζω, πὼς ἐτοῦτο ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη,
καὶ ποὺ φαίνεται πολὺ πικρὸ κι᾿ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καὶ σμιγμένη τὴ χαρά, καὶ τὴν εὐφροσύνη,
 ὅπως εἶναι σμιγμένο τὸ κερὶ μὲ τὸ μέλι στὴν μελόπητα.
Καὶ σέρνει ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιωθήκανε μὲ πόθο μεγάλον καὶ μὲ πολλὴν ἀγάπη, καὶ φοβοῦνται νὰ μὴν τὴν χάσουνε,
καὶ τὴν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ᾿ ἀκριβὰ πετράδια καὶ τ᾿ ἀσημοχρύσαφα.
Εἶναι μιὰ ἥμερη χαρὰ κ᾿ ἕνα θεϊκὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο στολίζει ὁ Θεὸς τοὺς φίλους του, καὶ κάνει νὰ ἔχουνε μίαν ἀληθιvὴ χαρὰ καὶ ὄρεξη γιὰ τὸν Θεό,
ποὖναι συντροφιασμένη μὲ κάποια θεραπευτικὴ λύπη ὁποῦ δὲν ἔχει μέσα της καμιὰ σαρκικὴ ἀγάπη,
παρὰ μονάχα μιὰ παρηγοριὰ ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια,
μὲ τὴν ὁποία παρηγορᾶ ὁ Θεὸς κρυφὰ ἐκείνους ποὺ συντρίβουνε μὲ πόνο καὶ μὲ ταπείνωση τὴν καρδιά τους.».
Ἄμποτε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. 
Ἀμήν!




Φώτης Κόντογλου


Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ





Αν ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια,

πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων,

δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους,

δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος,

πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες.

Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της,

που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους,

όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους 

και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό

 και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ' αυτή θαυμασίων.


Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος,μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή,και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις,που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος,αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της,με θεολήπτους ύμνους,με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.Οι Απόστολοι προπέμπουν,ακολουθούν, συμπράττουν,αποκρούουν,αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα,το σωστικό φάρμακο του γένους μας,το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης,είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή.Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα,διά του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο.Διότι μόνο αυτή,ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος,τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου,τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού,ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος.


Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση.Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο,ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη,στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11).Διάχρυσο ιματισμό,που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές.Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό,τον ουράνιο χώρο.Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών.Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια,που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν,όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη.


Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη,όπως ο Υιός της και Θεός,γι' αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια,ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους,γευόμενη το θάνατο,αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα.Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος,αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων.


Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό,όχι μόνο από τους ανθρώπους,αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες.«Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει:«παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου».Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως;Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της,κατά την αξία της τάξεως.Διότι τα Σεραφείμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του.Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό,δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης,εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.


Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη,αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19).Και αυτή η λαβίδα,που πήρε το Σεραφίμ,τον άνθρακα από το θυσιαστήριο,που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό.Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως.Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα,η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε,αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση,ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο.Όπως λοιπόν,αφού μόνο δι' αυτής επεδήμησε προς εμάς,φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους,ενώ πρίν ήταν αθέατος,έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος.



Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό, γιατι αυτή είναι η αιτία,

η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων.

Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων,

κρηπίς των διδασκάλων,

η ρίζα των απορρήτων αγαθών,

η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.

Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα;

Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας;

Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί.

Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, 

Δέσποινα,

δώσε τη λύση των δεινών μας, μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου,

δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα γα μας 

μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα,

τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες.

Γένοιτο...




Λόγος εις την κοίμηση της Θεοτόκου.
Απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις
 «Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς»
τόμος 10ος.
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αγιογραφία Di Panourgias.



Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς


Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ




Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη.

Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση:

Ο Χριστός και η Παναγία. 

Ο Ιησούς με το ηγεμονικό του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας, 

βρέφος φασκιωμένο, 

και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

«Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα,

όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα.

Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί.

Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με

 το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά,

προς την κεφαλή της Μητέρας του.


Στα χέρια του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ' αυτήν είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους... Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας και ο Παύλος σκύβει στα πόδια της. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ' αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ Θ(ΕΟ)ΤΟΚΟΥ» (Α. Καρακατσάνη). Οι τέσσερις (εικονίζονται οι τρεις) ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Σ' όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιόν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα:



«Ότε η μετάστασις του αχράντου σου σκήνους ηυτρεπίζετο, τότε οι Απόστολοι

 περικυκλούντες την κλίνην τρόμω εώρων σε» 

(Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου).

«...Και το ζωαρχικόν και θεοδόχον σου σώμα κηδεύσαντες έχαιρον,

πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων εσπερινού).

Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ.

Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης

 ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου, που κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία.

(Πρόκειται για κείνον τον Εβραίο 

που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).




Αντιγραφή από το ιστολόγιο ''ΑΓΙΑ ΜΕΤΕΩΡΑ''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Print Friendly and PDF