ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ΧΑΜΟΜΗΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΑΚΡΙΒΗ


 



Πρόλογος

Η ιστορία, που ακολουθεί είναι πραγματική. Το είχα τάμα στον εαυτό μου, 

πως κάποια στιγμή θα την δημοσίευα. Είναι ένα ακατάληπτο και ανείπωτο γεγονός, που συνέβη σε μια αγαπημένη μας γιαγιά από την Μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, την κυρία Ακριβή, που πλέον αναπαύεται στην Γειτονιά των Αγγέλων. Ό,τι είναι γραμμένο απηχεί την αλήθεια και μόνο, χωρίς να έχει προστεθεί έστω και κάτι, 

που θα μεγαλοποιούσε το συμβάν αυτό, που έλαβε χώρα τέτοιες μέρες Μ. Τεσσαρακοστή του 1997. Ένα μικρό αντίδωρο Αγάπης 

στην αγαπημένη μας κυρία Ακριβή, για όλα, 

όσα διδαχθήκαμε από την ευαγγελική ζωή της!


 

Η κυρία Ακριβή ήταν μια κοντή, μεσόκοπη και καμπουριατή γριούλα, πάντα μαυροφορούσα και το μαντήλι της δεμένο υπερήφανα στον λεπτό λαιμό της. Την γνώριζα ήδη από το 1992, όταν για πρώτη φορά περνούσα το αγιασμένο κατώφλι της Μονής των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στην Φυλή της Αττικής. Δεν έλιπε σχεδόν ποτέ από την Κυριακάτικη λειτουργία και τα Σάββατα πάντα περίμενε στην ουρά για εξομολόγηση, κοντά στον αγαπημένο της πνευματικό, τον π. Απόστολο. Ο π. Απόστολος, τότε εξομολογούσε στο ''Συνοδικό'', μια πολύ μικρή αίθουσα δίπλα από το μικρό και απέριττο εκκλησάκι με τους ρώσικους τρούλλους της Οσίας Ξένης, της διά Χριστόν σαλής, που τώρα πια δεν υπάρχει, ύστερα από τους σεισμούς του ΄99. Δεν είχε ποτέ πολλά - πολλά με κανέναν από τους αδελφούς της Μονής μας, είχε ένα πρόσωπο πάντα σοβαρό, ανήσυχο, ενίοτε και λυπημένο. Κάποτε, μια από τις πολλές φορές που την κατέβαζα με το αυτοκίνητο στο σπίτι της στο Ζεφύρι, μου είχε εκμυστηρευθεί τα προβλήματά της. Είχε δυο αγόρια μεγάλα, τα οποία, όπως έλεγε, υπέφεραν χρόνια πολλά από μαγεία. 


Ο μεγάλος ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, πηδώντας από τον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας. Κι ο δεύτερος με ψυχολογικά προβλήματα, που τον καθιστούσαν εντελώς ανίκανο να δουλέψει και ζούσε με κάποια γυναίκα ψηλά στο Περιστέρι. Ο άντρας της πέθανε από την στεναχώρια του, μη μπορώντας να αντέξει, υπό το βάρος των προβλημάτων. Έτσι, η κυρία Ακριβή ανέβαινε τον δικό της Γολγοθά, μένοντας σε ένα κρύο και άδειο σπίτι, μόνη της και έρημη. Το μόνο στήριγμά της ήταν ο Θεός μας και οι Άγιοι της Μονής μας! Τηρούσε απαρέγκλιτα όλες της νηστείες του χρόνου, Δευτέρα δεν κατέλυε ούτε λάδι, γιατι τό΄χε τάμα και ήταν πολύ φιλακόλουθη. Ξεκινούσε την ημέρα πάντα με τον Όρθρο, διάβαζε τις Ώρες, έκανε Εσπερινό και Απόδειπνο και κατά τις δώδεκα το βράδυ το Μεσονυκτικό. Ήταν μια τακτική, που την ανάπαυε και ποτέ δεν σταματούσε. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή, σύμφωνα με την ευλογία του πνευματικού της, ενώ τις Τετάρτες και Παρασκευές έπινε μόνο νερό. 


Σε παρατήρησή μου κάποτε, μήπως ήταν ιδιαίτερα σκληρός ο αγώνας της, λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας της, γύρω στα ογδόντα, ήταν κάθετη.  ''Ευλογία έχω πάρει από τον π. Απόστολο, χωρίς ευλογία δεν κάνω τίποτα από μόνη μου''. Τις Κυριακές τα πρωινά, στεκόταν πάντα σε μια συγκεκριμένη στάση του δρόμου, που ανέβαινε για την Χασιά, μιας και το σπίτι της ήταν από το κάτω μέρος του δρόμου και, όταν περνούσα, σταματούσα και την έπαιρνα. Έτσι κυλούσε ο καιρός, φορτωμένη με τον δικό της σταυρό του μαρτυρίου. Κάποτε, Μ. Τεσσαρακοστή του 1997, Σάββατο βράδυ στον προαύλιο χώρο της Μονής, συζητούσαμε με την κατά σάρκα μητέρα μου, την κυρία Μ. και την κυρία Ν., γιατι είχαμε μέρες να δούμε την γιαγιά. Μία σκέφτηκε, μην πέθανε μόνη κι αβοήθητη... Ως και ο αγαπημένος μας γερο Νύφων την αναζητούσε, καταλαβαίνοντας το αισθητό της απουσίας της. Έτσι αποφασίσαμε την επομένη μέρα, Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία, να πάμε να την επισκεφθούμε στο Ζεφύρι. Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι, οι γυναίκες φοβόντουσαν να μπουν,μήπως και την αντικρύσουν πεθαμένη. Άνοιξα την σκουριασμένη καγκελόπορτα της αυλής και χτύπησα το κουδούνι. Κανείς δεν απαντούσε. 


Πρόσεξα μόνο, πως η μπαλκονόπορτα του δωματίου της στην υπερυψωμένη βεράντα ήταν ανοιχτή και με τραβηγμένες από μέσα τις κουρτίνες. Σκαρφάλωσα στην βεράντα και βρέθηκα μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Και τότε αυτό, που αντίκρυσα ήταν αναπάντεχα καθησυχαστικό και κάπως παράδοξο... Σ΄ένα κρεβάτι δίπλα στον τοίχο, η κυρία Ακριβή ξαπλωμένη, χωμένη μέσα στα σκεπάσματά της, μου έκανε χαμογελαστή νόημα να τραβήξω την πόρτα, γιατι ήταν ξεκλείδωτη. Κάτσαμε ελαφρώς αναπαυμένοι γύρω από το ξύλινο κρεβάτι της γιαγιάς και, τότε με δέος και με φόβο ακούσαμε πρώτη φορά, πρόσωπο με πρόσωπο, μια τέποια ανείπωτη κι ανέκφραστη πνευματική διήγηση...: ''Έχω δυο εβδομάδες στο κρεββάτι παιδί μου. Παρέλυσαν ξαφνικά τα πόδια μου, το σώμα μου έμεινε ένα κούτσουρο και μόνο το κεφάλι και τα χέρια μπορούσα, να κουνήσω. Τί πέρασα, μόνο εγώ κι ο Θεός, το ξέρουμε. Το πρώτο Σάββατο το βράδυ είχα ξαπλώσει από νωρίς, για να είμαι έτοιμη το πρωί. Είχα ετοιμάσει τα ρούχα μου απλωμένα στην καρέκλα, τα ονόματα υπέρ υγείας και αναπαύσεως, το κομποσκοίνι μου, είχα διαβάσει και την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, όλα. 


Ξαφνικά, όπως καθόμουν με ανοιχτό ακόμα το φως, βλέπω το δωμάτιο σαν να μαυρίζει από κάτι σαν πολλές σκιές, που σιγά-σιγά γινόντουσαν δαίμονες, δεκάδες δαίμονες παιδί μου, τρόμαζες μόνο, που τους έβλεπες. Είχαν κάτι τεράστιες σαν τσουγκράνες έμοιαζαν και ξίφη, φορούσαν κάτι δερμάτινους χιτώνες και ήταν ξυπόλυτοι, με τα νύχια να είναι προς τα έξω μεγάλα και κιτρινισμένα. Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα της φωτιάς και τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα μίσος και κακία. Είχαν κάτι αφρούς στο στόμα τους, που,όταν μιλούσε κάποιος απ΄αυτούς, τα σάλια πεταγόντουσαν ολούθε. Με φοβέριζαν, πως θα με σκοτώσουν, αφού πρώτα με βασανίσουν. ''Είσαι μόνη σου, κανείς δεν θα σε ακούσει, όσο κι αν φωνάζεις'', μου έλεγε ένας, που φαινόταν, πως ήταν σαν αξιωματικός τους. Έκλαιγα από φόβο, φοβόμουν πολύ και τότε σαν οι τοίχοι του σπιτιού να χάνονταν και μπορούσα να δω έξω από το σπίτι. Και βλέπω παιδί μου χιλιάδες Ταξιάρχες γύρω-γύρω από το σπίτι, να είναι όρθιοι, χαμογελαστοί με τα σπαθιά τους βασταγμένα στα χέρια. Ήταν όμορφοι, ένας κι ένας να τους βλέπεις, κάποιοι ήταν χαμογελαστοί. Φορούσαν αυτές τις στρατιωτικές στολές, που βλέπουμε στις εικόνες, με έντονα χρώματα και ακούνητοι, σαν να περίμεναν κάτι. 


Οι δαίμονες, που ήταν μέσα στο σπίτι, όταν τους είδαν αγρίεψαν και άρχιζαν να με χτυπάνε με τα χέρια τους σε όλο μου το σώμα. Πόναγα, έκλαιγα, αλλά από μέσα μου έλεγα ''Παναία μου, Παναία μου, Χριστέ μου''... Κάποτε σταματούσαν με άφηναν, από την εξάντληση χανόμουν, κοιμόμουν δεν ξέρω, πως συνέβαινε, και όταν ξυπνούσα γινόταν πάλι τα ίδια. Αυτά γινόντουσαν μέρες. Είχα χάσει τον χρόνο, δεν ήξερα ακόμα, αν είχαν περάσει μέρες ή μέρα. Κάποια στιγμή, είπα της Παναίας: Παναίτσα μου, πού είσαι, πώς μ΄αφήμεις μοναχή μου; Δεν αντέχω άλλο. Και τότε, ακούω μια υμνωδία γυναικεία, όχι από αυτές, που ακούμε στις κασέτες, αλλά μια απαλή, ψιθυριστή, γλυκιά υμνωδία, που έψελνε το ''Τον Νυμφώνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον''... Άρχιζα κι εγώ να τον ψέλνω κλαίγοντας κι έπαιρνα μεγάλη δύναμη. Όταν, όμως τέλειωσε άρχιζαν οι δαίμονες πάλι τα ίδια. Δεν μπορούσα να κουνηθώ από την μέση και κάτω. 


Ούτε πεινούσα όμως, ούτε διψούσα''. (Τότε έσκυψε κοντά μου και ψιθυριστά μου είπε: ''Οικονόμησε ο Θεός Γιώργο μου και όλες αυτές τις ημέρες δεν είχα καθόλου... φυσικές ανάγκες, καταλαβαίνεις...). Και πράγματι, τα σεντόνια κι οι κουβέρτες της κυρίας Ακριβής ήταν πεντακάθαρα και μύριζαν μια ακατάληπτη ευωδία, που, όταν μπήκαμε στο σπίτι, όλοι την αισθανθήκαμε στις μύτες μας πλουσιοπάροχα! Το πρόσωπό της ημέρεψε τώρα, ήταν γαλήνιο, λαμπερό, φωτισμένο. Συνέχισε: ''Την τελευταία μέρα γυρίζει ένας από δαύτους και κρατάει στα χέρια του έναν, σαν βούρδουλας ήταν και άρχιζε να με χτυπάει στην πλάτη. Φώναζα για βοήθεια, αλλά κανείς γείτονας δεν με άκουγε. Προσευχόμουν μέσα μου και δυνατά πολλές φορές. Κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα εξαντλημένη. Όταν ξύπνησα, ζαλισμένη από τις κακουχίες και τις βασάνους ήμουν σαν να ερχόμουν από άλλο κόσμο... Τότε βλέπω το σπίτι, όπως ήταν πρώτα. Είχαν φύγει αυτοί, τα πράγματα ήταν τακτοποιημένα, όπως εκείνο το Σαββατόβραδο, που ξάπλωσα στο κρεβάτι. 


Και δεν πόναγα, δεν πόναγα καθόλου... Τι παράξενο! Λίγο, πριν σε δω στο τζάμι παιδί μου, έπιανα την νυχτικιά μου και τα ρούχα, να δω, μήπως είναι λερωμένα.... Παράξενο, τα ρούχα μου είναι στεγνά και δεν έχουν τίποτα... Οικονόμησε ο Θεός και δεν είχα φυσικές ανάγκες...! Τότε απευθυνόμενη στις γυναίκες, τις ζήτησε να την βοηθήσουν και να ανασηκώσουν την νυχτικιά της, για να δουν την πλάτη της, αν είχε τίποτα. Ανέβασαν την νυχτικιά της γιαγιάς και, τότε αυτό το θέαμα δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ!... Η πλάτη της ήταν γεμάτη χαρακιές, ακανόνιστες μεταξύ τους, ψιλές και χοντρές τεθλασμένες γραμμές, η μία πάνω στην άλλη. Ήταν, όμως ξεραμένες και η νυχτικιά δεν είχε ίχνος από αίματα, που λογικά έπρεπε να υπάρχουν... Η πλάτη της ήταν σχεδόν, επιφανειακά πολτοποιημένη, η ίδια όμως δεν αισθανόταν κανένα πόνο... 


Την σηκώσαμε να κάτσει σε μια καρέκλα, οι γυναίκες έφτιαξαν καφέ, έφεραν και κάτι λουκούμια, που είχε στην κουζίνα και τα ακούμπησαν πάνω στο τραπέζι της σάλας. Έψαχνε την τσάντα της και ζήτησε, να την βρουν και να της την δώσουν. Μόλις την πήρε στα χέρια της, βγάζει και μου δίνει μια χαρτοπετσέτα, που κάτι είχε μέσα. ''Θυμάσαι Γιώργο μου -μου λέει. Κάθε φορά, που με πήγαινες στο Μοναστήρι μας, σου έδινα λίγα λουλουδάκια, που μάζευα από τα χωράφια εδώ γύρω, για να σε ευχαριστήσω. Είχα φυλαγμένα στην χαρτοπετσέτα αυτή μια χούφτα χαμομήλια, που τα μάζεψα στον κήπο της αυλής. Πάρτα. Δεν μοσχομυρίζουν; Δεν μυρίζουν Θεό παιδί μου; Ε;''.



Επίλογος

 

Στην κηδεία της δυστηχώς δεν ήμουν παρών.
Έμαθα για τον χαμό της πολύ καιρό αργότερα.
Είχαν πάει λίγοι άνθρωποι, τα παιδιά της,
κάποιοι γείτονες και κάποιοι πνευματικοί αδελφοί μας.
Όταν πήγα για πρώτη φορά στον τάφο της
είδα την φωτογραφία της τυλιγμένη σε ένα πλαστικό ντύμα,
μάλλον για να μην χαλάει απ΄την βροχή.
Χωμάτινος ο τάφος μ΄έναν ξύλινο σταυρό κι ένα σιδερένιο κιβώτιο,
που είχε κάρβουνα, φυτίλια και λιβάνι.
Σκεφτόμουν τόσο έντονα το συμβάν εκείνο του ΄97,
ώστε κάνοντας να φύγω πρόσεξα,
πως σε μια άκρη αυτού του τάφου είχαν φυτρώσει λίγα χαμομήλια...!
Μοσχομύριζαν!
Δεν μύριζαν Θεό κυρία Ακριβή;
Ε;


Υ. Γ. Η φωτογραφία της ανάρτησης δεν είναι της κυρίας Ακριβής. 
Την βρήκα τυχαία στο Google. 
Θα μπορούσε όμως και να είναι. 
Εύχεσθε!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος


Ο ΘΩΜΑΣ ΕΚΤΙΣΕ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΠΑΛΑΤΙ


 



Η παράδοση αναφέρει,

ότι ο Θωμάς κληρώθηκε να κηρύξει το Ευαγγέλιο  στους Πέρσες, Μήδους, Πάρθους και τους Ινδούς.

Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος,

ονόματι Αμβάνης,

ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να χτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών,

ένα ανάκτορο που να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια,πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του.

Ο Κύριος γνωρίζοντας,

τι επρόκειτο να κάμει ο Θωμάς στην Ινδία,

φάνηκε σαν άνθρωπος μια μέρα στην αγορά και λέει στον Αμβάνη:

''Θέλεις ν’ αγοράσεις ένα αιχμάλωτο, κτίστη,που έχω;''.

''Ναι,του αποκρίθηκε ο Αμβάνης''.

Τότε έδειξε το Θωμά και συμφώνησαν την αγορά για τρείς λίτρες αργυρίου.


Έγραψε δε ο Ιησούς στο απαραίτητο χαρτί:''Εγώ Ιησούς ο Υιός Ιωσήφ επώλησα σε εσένα τον Αμβάνη,τον δούλο μου Θωμά''.Ο αγοραστής ρώτησε τον Θωμά,αν ήταν αιχμάλωτος του Ιησού.Ο Θωμάς απάντησε:''Ναι,αυτός είναι ο Κύριος μου,που μ’ αγόρασε με μεγάλη τιμή''.Ακολούθησε λοιπόν ο Θωμάς τον Αμβάνη και τον υπηρετούσε σαν δούλος. Την άλλη νύχτα φάνηκε πάλι ο Κύριος σε όραμα και του δίνει τα αργύρια, που πήρε λέγοντας:''Πάρε την αξία της αγοράς σου και τη χάρη μου''.Την άλλη μέρα έφυγε ο έμπορος με το Θωμά για την Ινδία.Στη συνέχεια ήλθε ο Θωμάς στο βασιλιά της Ινδίας Γουνδιαφόρο,που τον ρώτησε,τι ξέρει να κατασκευάζει από ξύλα και τι από λίθους. Ο Απόστολος απάντησε,ότι από ξύλα ξέρει να κατασκευάζει αλέτρια,κουπιά και ζυγούς για βόδια. Από λίθους κολώνες, ναούς και βασιλικά ανάκτορα. Τότε του λέει ο βασιλιάς: ''Μπορείς,λοιπόν,να μου κατασκευάσεις ένα ανάκτορο στον τόπο, που αγαπώ''; Ο Θωμάς υποσχέθηκε,ότι μπορεί.


Τον οδήγησε ο βασιλιάς σ’ ένα πραγματικά ωραίο τόπο με βρύσες και δέντρα,και του είπε:''Σχεδίασε μου σε πάπυρο το σχήμα της οικοδομής για να δω αν μου αρέσει,διότι θα απουσιάσω τρία χρόνια σ’ άλλη χώρα για κάποια υπηρεσία.Θέλω,όταν θα επιστρέψω να είναι έτοιμο το ανάκτορο''.Ο Απόστολος έκαμε ένα ωραιότατο σχέδιο.Ο βασιλιάς χάρηκε για το ωραίο σχέδιο και είπε:''Αληθινά,είσαι άριστος τεχνίτης και πρέπει να υπηρετείς το βασιλιά,αφού είσαι έμπειρος''.Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε να δώσουν στον Απόστολο χρυσάφι, για να αγοράσει τα απαραίτητα για την οικοδομή. Παρακαλούσε εν το μεταξύ τον Απόστολο να βάλει αμέσως τα θεμέλια. Εκείνος του αποκρίθηκε:''Δεν γίνεται να κτίσουμε παλάτι αυτό το μήνα,αλλά τον ερχόμενο,τον Οκτώβριο''. Λέγοντας αυτά εννοούσε τη μέλλουσα ζωή.Σύμφωνα με τη βασιλική διαταγή έδωσαν στο Θωμά ότι χρειαζόταν και αυτός έφυγε για τον τόπο της κατασκευής.Εκεί όμως άρχισε να ετοιμάζει ουράνιο παλάτι για το βασιλιά.Κάθε μέρα δίδασκε και βάπτιζε τους ειδωλολάτρες και μοίραζε τα πλούτη στους φτωχούς.Μετά από καιρό ζήτησε ο βασιλιάς πληροφορίες,αν τελείωσε το οικοδόμημα.


Ο Θωμάς του απάντησε ότι χρειάζεται κι άλλα ακόμη έξοδα για να κατασκευάσει τη στέγη.Ο βασιλιάς έστειλε πολύ χρυσάφι κι ένα γράμμα,που έλεγε:''Να την κατασκευάσεις το γρηγορότερο τη στέγη των ανακτόρων,όσο πιο ωραία γίνεται για να το δεις τελειωμένο και να σε δοξάσω με επαίνους και εγκώμια''.Ο Απόστολος μόλις πήρε τα χρήματα,ευχαριστώντας το Θεό είπε:''Σ’ ευχαριστώ φιλάνθρωπε Κύριε,διότι γνωρίζεις με πολλούς και ποικίλους τρόπους να ετοιμάζεις τη σωτηρία κάθε ανθρώπου''.Και μοίρασε πάλι τα χρήματα στους φτωχούς.Μετά από λίγο καιρό έτυχε να πάνε στο βασιλιά κάποιοι άνθρωποι από τον τόπο,όπου έμενε ο Θωμάς. Τους ρώτησε λοιπόν, ο βασιλιάς,για να πληροφορηθεί την ομορφιά και το μεγαλείο των ανακτόρων. Εκείνοι του είπαν: ''Μην περιμένεις βασιλιά, απ’ εκείνον οικοδομές, γιατί αυτός μοίρασε στους φτωχούς,όλο το χρυσάφι. Όχι μόνο αυτό, αλλά και κηρύττει ένα Θεό άγνωστο και κάνει θαύματα''. Ο βασιλιάς ταράχθηκε και διέταξε να φέρουν μπροστά του το Θωμά.Παρουσιάστηκε ο Θωμάς κι ο βασιλιάς με θυμό τον ρώτησε αν έκτισε το παλάτι.


Ο Απόστολος αποκρίθηκε:''Το παλάτι εκείνο,που έμαθα να κτίζω από τον μόνο αρχιτέκτονα Χριστό,το έκτισα πολύ ωραίο''.Και ο βασιλιάς του είπε:''Αυτή την ώρα να πάμε να το δούμε''.Ο Θωμάς του είπε:''Νομίζω,ότι δεν χρειάζεται για τον παρόντα κόσμο.Όταν φύγεις από τον κόσμο αυτό,τότε θα σου χρησιμεύσει''.Ο βασιλιάς νόμισε,ότι τον κορόιδευε και σαν θηρίο θυμωμένος είπε:''Αυτόν τον απατεώνα να τον κλείσετε σε σκοτεινό λάκκο μαζί με τον έμπορο,που τον έφερε εδώ''. Ενώ ο Απόστολος ήταν στη φυλακή, ο αδελφός του βασιλιά, κυριευμένος από λύπη για την ζημιά, αρρώστησε βαριά. Κάλεσε λοιπόν, τον αδελφό του και του είπε: ''Εγώ λυπήθηκα για τη ζημιά,που πάθαμε από εκείνο τον απατεώνα,αρρώστησα και φεύγω από αυτή τη ζωή''.Ύστερα από λίγη ώρα έμεινε νεκρός.Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και την έφερε στις σκηνές των Δικαίων και τον ρωτούσε σε ποιά θέλει να κατοικήσει.


Βλέποντας η ψυχή μια ωραιότατη παρακαλούσε να μείνει σ’ αυτή. Τότε ο Άγγελος του είπε;:''Σ’ αυτή δεν μπορείς να κατοικήσεις,επειδή είναι του αδελφού σου,που του την έκτισε ο Θωμάς''.Η ψυχή τότε αποκρίθηκε:''Σε παρακαλώ άφησε με να γυρίσω πίσω στον αδελφό μου για να την αγοράσω και μετά επιστρέφω πάλι εδώ''.Ο Άγγελος έδωσε την ψυχή στο νεκρό σώμα.Αμέσως ο νεκρός αναστήθηκε και ζήτησε τον αδελφό του.Ο βασιλιάς ήλθε κοντά του κι εκείνος τότε του είπε:''Αδελφέ μου πιστεύω,ότι προτιμάς να δώσεις το μισό της βασιλείας σου,για να με δεις ζωντανό.Τώρα μια μικρή χάρη σου ζητώ''.Του είπε ο βασιλιάς:''Πες το και θα κάνω ότι μπορώ''.Ο αδερφός του,του είπε:''Δώσε μου το παλάτι,που έχεις στους ουρανούς και πάρε,όσα χρήματα θέλεις''.Του είπε ο βασιλιάς:''Εγώ έχω παλάτι στον ουρανό;Από που;'' Ο αδερφός του,του είπε:''Ναι, έχεις,αν και συ δεν το γνωρίζεις.Σου το έκτισε ο ξένος,που είναι στη φυλακή. Είναι ωραιότατο,το είδα,όταν μ’ άρπαξε Άγγελος Κυρίου''.



Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε και απέφυγε να εκπληρώσει την υπόσχεση του λέγοντας:

''Αν το θέμα, αδελφέ μου,

ήταν στη βασιλεία μου και στην εξουσία μου θα τηρούσα την υπόσχεση μου.

Τώρα όμως αυτό βρίσκεται στον ουρανό.

Πάρε,όμως εσύ τον ίδιο το Θωμά για να σου κατασκευάσει καλύτερο''.

Μετά απ’ αυτά ελευθέρωσε το Θωμά και τον Αμβάνη και τους ζήτησε συγνώμη για το σφάλμα του.

Ο Θωμάς ευχαρίστησε τον Κύριο και βάπτισε αυτούς και όλους τους άρχοντες.

Το παράδειγμα του Γουνδιαφόρου ακολούθησαν πολλοί και βαπτίσθηκαν και αυτοί Χριστιανοί!...

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΥΡΑ ΚΟΣΜΑΝ ΤΟΝ ΑΙΤΩΛΟΝ


 


 

Αυτός ο τη αληθεία άνθρωπος του Θεού,διδάσκαλος και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου Κοσμάς,

ήταν από την Αιτωλίαν,από ένα μικρόν χωρίον ονομαζόμενον Μέγα Δένδρον

γονέων ευσεβών υιός,παρά των οποίων ανατραφείς και παιδευθείς εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου,

κατά τον Απόστολον,

όταν ήτον χρόνων είκοσιν, ίσως και επέκεινα,άρχισε να διδάσκεται τα γραμματικά υποκάτω εις τον ιεροδιάκονον Ανανίαν τον καλούμενον Δερβισάνον.

Επειδή δε κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με φήμην μεγάλην και το σχολείον του Βατοπεδίου εις το Άγιον Όρος,

μετέβη εις εκείνο με άλλους έδικούς του συμμαθητάς ουκ ολίγους.

Εκεί ετελείωσε τα γραμματικά υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν, μετά δε ταύτα 

παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον τον εκ Μετζόβου,όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφώτατον Ευγένιον.

Ήταν δε ακόμα λαϊκός Κώνστας καλούμενος, πλήν και εις το σχήμα όντας των λαϊκών 

εφαίνετο εστολισμένος με την σεμνότητα του μοναδικού σχήματος και κατά πάντα ηγωνίζετο 

και τον εαυτόν του εγύμναζε πρός τελείαν άσκησιν. επειδή δε πάλιν η περίφημος εκείνη σχολή,

αναχωρησάντων των διδασκάλων,ερημώθη και κατήντησε να γένη ως το απ’ αρχής.


Τότε δή ο καλός Κώνστας αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις την ιεράν μονήν του Φιλοθέου,και εκεί πρώτον μεν εκουρεύθη μοναχός και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα.Μετά τούτο, της Μονής χρείας εχούσης εφημερίου,προτροπή σφοδροτέρα και δεήσει των πατέρων,χειροτονείται και Ιερομόναχος είχε δε πόθον πολύν ο μακάριος εις την καρδίαν του,εξ αρχής έτι κοσμικός όντας,διά να ωφελήση και τους αδελφούς του Χριστιανούς από εκείνα οπού έμαθε.και πολλάκις έλεγε πως οι αδελφοί μας Χριστιανοί έχουν μεγάλην χρείαν από λόγον Θεού,και ότι χρέος έχουν εκείνοι οπού σπουδάζουν να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς μεγάλων και να ματαιώνουν την σπουδήν τους,διά να αποκτήσουν πλούτον και αξιώματα,αλλά να διδάσκουν μάλιστα τον κοινόν λαόν, οπού ζουν με πολλήν απαιδευσίαν και βαρβαρότητα, διά να αποκτήσουν μισθόν και δόξαν αμάραντον.


Αλλά με όλον οπού είχε τόσον πόθον και ζήλος πολύς άναπτεν εις την ιεράν του καρδίαν διά την ωφέλειαν των πολλών όμως πάλιν και συλλογιζόμενος πόσον είναι μέγα και δύσκολον το εγχείρημα του Αποστολικού κηρύγματος,ως ταπεινόφρων και μέτριος,δεν ετόλμησεν αφ’ εαυτού του να επιχειρισθή,χωρίς να καταλάβη την θείαν βούλησιν• όθεν θέλοντας να δοκιμάση,αν είναι τούτο θέλημα Θεού,ανοίγει την θείαν Γραφήν και,ώ του θαύματος! ευρέθη ευθύς εμπροσθέν του το λόγιον του Αποστόλου,οπού λέγει «μηδείς τω εαυτού ζητείτω,αλλά τω του ετέρου έκαστος» (ά Κορ. ί , 24),ήγουν,ας μη ζητή τινάς μόνον το συμφέρον το εδικόν του,αλλά και το συμφέρον του αδελφού του.Πληροφορηθείς λοιπόν εκ τούτου και φανερώσας τον σκοπόν του τούτον και εις άλλους πνευματικούς πατέρας και λαβών συγχώρησιν παρ’ αυτών,πηγαίνει εις την Κωνσταντινούπολιν, διά να ανταμώση και τον αυταδελφόν του διδάσκαλον Χρύσανθον,όστις και τον έδειξεν και μερικήν τινά τέχνην ρητορικήν,διά να ομιλή τάχα με κάποιαν μέθοδον.


Φανερώσας λοιπόν και εις τους εκείσε ευλαβεστέρους αρχιερείς και διδασκάλους τον αυτόν λογισμόν του και ευρών όλους συμφώνους παρακινούντας αυτόν εις τον θείον τούτον έργον,λαμβάνει έγγραφον άδειαν παρά του τότε Πατριαρχεύοντος Σεραφείμ του εκ Δελβίνου,και ούτως άρχισεν ο μακάριος να κηρύττη το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των ουρανών,πρώτον μεν εις τας Εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως εκείθεν δε επήγεν εις Ναύπακτον,εις Βραχώρι,εις Μεσολλόγγι και άλλους τόπους,και πάλιν ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν• και συμβουλευθείς με τον τότε Πατριάρχην Σωφρόνιον και παρ’ αυτού λαβών νέαν άδειαν και ευλογίαν,άρχισε να κηρύττη πάλιν τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα και ζήλον.και δή περιελθών όλα σχεδόν τα Δουκάνησα και διδάξας τους Χριστιανούς να μετανοούν και να πράτουν άξια έργα της μετανοίας, εκείθεν εγύρισεν εις το Άγιον Όρος κατά το αψοε” (1775) έτος,και περιπατήσας εις τα εκείσε μοναστήρια και σκήτας και διδάξας τους εν αυτοίς πατέρας,έμεινεν ολίγον καιρόν αναγινώσκοντας τα θεία βιβλία των πατέρων.


Μη δυνηθείς δε να υποφέρη περισσότερον από την αγάπην οπού άναπτεν εις την καρδίαν του διά την ωφέλειαν των Χριστιανών,(καθώς πολλάκις ο ίδιος το έλεγεν εις πολλούς πατέρας) ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος, και αρχινώντας από τα έξω του όρους χωρία επήγε κηρύττοντας εις την Θεσσαλονίκην,εις την Βέρροιαν και εις όλην σχεδόν την Μακεδονίαν• επροχώρησε και εις τα μέρη της Χειμάρρας, Ακαρνανίας,Αιτωλίας έως και εις αυτήν την Άρταν και την Πρέβεζαν.Εκείθεν δε έπλευσεν εις την Αγίαν Μαύραν και εις Κεφαλληνίαν•και όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος,εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών,και ήκουαν μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις και ωφέλεια ψυχική.Ήτον δε η διδαχή του,καθώς ημείς αυτήκοοι αυτής εγενόμεθα, απλουστάτη,ωσάν εκείνη των αλιέων•ήτον γαλήνιος και Ησύχιος,οπού εφαίνετο καθολικά να είναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού και ησύχου Αγίου Πνεύματος μάλιστα δε εις την νήσον της Κεφαλληνίας μεγάλον καρπόν ψυχικής ωφελείας έκαμεν ο ιερός ούτος διδάσκαλος με τον σπόρον της ενθέου διδασκαλίας του,αλλά και ο Θεός άνωθεν συνήργει και εβεβαίωνε τα λόγια του με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα,καθώς ποτέ διά των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίωνε και το κήρυγμα των Ιερών Αποστόλων του διότι εις την νήσον ταύτην ήτον ένας πτωχός ράπτης, όστις είχεν από χρόνων πολλών το δεξιόν χέρι ξηρόν και ανενέργητον•ούτος λοιπόν προσδραμών εις τον Άγιον εδέετο να τον ιατρεύση• ο δε επαρακίνησεν αυτόν να έλθη με ευλάβειαν εις την διδαχήν του και ο Θεός θέλει τον ευσπλαγχνισθή. 


Υπήκουσεν ο πτωχός και αφ’ ου ήκουσε την διδαχήν του, ώ του θαύματος!την άλλην ημέραν ευρέθη τελείως ιατρευμένος• άλλος πάλιν παράλυτος ακούοντας τούτο το παράδοξον έκαμε να τον υπάγουν με την κλίνην εις την ώραν της διδαχής του,και μετά ολίγας ημέρας έμεινε και αυτός όλος υγιής,δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστώντας τον Άγιον.Εις το κάστρον της Άσσως ήτον ένας ευγενής,όστις είχε δεινήν ασθένειαν εις τα αυτία,οπού από πολλούς χρόνους ήτον σχεδόν χαμένη η ακοή του ούτος πηγαίνοντας με ευλάβειαν και πίστιν εκεί οπού εδίδασκεν ο Άγιος,ευθύς άρχισε να ακούη καθαρά, και από τότε έμεινε τεθεραπευμένος.Χωρίον είναι της Κεφαλληνίας ονομαζόμενον Κουρουνοί• από τούτο το χωρίον περνώντας ο Άγιος εν καιρώ καλοκαιρίου εδίψησεν εις τον δρόμον και εζήτησε να του δώσουν νερόν από το ξηροπήγαδον οπού ήτον εκεί κοντά οι άνθρωποι του είπον ότι ήτον εύκαιρον,όμως διά να κάμουν υπακοήν, επήγαν και έβγαλαν από το βάθος του πηγαδίου νερόν,γεμάτον από λάσπην και χώμα,και του το έφεραν και βάλλοντάς το εις το στόμα του έπιεν ολίγον τι και από τότε ανέβλησε παραδόξως το ξηροπήγαδον εκείνο νερόν καθαρόν,και είναι πάντοτε γεμάτον και εις τον χειμώνα και εις το καλοκαίρι,και εις πολλάς ασθενείας γίνεται ιαματικόν.


Διά το πολύ πλήθος του λαού, οπού δεν τους εχώρει καμμία εκκλησία, εξ ανάγκης έκανε την διδαχήν του έξω εις τας πεδιάδας όθεν εσυνήθιζε και όπου έμελλε να σταθή να διδάξη πρώτον έλεγε και εκατασκεύαζαν ένα σταυρόν ξύλινον μεγάλον και τον έστηναν εκεί• έπειτα, ακουμβίζοντας επάνω εις το ξύλον του σταυρού το σκαμνί,το οποίον,ως λέγουν,του το εκατασκεύασεν ωσάν θρονί ο Κούρτ Πασσιάς,εις το οποίον αναβαίνοντας εδίδασκε.Μετά δε την διδαχήν,το μεν σκαμνί το εδιάλυε και το έπαιρνε μαζί του,όπου και αν υπήγαινεν, ο δε σταυρός έμενεν εκεί εις ενθύμησιν παντοτεινήν του κηρύγματός του.Εις εκείνους λοιπόν τους τόπους όπου ήτον στημένοι οι σταυροί ενήργει ο Θεός πολλά θαυμάσια,δι’ ο και εις το μέσον του παζαρίου του Αργοστολίου,ήτις είναι χώρα της αυτής Κεφαλληνίας,όπου άφησεν ο Άγιος ένα τοιούτον σταυρόν,ανέβλυσεν ένα νερόν θαυμαστόν,το οποίον φαίνεται έως την σήμερον,χωρίς ποτέ να ολιγοστεύση.


Από την Κεφαλληνίαν επέρασεν εις την Ζάκυνθον,συνοδευόμενος περισσότερον από δέκα καΐκια γεμάτα από ευλαβείς Κεφαλλωνίτας,άλλ’ όμως εκεί δεν ευτύχησεν ο ευλογημένος όθεν ολίγον τι διδάξας εκεί μόνον εγύρισε πάλιν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθεν επήγεν εις τους Κορυφούς,όπου και εδεξιώθη μεγάλως παρά πάντων,και μάλιστα παρά του ηγεμόνος αυτού.Επειδή όμως εσυνάχθη πλήθος πολύ από τα χωρία,διά να ακούσουν την διδαχήν του Αγίου,οι της πόλεως προεστεύοντες,τον φθόνον φοβούμενοι,παρεκάλεσαν αυτόν να αναχωρήση ταχύτερον και ούτως,ίνα μη αίτιος γένηται σκανδάλων και ταραχών εις τους λαούς, εκείθεν αναχωρήσας μετέβη εις το αντίπεραν μέρος της Στερεάς, ήγουν της Αρβανιτίας,ονομαζόμενον Άγιοι Σαράντα, και εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς,περιπατών και διερχόμενος τας βαρβαρικάς εκείνας επαρχίας,εις τας οποίας εκινδύνευε να χαθή τελείως η ευσέβεια και η Χριστιανική ζωή,διά την πολλήν άμάθειαν οπού είχον οι εκείσε Χριστιανοί και διά τα πολλά κακά και φόνους και κλεψίας,και άλλας μυρίας παρανομίας, εις τας οποίας ήσαν δεδεμένοι, και παρ’ ολίγον ήσαν χειρότεροι εις την κακίαν από τους ασεβείς.


Όθεν εις τούτων των Χριστιανών τας κεχερσωμένας και εξηγριωμένας καρδίας σπείρας τον σπόρον του Θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς έκαμε,συνεργούσης της Θείας χάριτος, πολλούς και μεγάλους καρπούς,διατί τους αγρίους ημέρωσε,τους ληστάς καταπράυνε,τους ασπλάχνους και ανελεήμονας έδειξε ελεήμονας,τους ανευλαβείς έκαμεν ευλαβείς,τους αμαθείς και αγροίκους εις τα θεία εμαθήτευσε και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας Ιεράς Ακολουθίας και όλους απλώς τους αμαρτωλούς έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν και διόρθωσιν,ώστε οπού έλεγον όλοι ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος.Εκατάστησε σχολεία πανταχού διά μέσου της διδασκαλίας του,τόσον ελληνικά, όσον και κοινά,τόσον εις τας χώρας,όσον και εις τα χωρία,διά να πηγαίνουν εις αυτά τα παιδία και να μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα,και εκ τούτων να στερεώνωνται μεν εις την πίστιν καί την ευσέβειαν,να οδηγώνται δε εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν. Εκατάπεισε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας κολυμβήθρας μεγάλας χαλκωματένιας πρός δώδεκα γρόσια την κάθε μίαν και τας αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας, να ευρίσκωνται εκεί παντοτεινά πρός μνημόσυνόν τους, διά να βαπτίζωνται καθώς πρέπει τα παιδία των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τον τρόπον και άγόραζαν βιβλία πατερικά και Χριστιανικαίς διδασκαλίαις, κομπολόγια, σταυρούδια μικρά και μπόλιαις και κτένια, από τα οποία τα μεν βιβλία εμοίραζε χάρισμα εις εκείνους οπού υπέσχοντο να μάθουν,ταίς δε μπόλιαις εμοίραζεν (υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδες) εις τας γυναίκας,διά να σκεπάζουν την κεφαλήν των,τα δε κτένια εις εκείνους οπού έταζαν να αφήσουν τα γένεια και να ζουν ένάρετα και Χριστιανικά, τα δε κομπολόγια και σταυρούδια εμοίραζαν (υπέρ τας πεντακοσίας χιλιάδας) εις τον κοινόν λαόν,διά να συγχωρούν τους αγοράζοντας.


Είχε τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα Ιερείς οπού τον ηκολούθουν κατόπιν,και όταν έμελλε να υπάγη από την μίαν χώραν εις την άλλην επαράγγελε πρώτον εις τους Χριστιανούς να εξομολογηθούν,να νηστεύσουν και να κάμουν και αγρυπνίαν με μεγάλην φωτοχυσίαν• είχε γάρ επίτηδες κατασκευασμένα μανουάλια ξύλινα,χωρούντα καθ’ ένα από εκατόν κηρία,τα οποία διαλύοντας τα έπαιρνε μαζί του.Έπειτα μοιράζοντας εις όλους κηρία δωρεάν,έβαλλε τους Ιερείς και εδιάβαζαν το Άγιον Ευχέλαιον και εχρίοντο όλοι οι Χριστιανοί, και εις το τέλος έκαμνε την διδαχήν• επειδή δε του ηκολούθει λαός πολύς, δύο και τρείς χιλιάδες,επρόσταζεν από το εσπέρας και ετοίμαζαν σακκία πολλά ψωμί και καζάνια σιτάρι βρασμένον,έπειτα το επήγαιναν έξω εις τον δρόμον από εκεί, όπου ήθελε να διαβή ο λαός,και ούτως έπαιρναν όλοι από εκείνα και εσυγχώρουν ζώντας και τεθνεώτας.Ενήργησε δε ο Θεός δι’ αυτού και εκεί εις την Αλβανιτίαν,ομοίως και εις άλλους τόπους, τοιαύτα θαυμάσια ένας Τούρκος άξιωματικός ή από τους Εβραίους ή από τον δαίμονα παρακινημένος τόσον μίσος έλαβε κατά του Αγίου,οπού μίαν φοράν καβαλλικεύσας το αλογόν του έτρεχε διά να τον φθάση και να τον κακοποιήση, αλλά τρέχοντας το άλογον τον έρριψε κάτω και εσύντριψε τον δεξιόν του πόδα και γυρίζοντας εις το σπίτι του εύρε τον υιόν του αποθαμένον•όθεν μετανοήσας έστειλεν επιστολήν εις τον Άγιον και εζήτησε παρ’ αυτού συγχώρησιν.


Από ταις Φιλιάταις οι πρώτοι αγάδες επήγαν, διά να ιδούν τον Άγιον και να ακούσουν την διδαχήν του, και επειδή ήτον καλοκαίρι, εκοιμήθηκαν έξω εις τον κάμπον,και πρός τας πέντε ώρας της νυκτός είδον ένα φώς ουράνιον,ωσάν σύννεφον,οπού εσκέπαζε τον τόπον εκείνον,οπού εκάθητο ο Άγιος, το οποίον εδιηγούντο εις τους Χριστιανούς όθεν το πρωΐ εζήτουν να τους δώση την ευχήν του ο Άγιος από την καρδίαν του και όχι από τα χείλη του. Άλλος πάλιν Τούρκος αξιωματικός από την Καββαίαν, είχε δεινήν ασθένειαν φιάγγου,οπού δεν εδύνετο να χύση το νερόν του ούτος ακούοντας διά τον Άγιον έστειλε τον δούλόν του παρακαλώντάς τον να υπάγη εκεί,διά να τον ευχηθή και διά μέσου του ίσως ο Θεός να τον ιατρεύση. Ο Άγιος δεν ηθέλησε να υπάγη ονομάζοντας τον εαυτόν του αμαρτωλόν• πάλιν έστειλεν ο Τούρκος τον δούλόν του με ένα αγγείον νερόν παρακαλώντας τον Άγιον να του το ευλογήση• τότε βλέποντας την μεγάλην ευλάβειαν του Τούρκου ο Άγιος του εμήνυσε να κάμη δύο προστάγματα,να μη πίνη ρακί και να μοιράση το δέκατον του πλούτου του εις τους φτωχούς,και άφ’ ου υπεσχέθη να τα κάμη ευλόγησε το νερόν και πίνοντάς το ο ασθενής εις τέσσαρας ημέρας ιατρεύθη τελείως,όθεν έκαμε μεγάλας ελεημοσύνας.Κατά το φανάρι εις τόπον λεγόμενον Λυκουρίσι, ένας Τούρκος εξουσιαστής του τόπου βλέποντας τον σταυρόν οπού αφήκεν εκεί ο Άγιος,όταν εδίδαξε, καθώς είχε συνήθειαν, ως προείπομεν, τούτον λέγω βλέποντας,τον έβγαλεν από τον τόπον του και τον έφερνεν εις το σπίτι του διά να κάμη δύο στύλους του κρεββατικού,οπού είχεν εις την δραγάταν του,άλλ’ ευθύς,ώ του θαύματος! 


Γίνεται ωσάν ένας φοβερός σεισμός.Και μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του έπεσε κατά γής κυλιόμενος ώραν πολλήν και αφρίζων και τρίζων τους οδόντας του ωσάν δαιμονισμένος ύστερον δε σηκωθείς από δύο Τούρκους οπού εδιάβαινον εκείθεν και ελθών εις τον εαυτόν του,εγνώρισε πως τούτο το έπαθεν από θεϊκήν όργήν,διά την τόλμην οπού έλαβε και έβγαλε τον τίμιον σταυρόν• όθεν μόνος του τον επήγε και τον εστερέωσε πάλιν εις τον τόπον, όπου ήτον και πρωτύτερα,και κάθε ημέραν επήγαινε και τον εφίλει με μεγάλην ευλάβειαν.και άλλην φοράν οπού επέρασεν εκείθεν ο Ιερός διδάσκαλος έδραμεν αυτός ο ίδιος Τούρκος εις προσκύνησίν του,και εδιηγείτο παρρησία εις όλους το θαύμα και εζήτει ταπεινώς την συγχώρησιν.Επειδή δε ο Άγιος ήλεγχε τας γυναίκας εκείνας οπού φορούν στολίδια και τας εκατάπεισε διά της διδαχής του να τα απορρίψουν όλα,τόσον οπού και μερικαίς εμαυροφορούσαν.Μία γυναίκα πλουσία εις την Κόριζαν είχε παιδίον,του οποίου την κεφαλήν εστόλιζε με πολλά φλωρία και άλλα στολίδια περιττά ταύτην την γυναίκα εσυμβούλευσε πολλάκις ο Άγιος να διαμοιράση ταύτα εις πτωχά παιδία,εάν θέλη να ζήση το τέκνον της, αλλά δεν του υπήκουσε• τέλος,της λέγει ότι άν δεν εβγάλη από το παιδί της τα στολίδια,έχει να το στερηθή ογλήγορα• και επειδή ούτε τότε επείσθηκε,την ακόλουθον ημέραν ευρήκε εις το στρώμα αποθαμένον το τέκνον της και τότε εγνώρισεν ότι διά την απείθειάν της ο Θεός την επαίδευσε.


Πάλιν,επειδή ο Άγιος όπου επήγαινεν εδίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάμνουν παζάρια την Κυριακήν ούτε άλλας εργασίας,αλλά να πηγαίνουν εις τας Εκκλησίας,διά να ακούουν τας Ιεράς Ακολουθίας και τα θεία λόγια,όσοι του επαρήκουον,ο Θεός τους επαίδευε με διάφορα παιδευτήρια• όθεν εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες,έως μίαν ώραν μακράν από την Άρταν,ένας πραγματευτής,επειδή παρήκουσε και ετόλμησε να πραγματευθή την Κυριακήν,ευθύς εξηράνθη η χείρ του δραμών δε πρός τον Άγιον και ζητήσας συγχώρησιν διά την αμαρτίαν του μετά ολίγας ημέρας ιατρεύθη.Ομοίως και εις την Πάργαν ένας εργαστηριάρης,επειδή ηθέλησε να πωλήση μερικόν πράγμα την Κυριακήν,επιάσθη το χέρι του ωμολογήσας δε την αμαρτίαν του εμπρός εις τον Άγιον και νουθετηθείς ύπ’ αυτού έλαβε την συγχώρησιν ομού και την ποθουμένην ιατρείαν της χειρός του.Κατά το Ξηρόμερον έτυχε μία γυναίκα και εζύμωσε την Κυριακήν,και αφού έβγαλε το ψωμί από τον φούρνον,το ηύρε κόκκινον ωσάν να το είχε ζημώσει με το αίμα όθεν προσπίπτουσα εις τους πόδας του Αγίου έλαβε την πρέπουσαν διόρθωσιν.εις άλλα δε μέρη,διατί δεν εφυλάχθη το πρέπον σέβας της Κυριακής,άλλου έσκιασε το βόδι του,άλλου το μουλάρι του και άλλος εδαιμονίσθη και άλλος εύρε το παιδί του αποθαμένον.


Είς ένα χωρίον της Καστορίας ονομαζόμενον Σέλτζα,μία γυναίκα έχουσα ευλάβειαν εις τον Άγιον επήρε το νερόν με το οποίον ένιψε ποτέ το πρόσωπόν του ο Άγιος και το εφύλαξεν εις αγγείον υάλινον καί,ώ του θαύματος! μέσα εις αυτό εφύτρωσεν ένα χορτάρι με δύο φύλλα μόνον,το οποίον έγινε μεγάλον,όσον ήτον το αγγείον και έπλεεν επάνω εις το νερόν χωρίς να έχη ρίζαν, και δεν άλλαξε τελείως το χρώμα του,άλλ’ έμεινε δροσερόν διά ένα ολόκληρον χρόνον,εις τρόπον οπού εθαύμαζον όσοι το έβλεπον•και αυτό το νερόν έκαμε πολλάς ιατρείας εις πολλούς,καθώς έλεγεν η αυτή ευλαβής γυνή.Αυτά και άλλα περισσότερα ενήργησε δι’ αυτού ο Θεός, τα οποία ημείς διά συντομίαν αφήνομεν. Επειδή δε ο Άγιος πολλές φορές έλεγε φανερά εις την διδαχήν του,ότι επροσκαλέσθη εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου άπ’ αυτόν τον ίδιον Ιησούν Χριστόν και διά την αγάπην αυτού μέλλει να χύση το αίμά του,έλαβε τέλος πάντων η πρόρρησίς του αύτη την έκβασιν.Την έλαβε δε τοιουτοτρόπως:


Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος ποτέ δεν άνοιξε στόμα να ειπή λόγον εναντίον των Εβραίων ούτε εις τή Θεσσαλονίκην,ούτε εις την Καστορίαν,ούτε εις τα Ιωάννινα, ούτε εις κανένα άλλο μέρος,όπου ήσαν Εβραίοι,αλλά μόνον τους Χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ωσάν Χριστιανοί και να φυλάττουν αλήθειαν και εμπιστοσύνην πρός τους εξουσιαστάς οπού τους έδωκεν ο Θεός· καθώς οι ίδιοι Αρβανίται πηγαίνοντες εκεί οπού εδίδασκεν εις τας έξω πεδιάδας,τα ήκουαν από το στόμα του και ως άνθρωπον Θεού τον εκήρυττον,εις τόσον ότι και ο Κούρτ Πασιάς ακούοντας την καλήν του φήμην επρόσταξε και ήλθεν εμπροσθέν του και τόσον καλά του άρεσεν η ομιλία του,ώστε οπού και το θρονί εκείνο,οπού προείπομεν,του έκατασκεύασε και με κατηφέ το ένδυσε,διά να αναβαίνη εις αυτό και να διδάσκη από υψηλά τους λαούς,αλλά το παμπόνηρον και μιαρότατον τούτο γένος των μισοχρίστων Εβραίων,καθώς εις τους απερασμένους αιώνας έδειξεν πάντοτε άκραν κακίαν εναντίον των Χριστιανών, ούτω και τώρα μην υποφέροντες να κηρύττεται η πίστις και το Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού,οι Εβραίοι οπού κατοικούν εις τα Ιωάννινα επήγαν οι θεοήλατοι και είπαν εις τον πασσιάν του τόπου πως ο Ιερός ούτος Κοσμάς ήτον απεσταλμένος από τους Μοσκόβους,διά να ξεπλανά τον βασιλικόν ραγιάν,να πηγαίνουν εις την Μοσκοβίαν•αλλά τούτον μεν η Θεία πρόνοια τότε διαφύλαξεν από την θανατηφόρον ταύτην επιβουλήν,επροξενήθη όμως αρκετή ζημία χρημάτων εις το κοινόν των Χριστιανών εντεύθεν λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς άρχισε να στηλιτεύη την πονηρίαν και το αδιάλλακτον μίσος οπού έχουν κατά των Χριστιανών. 


Οι Εβραίοι, και επειδή φανερά απεδείχθη,πως ήτον πλάσμα και σαφής συκοφαντία εκείνη η κατηγορία,οπού έκαμαν εις τον Πασσιάν,πάλιν επήγεν εις τα Ιωάννινα και πρώτον μεν εκατάπεισε τους Χριστιανούς να μεταβάλουν το κοινόν παζάρι από την Κυριακήν εις το Σάββατον,το οποίον τους επροξένησε μεγίστην φθοράν, δεύτερον τους έκήρυξε διά φανερούς έχθρούς,και ότι είναι έτοιμοι κάθε καιρόν να κάνουν κάθε κακόν εις τους Χριστιανούς τρίτον θέλοντας να εβγάλη από τας κεφαλάς των Χριστιανών τας μακράς φούντας και τα τοιαύτα, τα οποία όλα ήγόραζαν από τους Εβραίους, τους εδίδασκε πως είναι ακάθαρτα,ότι επί ταύτου διά τους Εβραίους,τους εδίδασκε πως είναι ακάθαρτα,ότι επί ταυτού διά τους Χριστιανούς οι θεοκτόνοι τα μολύνουν και να μη αγοράζουν ολότελα• και λοιπόν μην υποφέροντες πλέον να βλέπουν και να άκούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, επήγαν εις τον Κούρτ Πασσιάν και του έδωκαν πουγγία πολλά, διά να τον εβγάλη από την ζωήν• όστις και συμβουλευθείς με τον χότζαν του άπεφάσισε διά μέσου αυτού να τον θανατώση,το οποίον και έγινε με τοιούτον τρόπον: 


Συνήθειαν είχεν ο Άγιος όπου και αν επήγαινε να διδάξη,να παίρνη πρώτον την άδειαν από τον αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτρόπους του ομοίως να στείλη άνθρώπους Χριστιανούς να παίρνουν την αυτήν άδειαν και από τους εξωτερικούς εξουσιαστάς, και ούτως εκήρυπεν ανεμποδίστως. Πηγαίνοντας λοιπόν εις ένα χωρίον της Αλβανιτίας, λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την άδειαν παρά του άρχιερέως του τόπου, ερευνώντας δε και διά τους εξωτερικούς εξουσιαστάς και μανθάνοντας ότι ο Κούρτ Πασσιάς ώριζε τους τόπους εκείνους, όστις έκάθητο εις ένα χωρίον Μπεράτι ονομαζόμενον,μακράν δώδεκα ώρας. Μανθάνοντας δε και ότι ο χότζας του αυτού Πασσιά εκάθητο εκεί κοντά,έστειλεν άνθρωπον και επήρεν την άδειαν και εδίδαξε,πλήν όμως δεν εύχαριστήθη,άλλ’ εζήτησε να υπάγη και μόνος του ο ίδιος εις τον χότζαν και να πάρη θέλημα διά το ασφαλέστερον. Οι Χριστιανοί όμως τον εμπόδισαν πρός ώραν λέγοντές του,ότι ποτέ δεν έκαμε τοιούτον πράγμα,να υπάγη αυτοπροσώπως εις τους εξουσιαστάς Αγαρηνούς να ζητήση άδειαν• όμως δεν εδυνήθησαν εις όλον το ύστερον να τον εμποδίσουν• όθεν λέγοντάς τους ο Άγιος να μην εξετάζουν περισσότερον,παίρνει μαζί του τέσσαρας καλογήρους και ένα παπάν διά δραγουμάνον και πηγαίνει εις τον χότζαν.


Ο χότζας καμώνεται και του λέγει πως έχει γράμματα από τον Κούρτ Πασσιάν, όστις τον διορίζει διά να τον στείλη εις αυτόν διά να συνομιλήσουν όθεν επρόσταξε τους άνθρώπους του να φυλάγουν τον Άγιον έως να τον στείλη εις το Πασσιάν, και να μη τον αφήσουν να έβγη από την αυλήν του. Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος,πως έχουν να τον θανατώσουν όθεν εδόξασε και ευχαρίστησε τον δεσπότην Χριστόν,οπού τον ηξίωσε να τελειώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριον• έπειτα στραφείς πρός τους καλογήρους οπού τον συνόδευαν,τους λέγει εκείνο το ψαλμικόν «διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον,χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής του,αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαραίς και ξεφαντώματα.Αφού δε εξημέρωσε,τον επήραν έπτά δήμιοι Αγαρηνοί και τον έβαλαν επάνω εις ένα άλογον,καμωνόμενοι τάχα πως έχουν να τον υπάγουν εις τον Κούρτ Πασσιάν,άλλ’ όταν έμάκρυναν έως δύο ωρών διάστημα,τον έφεραν εκεί οπού έτρεχεν ένας μεγάλος ποταμός, και ούτω πεζεύοντες αυτόν του έφανέρωσαν την προσταγήν οπού είχαν από τον Κούρτ Πασσιάν,διά να τον θανατώσουν.


Ο Άγιος εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού άπόφασιν και κλίνας τα γόνατα επροσευχήθη εις τον Θεόν ευχαριστών και δοξάζων αυτόν ότι διά την αγάπην του θυσιάζει την ζωήν του,καθώς επεθύμει πάντοτε η ψυχή του έπειτα σηκωθείς ευλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα μέρη του κόσμου και ευχήθη πάντας τους Χριστιανούς,οπού φυλάττουν τας παραγγελίας του,οι δε δήμιοι τον εκάθισαν κοντά εις ένα δένδρον και ηθέλησαν διά να δέσουν τα χέρια του,άλλ’ ο Άγιος δεν τους αφήκε,λέγοντάς τους,ότι δεν αντιστέκεται,αλλά κρατεί σταυρωμένα τα χέρια του,ωσάν να του είχαν δέσει έπειτα ακούμβησε την ιεράν κεφαλήν του εις το δένδρον και ούτω τον έδεσαν οι βάρβαροι από τον λαιμόν με ένα σχοινίον και ευθύς,μόνον οπού τον έσφιγξαν, επέταξε το θείον πνεύμά του εις τα ουράνια και ούτως ηξιώθη ο τρισμακάριστος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος άνθρωπος και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμιότατος να λάβη διπλούς τους στεφάνους παρά Κυρίου,και ως ισαπόστολος και ως ιερομάρτυς, όντας εις ηλικίαν εξηνταπέντε χρόνων,το δε τίμιον αυτού λείψανον γυμνώσαντες οι δήμιοι το έσυραν και το έρριψαν εις τον ποταμόν με μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν• οι δε Χριστιανοί μαθόντες τούτο έτρεξαν παρευθύς διά να το εβγάλουν,και ερευνήσαντες με δίκτυα και με άλλους τρόπους δεν εδυνήθησαν να το εύρουν.


Μετά τρείς ημέρας ένας ιερεύς ευλαβής, παπα Μάρκος ονομαζόμενος,εφημέριος του μοναστηρίου της υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων,του επονομαζομένου Αρδευούσης,κειμένου πλησίον του χωρίου Κολικόντασι• ούτος, λέγω,εμβαίνοντας εις ένα μονόξυλον και κάμνοντας τον σταυρόν του επήγε διά να ερευνήση, και παρευθύς,ώ του θαύματος! βλέπει το Άγιον λείψανον,οπού έπλεεν επάνω εις το νερόν και εστέκετο όρθιον,ωσάν να ήτον ζωντανόν• όθεν τρέχει εν τω άμα και το αγκαλιάζει και το εβγάζει από το νερόν.και καθώς το εσήκωσεν,έτρεξεν αίμα πολύ από το μελίρρυτον στόμα του Αγίου μέσα εις τον ποταμόν,και ενδύσας αυτό με το ράσον του το έφερεν εις το άνωθεν μοναστήριον της Θεοτόκου,και το ενταφίασεν εντίμως οπίσω του Αγίου Βήματος.Μετά δε την τελευτήν του Αγίου ταύτα ηκολούθησαν:Ο Κούρτ Πασσιάς μετενόησε πολύ διατί εγελάσθη και διά μάταιον κέρδος εθανάτωσε τοιούτον αθώον και ειρηνικόν άνθρωπον•όθεν εμήνυσεν εις τον χότζαν του να αφήση τους καλογήρους του Αγίου οπού είχεν εις φύλαξιν,να υπάγουν εις το άνωθεν μοναστήριον της Θεοτόκου και εκεί να κάθωνται• οίτινες πηγαίνοντες ευρήκαν ενταφιασμένον το Άγιον λείψανον,και διά να λάβουν πληροφορίαν περισσοτέραν του Μαρτυρίου του το εξέθαψαν ομού με άλλους Ιερείς και Χριστιανούς και με όλον οπού ήτον τρείς ημέρας μέσα εις τον ποταμόν,καθώς ο Ιωνάς μέσα εις την κοιλίαν του κήτους,όμως καμμίαν διαφοράν ή δυσωδίαν δεν είχεν,άλλ’ ευωδίαζεν όλον και εφαίνετο ωσάν να κοιμάται,και αφού το ησπάσθησαν ευλαβώς πάλιν το ενταφίασαν• την ώραν δε εκείνην έτυχε να ευρεθή εκεί μία δαιμονισμένη γυναίκα, ήτις από μακρινούς τόπους ηκολούθει ζώντα τον Άγιον ποθούσα την ίατρείαν της, και καθώς είδεν οπού άνοιξαν τον τάφον του Αγίου,την ετάραξε δυνατά το δαιμόνιον και ύστερον από ολίγην ώραν ιατρεύθη τελείως δοξάζουσα τον Άγιον. 


Ένας από τους Αγαρηνούς οπού εθανάτωσαν τον Άγιον,επήρε το επανωκαμήλαυκόν του και γυρίζοντας εις τον χότζαν το έβανεν εις το κεφάλι του και επεριγέλα τον Άγιον,και παρευθύς δαιμονισθείς έβγαλε τα ρούχά του και έτρεχε φωνάζοντας πως αυτός εθανάτωσε τον ασκητήν• όθεν μανθάνοντας τούτο ο Πασσιάς, επρόσταξε και τον έβαλαν εις τα σίδερα και εκεί κακώς ο κακός εξέψυξεν.Αφού έκαμε την υστερινήν διδαχήν ο Άγιος εις το προρρηθέν χωρίον Κολικόντασι,αφήκεν εκεί ένα σταυρόν κατά την συνήθειαν,στημένον εις την γήν, και μετά την τελευτήν του έβλεπον οι Χριστιανοί φώς ουράνιον οπού έλαμπεν επάνω εις τον σταυρόν κάθε νύκτα.Όθεν την ημέραν της υψώσεως του τιμίου σταυρού επήγαν οι Ιερείς με τον λαόν και επήραν τον σταυρόν εκείνον μετ’ ευλαβείας λιτανεύοντες, και τον έβαλαν οπίσω του βήματος κοντά εις τον τάφον του Αγίου εις παντοτεινήν ενθύμησιν του θαύματος.



 Αφού δε οι μαθηταί του έλαβον την τελείαν ελευθερίαν από τον Πασσιάν,

έκαμαν ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου και μερικοί από αυτούς επήραν μέρη από αυτό και διεσκορπίσθησαν 

εις διαφόρους τόπους, και πολλοί ασθενείς διά των Αγίων λειψάνων εκείνων έλαβον την υγείαν τους.

Και μάλιστα κατά την νήσον της Ναξίας, όπου πηγαίνοντες δύο μαθηταί του Αγίου,

διά να αναγγείλουν τα περί του Μαρτυρίου αυτού,εις τον εκείσε σχολαρχούντα ιεροδιδάσκαλον Χρύσανθον τον αυτάδελφον του ιερομάρτυρος,

έτυχε να έχουν μαζί των μερικάς τρίχας από τα γένεια του Αγίου,

τας οποίας παίρνοντας με ευλάβειαν μία γυναίκα εν τω καλουμένω Νεοχωρίω,

ήτις ευρίσκετο εις βαρυτάτην και θανατηφόρον ασθένειαν, ώ του θαύματος!

ευθύς εγνώρισεν εις τον εαυτόν της μίαν υπερφυσικήν δύναμιν, 

διά της οποίας ανέλαβε μετ’ ολίγον τελείαν την υγείαν της.

Αλλά και πολλαί στείραι γυναίκες λαμβάνουσαι εις διάστημα ημερών τεσσαράκοντα χώμα από τον τάφον του Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως επέτυχον του αιτήματος,

δηλαδή του να γεννήσουν τέκνα με την χάριν του Χριστού και διά πρεσβειών του Αγίου,

του ιερομάρτυρος Κοσμά,ου ταίς πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών.Αμήν!
 

Λόγος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου εις τον ένδοξον Άγιον Ιερομάρτυρα Κοσμάν τον Αιτωλόν.


Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης



Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΠΡΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ





Γεννάται όμως ακολούθως το εξής ερώτημα:
Ευ και καλώς δια τους ούτω αντιδράσαντας και καθελόντας τον αιρετικόν.
Τιμή και έπαινος τους ανήκει συμφώνως προς τους λόγους των Ιερών Κανόνων.
Αλλά οι άλλοι,
οι μη διακόψαντες την μετά του αιρετικού κοινωνίαν και μέχρι της συνοδικής του καταδίκης κοινωνούντες αυτώ,
πώς πρέπει να θεωρώνται,
αφού ουδέν περί αυτών αναφέρουν οι σχετικοί Ιεροί Κανόνες;
Εάν οι Ιεροί Κανόνες δεν ομιλούν περί της τύχης των συνεχισάντων την κοινωνίαν μετά του αιρεσιάρχου,
μέχρι της συνοδικής καταδίκης αυτού,
αυτό δεν σημαίνει ,ότι η φύσις των ανωτέρω Κανόνων τυγχάνει δυνητική και κατ΄ακολουθίαν και η μετά του αιρετικού κοινωνία ακατάκριτος ή αδιάφορος.
Παν τουναντίον!
Απόδειξις τα Πρακτικά των Ιερών Συνόδων, η Ιερά δηλαδή Παράδοσις της Ορθοδοξίας,
εκ των οποίων περιτράνως πιστοποιείται το κατάκριτον, υπόλογον και κολάσιμον της διαγωγής των τοιούτων επισκόπων και κληρικών γενικότερον.
Το ακριβώς αντίθετον ετόλμησε να ισχυρισθεί μόνον ο αρχιμανδρίτης π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος,
αδιαφορών πλήρως δια την τολμουμένην παραποίησιν της αλήθειας.


Γράφει λοιπόν: ''Αλλά η διακοπή του μνημοσύνου ''προ συνοδικής διαγνώσεως '' και καταδίκης δεν έχει την έννοιαν αποφυγής μολυσμού εκ της κηρυττομένης αιρέσεως! Όχι αδελφέ μου! Αν είχεν αυτήν την έννοιαν, τότε οι Κανόνες δεν θα παρείχον απλώς δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου δι΄αίρεσιν ''προ συνοδικής διαγνώμης'', αλλά θα εθέσπιζον ρητήν και σαφή υποχρέωσιν μετ΄απειλής βαρυτάτων ποινών εν εναντία περιπτώσει...


Δεν υπάρχει λοιπόν κίνδυνος να...μολυνθώμεν, ούτε μνημονεύοντες του Πατριάρχου (εφόσον ακόμη δεν κατεδικάσθη), ούτε πολλώ μάλλον δεχόμενοι εις κοινωνίαν τους μνημονεύοντας αυτού''.... ''Ο Κανών είναι δυνητικός και ουχί υποχρεωτικός''...


''Ότι τούτο είναι αληθές'' συνεχίζει ο Πανοσολογιώτατος, ''πείθει και το γεγονός, ότι, ενώ εν τη μακρά ιστορία της Εκκλησίας καθηρέθησαν αναρίθμητοι επίσκοποι επί αιρέσει, ουδέποτε ετιμωρήθη κληρικός τις καν απλώς επετιμήθη δια τον λόγον, ότι δεν έσπευσε να αποσχισθεί πάραυτα από του αιρετικού επισκόπου, αλλά ανέμενε την υπό Συνόδου καταδίκην αυτού...''.' 'Τα αντιθέτως λεγόμενα είναι ανόητοι ζηλωτισμοί''. 


Διατί εν τοιαύτη περιπτώσει ο αγιώτατος πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος προέτρεπε, αντιθέτως προς τον π. Επιφάνιον, τους πιστούς της Κων/λεως κληρικούς και λαικούς, να απέχουν της κοινωνίας του αιρετικά κηρύσσοντος Νεστορίου, καίτοι δεν είχε συνέλθει ακόμη Σύνοδος προς καταδίκην του; Σημειωτέον δε, ότι, όταν έγραφε τα ανωτέρω ο θείος Κύριλλος, οι πλείστοι των πιστών και των κληρικών της Κων/λεως είχον ήδει διακόψει κοινωνίαν προς τον κακόδοξον ποιμενάρχην, των πλην ολίγων ελαφροτέρων και των κολακευόντων αυτόν''.


Διατί ο άγιος Υπάτιος, μόλις επληροφορήθη την κακοδοξίαν του Νεστορίου, διέκοψε το μνημόσυνόν του, πριν καν συνέλθει η Σύνοδος προς καταδίκην του κακοδόξου''; Διατί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διέκοψε πάσαν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν προ ''συνοδικής διαγνώμης'', μεθ΄όλων σχεδόν των θρόνων Ανατολής και Δύσης, ένεκα της αιρέσεως του μονοθελητισμού, ώστε να θεωρείται υπό των αντιπάλων του ''εκτός Εκκλησίας''; 


Διατί οι προ της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου αθλήσαντες εικονόφιλοι, κληρικοί και λαικοί, διετέλεσαν εν ακοινωνησία προς τους εικονομάχους επί δεκαετίας ολοκλήρους, εν φυλακαίς και όρεσι και σπηλαίοις υπάρχοντες δια την καλήν ομολογίαν; ''Ανόητος ζηλωτής'' ήτο και ο πρωταγωνιστής της μερίδος των εικονόφιλων Θεόδωρος ο Στουδίτης, όστις έγραφε: ''ότι μολυσμόν έχει η κοινωνία εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν (τον εικονομάχον δηλαδή επίσκοπον),καν ορθόδοξος είη ο αναφέρων'';


Ή, όταν δια πολύ κατώτερον της εικονομαχίας θέμα, τον παράνομον ήτοι γάμον του αυτοκράτορος,μετά αφθάστου παρρησίας διεκήρυσσσεν: ''Πάντα ημίν φορητά μέχρι θανάτου,ή μετασχείν της εκείνου κοινωνίας (ιερέως Ιωσήφ) και των εκείνω συλλειτουργούντων; (P.G.99,972). Οποία, όμως αναλήθεια, έλειψις λογικής και σοβαρότητος και ιδιαιτέρως αντορθόδοξον πνεύμα υπάρχει εις αυτούς τους λόγους αρχιμανδρίτου, θα δειχθεί λεπτομερέστερον κατωτέρω.


Εν πρώτοις είναι αδύνατον να υπάρξει Κανών, που να τιμωρεί τον Ιερέα ή τον Επίσκοπον, διότι δεν διέκοψεν κοινωνίαν με τον αιρετικόν προ συνοδικής διαγνώμης. Διατί; Διότι η Σύνοδος εν τοιαύτη περιπτώσει, τί ρόλον θα παίζει, αφού θα έρχεται να δώσει το παρόν πάντοτε...''κατόπιν εορτής''; 


Και, πώς είναι δυνατόν να είναι αληθής σύνοδος, διεκδικούσα ήτοι την Ευαγγελικήν αλήθειαν, αφού δεν θα προστατεύει αύτη τον υπό αυτής ποιμενόμενον κλήρον και λαόν,αλλά θα προστατεύεται υπό αυτών; Διότι εν εσχάτει αναλύσει,αυτό σημαίνει η υποχρεωτική αντίδρασις πάντων των άλλων, άμα τη εμφανίσει της αιρέσεως,εξαιρέσει της Συνόδου, ήτις θα έρχεται να δώσει το παρόν τελευταία!


Ένας τοιούτος Κανών, εάν υπήρχε, θα ομοίαζε προς τον σχετικόν πολιτικόν νόμον, που θα διέταζε πάντας τους στρατιώτας και αξιωματικούς να μάχονται ανενδότως, άμα τη εμφανίσει του εχθρού,πλην των στρατηγών και επιλαρχών, οι οποίοι θα συνήρχοντο εις σύσκεψιν τελευταίοι,δια να ανακοινώσουν,ότι κακώς επετέθη ο εχθρός και έπραξαν πολύ καλώς,που αντέδρασαν εγκαίρως, στρατός και αξιωματικοί!...


Αλλά και οι σύγχρονοι συνοδικοί πατέρες δεν φαίνεται να διαφέρουν της ψυχολογίας του αυτοκλήτου δικηγόρου των, αφού επί ολοκλήρους δεκαετίας τώρα,ενώ βλέπουν την αίρεσιν του Οικουμενισμού αυξανομένην και προκλητικώς καταλύουσα τα των ''πατέρων όρια'', τα οποία υποτίθεται, ότι οι Σεβασμιώτατοι πρέπει, να φυλάττουν, ως κόρην οφθαλμού, αυτοί, όταν συνέρχονται,αντί να καταδικάσουν την κακοδοξίαν, διώκουν τους ολίγους εκ των πιστών, που ετόλμησαν, να αντιδράσουν εις την αίρεσιν διεκδικούντες την φωνήν των Ιερών Κανόνων! 


Όντως ακριβής επανάληψις του αντορθοδόξου παρελθόντος της Εκκλησίας. Αλλά και κάτι άλλο.Κατά,ποίαν λογικήν θα απήτει ο υποτιθέμενος ούτος Κανών να καθαιρεθεί η Σύνοδος τους μη προ αυτής αντιδράσαντας κληρικούς,όταν αυτοί οι ίδιοι,οι εις τον αυτόν βαθμόν ενοχής, εν συγκρίσει προς τους προ αυτών αντιδράσαντας;!


Τοιούτος Κανών θα είχεν θέσιν, ΜΟΝΟΝ,όταν οι επίσκοποι της ''συνοδικής διαγνώμης'' είχον αντιδράσει εγκαίρως και πατερικώς εις την κακοδοξίαν, αλλά δεν ηδυνήθησαν να συνέλθουν εν συνόδω προς καταδίκην του κακοδόξου,λόγω επεμβάσεως της Πολιτείας και υπερασπίσεως του αιρετικού, ως εγένετο πολλάκις, και ιδία επί Εικονομαχίας.


Τότε, ασφαλώς συνερχόμενοι οι εν λόγω επίσκοποι έχουν όλο το δικαίωμα να καταδικάσουν τους μη μιμηθέντας την διαγωγήν των κληρικούς, ως εγένετο εν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω. Τότε βεβαίως δεν δοκιμάζονται, δεν προλαβάνουν να δοκιμασθούν, και αι συνειδήσεις των λοιπών κληρικών, με το, ποίαν δηλαδή στάσιν θα πρέπει να τηρήσουν έναντι της κακοδοξίας κ.λ.π. 


Ας μην λοιπόν ματαιοπονεί ο Πανοσιολογιώτατος, προσπαθών να ερνηνεύσει την συνείδησίν του, ως και πάντων των κοινωνούντων εν γνώσει και ''προσυνοδικής διαγνώμης'' τη κηρυττομένη αιρέσει, διότι πανταχόθεν στενά δι΄αυτόν και τους προστατευομένους του... Αλλά μήπως η Εκκλησία του Χριστού και ΠΡΟ της δημιουργίας των σχετικών Ιερών Κανόνων, δεν αντιμετώπιζεν επιτυχώς τας εμφανιζομένας αιρέσεις, βάσει της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και των αγίων τέκνων της, ως σαφώς μαρτυρεί τούτο και ο άγιος Θεόδωρος;


''Παραγγελίαν γαρ έχομεν εξ΄αυτού του Αποστόλου, εάν τις δογματίζει ή προτάσσει ποιείν ημάς,παρ΄ο παρελάβομεν, παρ΄ο οι Κανόνες των κατά καιρών Συνόδων, καθολικών τε και τοπικών ορίζουσιν, απαράδεκτον αυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίω''. (PG.99,988A). Τούτο ακριβώς εφήρμοσαν και οι άγιοι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου κατά την δίκην και καταδίκην των εικονομάχων, παρά τα αντιθέτως γραφέντα υπό του π. Επιφανίου, ότι δηλαδή ''ουδέποτε ετιμωρήθη κληρικός τις, ή καν επετιμήθη δια τον λόγον, ότι δεν έσπευσε να αποσχισθεί πάραυτα από του αιρετικού επισκόπου... 


Παραθέτομεν ευθύς αμέσως αντιπροσωπευτικά κείμενα από τας συνεδρίας της Συνόδου. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ είπε: Ηνίκα πάσα η ομήγυρις αύτη το εν λαλεί και φρονεί, έμαθον και επηροφορήθην, ότι η αλήθεια αύτη εστίν, η νυνί ζητουμένη και κηρυσσομένη. Και δια τούτο καγώ αιτώ συγνώμην των πρώτων μου κακών,και θέλω μετά πάντων και φωτισθήναι και διδαχθήναι τα πλημμελήματα και αμάρτηματά μου άμετρα έστι και ως ο Θεός κατανύξει την Ιεράν Σύνοδον και το πανάγιον δεσπότην...


ΤΑΡΑΣΙΟΣ: Ώφειλες εκ των ανέκαθεν χρόνων ανοίξαι σου τα ώτα και Παύλου του θείου Αποστόλου ακούσαι λέγοντος: ''στήκετε, κρατείτε τας παραδόσεις, ας παρελάβετε είτε δια λόγου, είτε δι΄επιστολής ημών''. Και πάλιν Τιμοθέω και Τίτω γράφοντος: ''τας βεβήλους κενοφωνίας παραιτείσθαι''. Τι βεβηλότερον ή τι κενοφωνότερον του λέγειν Χριστιανούς ειδωλολατρήσαι;


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: Κακόν ην και ομολογούμεν, κακόν ην, αλλ΄ούτως επράχθη και ούτως επράξαμεν και δια τούτο αυτούμεν συγνώμην των πλημμελημάτων ημών. Ομολογώ, Δέσποτα,έμπροσθεν της τιμιωτάτης αγιωσύνης υμών, και πάντων των αδελφών της αγίας Συνόδου, ότι ημάρτομεν και ηνομήσαμεν και κακώς επράξαμεν και συγνώμην αιτούμεν περί τούτου... 


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ επίσκοπος Αγκύρας είπεν: Όθεν και εγώ επίσκοπος Αγκύρας της πόλεως, προαιρούμενος ενωθήναι τη Καθολική Εκκλησία... ταύτην την παρούσαν έγγραφόν μου ομολογίαν ποιούμαι και προσάγω υμίν τοις εξ αποστολικής αυθεντίας λαβούσι την εξουσίαν. Εν αυτώ δε και συγνώμην εξαιτούμαι παρά της Θεοσυλέκτου υμών μακαριότητος υπέρ ταύτης μου της βραδύτητος. Δέον γαρ ην μη υστερηκέναι με προς την της Ορθοδοξίας ομολογίαν.Αλλά της άκρας μου αμαθείας και νωθρείας και ημελημένης διανοίας εστί τούτο''.


 

Γ΄).Τη αγία και οικουμενική Συνόδω ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
(επίσκοπος Αμορίου) ο ελάχιστος χριστιανός ομολογώ και συντίθεμαι και δέχομαι και ασπάζομαι...
και δια τούτο παρακαλώ υμάς άγιοι του Θεού και βοώ:
Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον υμών.Δέξασθέ με ως εδέξατο ο Θεός τον άσωτον και την πόρνην και τον ληστήν.
Ζητήσατέ με καθώς εζήτησεν ο Χριστός το απολωλός πρόβατον,ο ανέλαβε επί των ώμων.[...]
Δ΄).Οι μοναχοί αναλαβόντες είπον:
Αλλά τους παρασυρθέντας και βία παθόντας ο πατήρ (Μ.Αθανάσιος) προσίεται.
Ειπάτωσαν ουν ή παρεσύρησαν ή βίαν υπέμειναν,ότι απέστησαν της αληθείας.
Υπάτιος και οι συν αυτώ επίσκοποι είπον:
Ότι ημείς,
ούτε βίαν υπεμείναμεν, ουδέ παρεσύρημεν, αλλ΄εν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν...
Και αύθις Θαλάσσιος και Ευσέβιος και Ευστάθιος οι ευλαβέστατοι επίσκοποι είπον:
πάντες ημάρτομεν πάντες συγγνώμην αιτούμεν...

 


Εισαγωγή, τίτλος και επιμέλεια κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Από το βιβλίο του αειμνήστου πατρός Θεοδωρήτου Μαύρου,
''ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΙΣ'',
έκδοση περιοδικού Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, σελίδες 63-68,
Αθήνα 1982.
Στην φωτογραφία, ο ομολογητής ηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους,
αρχιμανδρίτης π. Μεθόδιος.



Μακαριστός Ιερομόναχος π. Θεοδώρητος Μαύρος


ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ ΓΑΡ ΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ ΡΑΠΤΗΣ




 

Ένας άνθρωπος ένδοξος και περιφανής εις τα του κόσμου πράγματα,

ονόματι Iωάννης,

καταφρονήσας όλα τα του βίου ηδονικά, εμεταχειρίζετο μίαν ζωήν ταπεινήν και μοναχικήν.

Kαι σχολάζων εις τα του Θεού πράγματα, εσπούδαζε να αρέση εις μόνον τον Θεόν.

Kαταγινόμενος μεν πάντοτε εις προσευχάς και δεήσεις, εκτεινόμενος δε και 

προκόπτων εις τα έμπροσθεν και μεγαλύτερα κατορθώματα. 

Eπειδή δε,

κοντά εις τα άλλα του κατορθώματα, είχεν απαραίτητον έργον και το να πηγαίνη να αγρυπνή

 όλην την νύκτα εις τους ναούς του Kυρίου,

διά τούτο μίαν νύκτα επήγεν εις τον εν Kωνσταντινουπόλει μέγαν Nαόν της του Θεού Λόγου Aγίας Σοφίας.

Kαι ευρών κλεισμένας τας πόρτας, εκάθισεν εις ένα σκαμνίον, οπού ήτον εκεί κοντά,

με το να ήτον αποκαμωμένος.

 

Eκεί δε καθήμενος,ανεγίνωσκε με σιγανήν φωνήν την ακολουθίαν του.Kαι ιδού,βλέπει μίαν λάμψιν φωτός,η οποία ήρχετο από έξω.Θεωρήσας δε προσεκτικώτερον,εστοχάζετο ένα άνδρα σεμνόν, ακολουθούντα εις το φως εκείνο.Όθεν χαροποιηθείς διά την θεωρίαν ταύτην, επρόσεχε καλλίτερα,θέλοντας να μάθη,τι έχει να κάμη ο άνθρωπος εκείνος.Όταν δε ο φαινόμενος έφθασεν εις τας κεκλεισμένας πόρτας του Nαού της Aγίας Σοφίας,έκλινε τα γόνατα εις το κατώφλιον της πόρτας, και αρκετά επροσευχήθη. Έπειτα εσήκωσεν υψηλά τα χέριά του,και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις τας πόρτας,ω του θαύματος!παρευθύς αι πόρται ανοίχθησαν από λόγου των,και μαζί με το φως εμβήκε μέσα και ο θαυμάσιος εκείνος.Aφού δε,εμβήκε, πάλιν έκλινε γόνυ εις το έδαφος, όπου άνωθεν ήτον ζωγραφημένη η εικών της υπεραγίας Θεοτόκου, σηκωθείς δε,άνοιξε και εκεί τας πόρτας.


Kαι ελθών εις τας αργυράς και ωραίας πόρτας του Nαού τας εν τω νάρθηκι, αρκετά εκεί επροσευχήθη.Έπειτα άνοιξε και ταύτας με το σημείον του Σταυρού,και έτσι εμβήκεν εις τον Nαόν φωτοειδής όλος ων.Πηγαίνωντας δε εις το μέσον του Nαού,εσήκωσε τας χείρας του υψηλά,εξιλεώνωντας τον Θεόν.Όταν δε ετελείωσε την προσευχήν του,πάλιν εγύρισεν οπίσω,και πηγαίνει εις το προαύλιον του Nαού.Aι δε πόρται εκλείοντο υπό θείας ενεργείας,καθώς εκείνος έβγαινεν έξω.Eστέκετο λοιπόν ο ιερός άνθρωπος Iωάννης,και έβλεπε προσεκτικώς,που θέλει υπάγη ο θείος εκείνος ανήρ,αφ’ ου εβγήκεν από τον Nαόν.Eπειδή δε εκείνος επεριπάτει την ίσην στράταν,δεν αμέλησεν ο Aβραμιαίος Iωάννης να ακολουθήση αυτόν, διά να μάθη, πού κρύπτεται ο τοιούτος πολύτιμος του Θεού μαργαρίτης. Kλίνας δε ο φαινόμενος ολίγον από την ίσην στράταν,επήγαινεν εις τον κατήφορον κατά την σκάλαν του Aγίου Mάρτυρος Iουλιανού. Πλησιάσας δε εις ένα μικρότατον οσπήτιον,και κτυπήσας την πόρταν με το χέρι,είπε με σιγανήν φωνήν το όνομα της ένδον ούσης γυναικός, Mαρία,και ούτως εμβήκε μέσα.


Tότε το φως,οπού τον εφώτιζεν εις τον δρόμον,εσηκώθη από το μέσον.Kαι ούτως έγινεν αναμεταξύ εις τους δύω νύκτα σκοτεινή.H δε γυνή του θείου εκείνου ανδρός,άναψε τον λύχνον από την κανδήλαν και έφερεν εις τον άνδρα της.Eκείνος δε,δεν επλαγίασεν εις κλίνην,μήτε κατά άλλον τρόπον ανέπαυσε το σώμα του,αλλά άρχισε να δουλεύη. Tζαγγάρης γαρ ήτον και των δερμάτων ράπτης.Tότε και ο ακολουθών οπίσω του αξιομνημόνευτος Iωάννης,χωρίς εντροπήν επήγεν εις το οσπήτιον εκείνου.Kαι πεσών εις τους πόδας του,έβρεχεν αυτούς με τα δάκρυα και παρακαλών αυτόν,μη αποκρύψης από λόγου μου,έλεγε,ποίος είσαι,και ποία είναι η υψηλή πολιτεία σου, διά μέσου της οποίας ποιείς εξαίσια θαύματα,τα οποία είδον εγώ με τους οφθαλμούς μου. O δε ταπεινόφρων εκείνος, συγχώρησον, έλεγε, γέρων διά τον Kύριον. Eγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος,και δεν έχω κανένα έργον καλόν εις τον εαυτόν μου.Ποίος γαρ είμαι ο ιδιώτης εγώ;ή πόθεν έμαθον καμμίαν υψηλήν πολιτείαν,ως αυτός λέγεις,εις καιρόν,οπού είμαι πτωχός και εργάτης μιάς τέχνης ευτελεστάτης; Eπλανήθης ω άνθρωπε, επλανήθης, και φάντασμα μάλλον είδες, παρά αλήθειαν.


Tότε ο γέρων επρόσθεσε δάκρυα επάνω εις τα δάκρυα,και δεν έπαυεν ορκίζων αυτόν εις τον Θεόν, διά να του φανερώση την μεγαλυτέραν αυτού αρετήν. Aν γαρ δεν ήτον,έλεγεν,έργον της θείας Προνοίας διά να φανερωθή η εδική σου πολιτεία,βέβαια δεν ήθελα αξιωθώ εγώ ο ελάχιστος να γένω θεωρός τοιούτων μυστηρίων. Στενοχωρούμενος λοιπόν από τους όρκους ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ, εσηκώθη επάνω,και ποιήσας πρώτον μετάνοιαν εις τον γέροντα, άρχισε έτσι να λέγη. Ήξευρε καλά,αδελφέ μου,ότι κανένα κατόρθωμα επί της γης δεν απόκτησα,πάρεξ το να συμφύρωμαι και να μολύνωμαι με τας αμαρτίας.Kαι το να προτιμώ της σαρκός μου την καλοπάθειαν.Mετά ταύτα δε,εκ της αγαθότητος του Θεού μου,λαβών εις νουν τον φόβον της κολάσεως,αφ’ ου ταύτην,οπού βλέπεις,έλαβον εις γυναίκα μου,δεν εμόλυνα την καθαρότητα της σαρκός.Aλλά και οι δύω φυλάττομεν παρθενίαν με συμφωνίαν και κρύπτομεν τούτο λέγοντες,ότι αύτη είναι στείρα.


Kαι έως τώρα με την βοήθειαν του Θεού, φυλάττεται βεβαία από ημάς η καθαρότης της ψυχής και του σώματος,διά τον πόθον και την αγάπην του πλάστου μας.Θέλω προσθέσω δε και άλλο ένα διά την ασφάλειαν του όρκου.O εδικός μου πλούτος όλος,δεν είναι περισσότερος από ένα τριμίσιον.Mε τούτο δε αγοράζοντας δέρματα,εργάζομαι την τέχνην των υποδημάτων.Kαι,ό,τι μισθόν εβγάλω από αυτήν,μοιράζω αυτόν εις δύω ίσα μερίδια. Kαι το μεν ένα μερίδιον το πρώτον και κυριώτερον,το αφιερώνω εις τον Xριστόν, δίδωντας αυτό εις τους πτωχούς του Xριστού αδελφούς,το δε άλλο, εξοδεύω εις τα εδικά μας χρειαζόμενα. 


Kαι έτσι πάντοτε πολιτευόμενος, φαντάζομαι καθ’ εκάστην τον φοβερόν Kριτήν, οπού μέλλει να έλθη. Kαι ενθυμούμαι την εξέτασιν,οπού έχουν να κάμουν εις εμέ οι φορολόγοι δαίμονες. Tαύτην την διήγησιν ακούσας ο Iωάννης και εκπλαγείς, διά την καθαράν και μακαρίαν ζωήν του αοιδίμου Ζαχαρίου (έτσι γαρ ωνομάζετο) υπερεπαίνεσεν αυτόν. Eίτα αποχαιρετήσας τον θαυμαστόν άνδρα,εβγήκεν από το οσπήτιόν του χαίρων και αγαλλόμενος. Kαι ο μεν Iωάννης, επήγεν εις τον οίκον, όπου εξενοδοχείτο,και ευχαρίστει τον Θεόν διά τα θαυμαστά μεγαλεία οπού είδεν.

  


O δε μακάριος Ζαχαρίας και αληθώς ανυπερήφανος, θέλοντας να φύγη της ανθρωπίνης δόξης το δόλωμα,

αφήκε το οσπήτιόν του εκείνο και έφυγεν, 

άγνωστος τελείως εις όλους γενόμενος.

Διά τούτο είπε και ο χρυσόγλωττος Iωάννης·

«Συνεχώς τοίνυν,αγαπητοί, στρέφωμεν τους περί κολάσεως και γείννης λόγους,

και εν διανοία και επί γλώττης.

Oυ γαρ αφίησιν εμπεσείν εις γέενναν,το μεμνήσθαι γείννης.

Oυκ ακούεις Παύλου λέγοντος·

Oίτινες δίκην τίσουσιν;όλεθρον; αιώνιον από προσώπου Kυρίου;».(B΄ Θεσσαλ. α΄, 9).

Λόγω εις την Δευτέραν Παρουσίαν,

τόμ. ε΄, της εν Eτόνη εκδόσεως.

 

Από το βιβλίο:
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη
''Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού''
Τόμος Α´
Εκδόσεις Δόμος 2005
Πηγή: ''Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ



Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης



Print Friendly and PDF