ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ 1905-1972




Ευρισκόμεθα εις τα έτη της Γερμανικής κατοχής της Πατρίδος μας,
1941-1944.
Ενώ ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός εδεινοπαθούσε από τους βαρβάρους κατακτητάς,
ο π. Χαράλαμπος είχεν ακόμη άλλον ένα διώκτην:
τον επίσκοπον Βασίλειον!
1942,
έτος δυστυχισμένον καί τυραννικόν.
Παγωνιές, πείνα καί θανατικό.
Ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός εμαστίζετο από τα τρία αυτά κακά,
συν τον κατακτητή!
Ο παπα Χαραλάμπης χωρίς φάρμακα και στοιχειώδη τροφή,
εκείτετο εις το κρεβάτι του πό­νου.
Τότε ακριβώς τον ένθυμήθη και ο Μητροπολίτης Βασίλειος.
Είχε φαίνεται λύσει όλα τα προβλήματα του λιμοκτονούντος ποιμνίου του
και τον απασχολούσε ένας αδύναμος και ασθενής Παπάς,
από την πιο φτωχιά ενορία της Κρήτης,τα Καπετανιανά.
Και η αιτία, γνωστή:
η μη υποταγή του φτωχού παπά εις το φράγκικον ημερολόγιον!
Έστειλε, λοιπόν, χωροφύλακες
και εις την αξιοθρήνητον κατάστασιν που ευρίσκετο τον συνέλαβον
και τον κατέβασαν εις την επισκοπήν.


Αυτή την φοράν δεν κατεδέχθη ούτε καν να τον ιδεί. Διέταξε και τον έκλεισαν εις το κρατητήριον του αστυνο­μικού Σταθμού. Εκεί χωροφύλακες, φιλανθρωπικώτεροι του Επισκόπου, του παρέσχον με τα μέσα που διέθετον τας πρώτας βοήθειας. Η κατάστασις όμως του παπά εχειροτέρευεν. Οι αστυνομικοί ανέφερον την ελεεινήν κατάστασιν του παπά και τον παρεκάλεσαν να τον αφήσει να επιστρέψη εις το χωρίον του. Μετά απ’ αυτό, τον άφησε ελεύθερον, αλλ’ έδωσεν εντολήν και τον διέγραφαν από τό ΤΑΚΕ! Ο αδελφός του παπά Χαραλάμπη, ο κ.Νικόλαος Σταματάκης, που ζει σήμερον εις τα Καπετανιανά με παιδιά και εγγόνια, μας διηγήθηκε τα εξής: -"'Ηταν τον πρώτο χρόνο της Γερμανικής κατοχής. Το χωριό μας, χάρη στον αδελφό μου, ακολουθούσε το παλιό. Μας φέ­ρανε δυο δαιμονισμένες, μία από το Τυμπάκι και την άλλη από τα Χρουσταλιανά. 


Η μία ήταν πολύ άγρια και γαύγιζε σαν σκυ­λί. Δέκα πέντε νομάτοι δεν μπορούσαν να την κάμουν καλά. Την δέσαμε με αλυσίδες κοντά στην Εκκλησιά. Ο παπα Χαραλάμπης την διάβαζε και προσευχόμεθα και μεις να γίνουν καλά. Η πιο άγρια, εκεί που την διάβαζε ο παπάς, έσπασε την αλυσίδα και αφού μας "τρέλανε" το γαιδούρι, μας έπνιξε ένα πρόβατο στη στέρνα και μετά μας έβαλε και φωτιά στό σπίτι!... Όλα αυτά τα έμαθε ο θεοφιλέστατος και εκάλεσε τον παπά εις τήν Επισκοπήν. -Τρελοκομείο τό'κανες μωρέ το χωριό και μάζωξες όλες τις τρελές; -Δέσποτα, του απήντησε ήρεμα ο π. Χαράλαμπος, πάσχουσες είναι και τους διαβάζω τους εξορκισμούς του Αγίου Χρυσοστό­μου και του Μεγάλου Βασιλείου. Σεις, Δέσποτα, τι θα εκάνατε; -Άντε μωρέ, χάσου απ’εδώ κουζουλέ! πήγαινε με τους κου­ζουλούς! και τον έδιωξε. Με τα διαβάσματα, συνέχισε ο κ.Σταματάκης, με τις προ­σευχές και τις νηστείες των Πιστών, οι πάσχουσες έγιναν κα­λά και επέστρεψαν στα χωριά τους. 


Μια απ’αυτές, η Παπαδάκη από το Τυμπάκι, ζει σήμερα με παιδιά και εγγόνια." 'Οταν τις διάβαζε, κάποια ημέρα ο παπάς ,αγρίεψε και ξεφώνισε! "Βρε τραγονέννη, είπε στον παπά, αν ήξερες τι έχω να σου κάμω δεν θα διάβαζες!..., και σεις βρε, έλεγε στους χωρικούς,που προσηύχοντο μαζί με τον παπά, θα σας ρημάξω το χωριό και ούτε κόκορα θα αφήσω να λαλήσει! Και πράγματι, μέσα στο χρόνο μας έδιωξαν οι Γερμανοί και κάμαμε κάπου τρία χρόνια να γυρίσου­με στα σπίτια μας. Ο π. Χαράλαμπος μαζί με τους κατοίκους των Καπετανιανών, διά λόγους ανθρωπιστικούς αλλά και Εθνικής Αντιστάσεως, εβοήθησαν τους εναπομείναντας εις το νησί "'Αγγλους στρατιώτας να διαφύγουν εις την μέσην Ανατολήν. Οι Γερμανοί το έμαθαν και διέταξαν την εκκένωσιν από τους κατοίκους του χωρίου. Οι πτωχοί χωρικοί αναγκάστησαν να εγκαταλείψουν το χω­ριό τους και τα σπίτια τους,παίρνοντας μαζί των τα απαραίτητα. Κατέβηκαν και εγκατεστάθηκαν όπως-όπως,άλλοι εις το Φουρνοφάραγγον και άλλοι εις συγγενικά σπίτια των γύρω χω­ρίων. Κοντά τους και ο καλός Ποιμήν, ο π. Χαράλαμπος, ο ο­ποίος ελειτουργούσε πότε εις το Φουρνοφάραγγον και πότε εις την Κουμάσα-Βαγιωνιάς. 


Οι Γερμανοί εν τω μεταξύ, κατόπιν προδοσίας "Ελλήνων", εδίκασαν ερήμην εις θάνατον τριάντα πατριώτες, μεταξύ των οποίων, και τον παπα Χαράλαμπον. Ούτοι εσώθησαν κατόπιν επεμβάσεως ενός Γερμανού αξιωματικού, πραγματικού ανθρώπου, ο οποίος καταλλήλως τους ειδοποίησε. Το τελευταίον έτος, πριν τους διώξουν από τα Καπετανιανά οι Γερμανοί, το κατοχικό έτος 1942, την παραμονήν των Αγίων θεοφανείων με το Πάτριον Εορτολόγιον, δεν είχε καλά-καλά τελειώσει το "άγιασμα'' των σταχιών ο π. Χαράλαμπος και έφθασαν δυο χωροφύλακες εις το χωριό. Με εντολή και πάλιν του Επι­σκόπου, τον συνέλαβον και επειδή βράδιασε, τον κράτησαν εις το Αστυνομικό Τμήμα της Βαγιωνής. Εκεί, ένας συγγενής του, σαν τό'μαθε, έτρεξε και παρεκάλεσε τον Αστυνόμον να τον πάρει εις το σπίτι του, δια να μην κοιμηθεί την νύκτα εις το κρατητήριον. -"'Εχω τον λόγον σου πως δεν θα το "σκάσει" ο παπάς; ερώτησε ο αστυνόμος. -Μα, και που να πάει, Καπετάνιε, μέσα στην άγρια νύκτα που ο θεός βρέχει με το "τουλούμι" και οι Γερμανοί παραμονεύουν; -Εντάξει, πάρτε τον, και το πρωί-πρωί να μου τον φέρετε να τον στείλω στους Αγίους Δέκα. 


Μετά τα μεσάνυκτα, ενώ όλοι εκοιμούντο εις το σπίτι, ο π. Χαράλαμπος βγήκε κρυφά και μέσα εις το κρύο και την βροχή πή­ρε τον δρόμο δια το χωριό του."'Εφθασε μουσκεμένος κοντά τα εξημερώματα. Πήγε εις το σπίτι του, άλλαξε και μετά επήγε εις τον Ναόν και εκτύπησε την καμπάνα. Οι χωρικοί, σαν άκουσαν την καμπάνα, έτρεξαν χαρούμενοι να εορτάσουν με τον παπά τους την μεγάλην Εορτήν της Ορθοδοξίας, τα Άγια θεοφάνεια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την ώραν που έφθασαν πάλιν οι χωροφύλακες, ο παπα-Χαράλαμπος ετέλει τον Μέγαν Αγιασμόν. Μόλις είδον αι γυναίκες τους χωροφύλακες, φοβούμενοι ότι θα συλλάβουν αμέσως τον πα­πά τους, έβγαλεν η κάθε μια την παντόφλα της, έτοιμοι να επέμβουν δυναμικά. Αλλά,ευτυχώς, οι αστυνομικοί δεν επενέβησαν αναμένοντες να "σχολάσει" η Εκκλησία. -Τέτοιο λόγο έχεις παπά Χαράλαμπε; του είπε αυστηρά ο ενωμοτάρχης. -Τί αξιζει ο λόγος μου, καπετάνιε, μπροστά στη στέρηση τόσων Πιστών της θείας Λειτουργίας και του Μεγάλου Αγιασμού τέτοια μεγάλη μέρα; Αφού έφαγον με συνοδεία, τον κατέβασαν πάλιν εις την επισκοπήν. Εκεί ο Επίσκοπος μετά από τις συνηθισμένες του "φοβέρες" εν συνεχεία του... επαύξησε τας αργίας και τον απέλυσε! Μετά την κατοχήν άλλαξαν τα εκκλησιαστικά πράγματα εις την Κρήτην. Το Οικουμενικόν Πατριαρχειον,εις το οποίον εκκλησιαστικώς ανήκει η Κρήτη, προήγαγεν εις Μητροπολίτην Ηρακλείου Κρήτης, τον Επίσκοπον Βασίλειον μετά τον θάνατον του Τιμοθέου. 


Εις την κενωθείσαν Επισκοπήν Αρκαδίας εξέλεξαν και εχειροτόνησαν τον Πρωτοσύγγελον του Τιμοθέου Αρ­χιμανδρίτην Ευγένιον Ψαλλιδάκην. Ο νέος Επίσκοπος, μοντέρνος και νεωτεριστής, έλυσε μια για πάντα τους παλαιούς λογαριασμούς με τους Παλαιοημερολογίτας της επαρχίας του. Επέβαλλε δια της βίας το νέον ημερολόγιον. Εις την Ιεράν Μονήν του Κουδουμά ανάγκασε Πατέρας με πολλά έτη εις αυτήν, μοναστικής ζωής, να την εγκαταλείψουν προκειμένουν να μη δεχθούν το νέον ημερολόγιον, και να εύρουν μοναστικήν στέγη εις Ιεράς Μονάς των Γ.Ο.Χ. Μετέφερε την έδραν της Επισκοπής από τους Άγιους Δέκα εις την νέαν πόλιν των Μοιρών. Τέλος δια του κατωτέρω εγγράφου εκάλεσε τον παπά Χαράλαμπον να παρουσιασθεί εις την Επι­σκοπήν.



ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιερά Επισκοπή Αρκαδίας

Αριθ. Πρωτ. 267/28 Εν Μοίραις τη 22/3/1946



Προς τον

παπα Χαράλαμπον,

Εφημέριον, Καπετανιανά


Εντελλόμεθά σοι όπως άμα τη λήψει του παρόντος προσέλθεις εις τα Γραφεία της Ιεράς Επισκοπής Αρκαδίας εν Μοίρες δι’ ανυπακοήν και απειθαρχίαν ως προς το νέον ημερολόγιον. 



+ Ο Αρκαδίας Ευγένιος 


Μετά το Πάσχα ο π.Χαράλαμπος κατέβηκε και παρουσιάσθηκε εις τον νέον Επίσκοπον. Ο Επίσκοπος Ευγένιος κατηγορηματικώτατα του εδήλωσε: -Μέχρις εδώ, παπά. Αν ακολουθήσης το νέον ημερολόγιον, εγώ θα σου δώσω αναδρομικώς όλα, όσα σου χρωστά το ΤΑΚΕ από το 1935, θα σου σπουδάσω δωρεάν το γυιό σου και θα σου παν­τρέψω την αδελφή σου (την Ειρήνην). Τον είδε αμίλητον και σκεπτικόν, τον εκτύπησε εις τον ώ­μον "πατρικά" και χαμογελώντας του είπε: -Έλα τώρα, πήγαινε να τα σκεφθείς αυτά που σου είπα. Μετά από δέκα ημέρες που θα έλθω στο χωριό σου να λειτουργήσω, εκεί μου δίδεις την απάντησιν.


Επιστρέφοντας εις το χωριό του, την αμέσως επομένην Κυ­ριακήν, μετά την θείαν Λειτουργίαν, ωμίλησε εις τους Ενορίτας-συγχωριανούς του. -Ο νέος Δεσπότης με πιέζει να ακολουθήσω το νέον ημερολόγιον. Την απόφασίν μου την ξέρετε. Εσείς τί θα κάνετε; -Και εμείς μαζί σου! ήτο η απάντησις όλων. Μετά από μερικές ημέρες ήλθε ο Επίσκοπος με την συνοδεία του εις το χωριό και επήρε την απάντησιν από τον π. Χαράλαμπον. Η απάντησις όμως των χωρικών ήτο διαφορετική. Εδέχθηκαν τον Επίσκοπον να τους λειτουργήσει χωρίς τον παπά τους, καθώς και το νέον ημερολόγιον. Όταν ο επίσκοπος επέστρεψε εις την Επισκοπήν του, έ­στειλε εις τον π. Χαράλαμπον το κατωτέρω έγγραφον.



ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ιερά Επισκοπή Αρκαδίας
Αριθ.Πρωτ. 255/128 Εν Μοίραις τη 1η Ιουνίου 1946


Προς τον Αιδεσιμώτατον Χαράλαμπον Σταματάκην-Καπετανιανά.



Γνωρίζομέν σοι ότι δι’ αποφάσεως ημών σοι επιβάλλομεν την ποινήν της αργίας από πάσης ιεροπραξίας μετά στερήσεως της μισθοδοσίας και των εκ της εφημερίας δικαιωμάτων σου δι’ ανυπακοήν και απειθαρχίαν.


Μετά το Πάσχα ο π. Χαράλαμπος κατέβηκε και παρουσιάσθηκε εις τον νέον Επίσκοπον. Ο Επίσκοπος Ευγένιος κατηγορηματικώτατα του εδήλωσε: -Μέχρις εδώ, παπά. Αν ακολουθήσης το νέον ημερολόγιον, εγώ θα σου δώσω αναδρομικώς όλα, όσα σου χρωστά το ΤΑΚΕ από το 1935, θα σου σπουδάσω δωρεάν το γυιό σου και θα σου παν­τρέψω την αδελφή σου (την Ειρήνην). Τον είδε αμίλητον και σκεπτικόν, τον εκτύπησε εις τον ώ­μον "πατρικά" και χαμογελώντας του είπε: -Έλα τώρα, πήγαινε να τα σκεφθείς αυτά που σου είπα. Μετά από δέκα ημέρες που θα έλθω στο χωριό σου να λειτουργήσω, εκεί μου δίδεις την απάντησιν. Επιστρέφοντας εις το χωριό του, την αμέσως επομένην Κυ­ριακήν, μετά την θείαν Λειτουργίαν, ωμίλησε εις τους Ενορίτας-συγχωριανούς του. 


Ο νέος Δεσπότης με πιέζει να ακολουθήσω το νέον ημερολόγιον. Την απόφασίν μου την ξέρετε. Εσείς τί θα κάνετε; -Και εμείς μαζί σου! ήτο η απάντησις όλων. Μετά από μερικές ημέρες ήλθε ο Επίσκοπος με την συνοδεία του εις το χωριό και επήρε την απάντησιν από τον π. Χαράλαμπον. Η απάντησις όμως των χωρικών ήτο διαφορετική. Εδέχθηκαν τον Επίσκοπον να τους λειτουργήσει χωρίς τον παπά τους, καθώς και το νέον ημερολόγιον. Όταν ο επίσκοπος επέστρεψε εις την Επισκοπήν του, έ­στειλε εις τον π. Χαράλαμπον το κατωτέρω έγγραφον.



+ Ο Αρκαδίας Ευγένιος



Κοινοποίησις

Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον Καπετανανιών.


Ο επίσκοπος Ευγένιος ήτο σκληρότερος του προκατόχου του."'Ανθρωπος αδίστακτος'' εξεδίωξεν ακόμη και από το χωριό του τον π. Χαράλαμπον, ο οποίος ηναγκάσθη να φιλοξενείται σε συγγενικά σπίτια εις το Ηράκλειον. Εις την κωμόπολιν της Αγίας Βαρβάρας Ηρακλείου, οι Γ.Ο.Χ είχον κτίσει έναν μικρόν ωραιότατον Ναόν προς τιμήν των Αγίων Πάντων. Εις τας 3/16 Ιουνίου 1946, ήτο η εορτή των Αγίων Πάντων και εκάλεσαν δια να λειτουργήσουν τους μοναδικούς τό­τε εν Κρήτη Γ.Ο.Χ. Ιερείς, τον π. Χαράλαμπον και τον π. Κωστήν, από το Ασήμι.


Αφ’ εσπέρας της Εορτής άρχισαν να φθά­νουν εις τον Ναόν οι πανηγυρισταί.
Από όλα τα γύρω χωριά,
α­πό τον άνω και κάτω Ζαρό,
από την Γέργερη και τις Καμάρες,
α­πό το Ασήμι και το Τυμπάκι και το Ηράκλειο και από αλλαχού
ήλθον με διάφορα μεταφορικά μέσα, πλέον των δυο χιλιάδων Πιστών να πανηγυρίσουν.
Μόνον η αρτοκλασία απετελείτο από χίλιους πεντακόσιους άρτους και πλέον!
Η ιερά αγρυπνία άρχισε κατά τας δέκα το βράδυ και ετελείωσε τας πρωινάς ώρας.
Το πρωί εκάθισε όλο αυτό το πλή­θος και έφαγον τα δύο μαγειρευμένα μοσχάρια,
τα οποία είχον δωρηθεί από πιστούς δια τον σκοπόν αυτόν.
Τούτο το επλπροφορήθη ο επίσκοπος Ευγένιος και έδωσε εντολή εις την χωροφυλακήν να συλλάβουν τους δυο Ιερείς.
Ο π. Χαράλαμπος εκρύπτετο εις φιλικήν οικίαν εις τό Ηράκλειον.
Τον συνέλαβον μετά από ολίγας ημέρας με δόλον και τον έφεραν ενώπιον του επισκόπου Ευγενίου.
-Εγώ σου είπα να μην λειτουργείς.
Εσύ δεν με άκουσες.
Η τιμωρία σου τώρα θα είναι μέχρι θανάτου εξορία σε Μοναστήρι.
(Συνεχίζεται...).



Απόσπασμα από το ιστορικό ορθόδοξο περιοδικό
''Τα Πάτρια''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως πατρός Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Τόμος Στ΄, σελίδες 28-41
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα και επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Θέμα: Πρεσβύτερος Χαράλαμπος Σταματάκης 1905-1972
Μέρος 3ον


Τα Πάτρια


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF