ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΦΟΥΝΤΟΥΡΗΣ




''Ονομάζομαι Αργύρης Σφουντούρης.

Είμαι το αγόρι στη φωτογραφία.

Στις 10 Ιουνίου 1944 οι Ες Ες δολοφόνησαν ολόκληρη την οικογένειά μου''

Στη σφαγή από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα των 218 Διστομιτών,

ο κ. Σφουντούρης σε ηλικία μόλις 4 ετών έχασε τους γονείς του και άλλα 30 συγγενικά του πρόσωπα.

Μαζί με τις τρεις αδερφές του που επέζησαν βρέθηκε στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο.

Το 1949 στο ορφανοτροφείο εμφανίστηκε μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού 

που διάλεγε ορφανά παιδιά,μεταξύ των οποίων και ο μικρός Αργύρης,

για να σταλούν στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι του Τρόγκεν.



10 Ιουνίου του 1944:Από τη νύχτα εκείνη,το Δίστομο έπρεπε να μάθει να ζει με τον πόνο.

Για το χωριό που βίωσε

 μία από τις πιο φρικαλέες σφαγές στην παγκόσμια ιστορία, θα αργούσε να ξημερώσει.

Τα παιδιά αποκοιμιούνταν ακούγοντας μοιρολόγια, οι μητέρες αντίκριζαν

 καθημερινά τους λεκέδες με το αίμα των παιδιών τους. Οι νύφες παντρεύονταν στα σπίτια τους,

ντυμένες στα μαύρα. Οι Διστομίτες έπρεπε να ζήσουν με την οργή, το μίσος,

 την αδικία να τους πνίγει. Οι εικόνες των σφαγιασθέντων αγαπημένων τους προσώπων

 θα τους στοίχειωναν σε όλη τους της ζωή. Οι επιζώντες γλίτωσαν από το θάνατο,

αλλά έμαθαν να ζουν μαζί του... Χορτασμένοι» από το αίμα αθώων, το απόγευμα της 10ης Ιουνίου,

οι Γερμανοί ναζί αποχώρησαν από το χωριό του Διστόμου. Είχαν προηγηθεί ώρες ανελέητης σφαγής.

Διακόσιοι δέκα οχτώ Διστομίτες, ανάμεσα τους γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, 

έχασαν μαρτυρικά τη ζωή τους. Ανάμεσα στα θύματα και ένα αβάπτιστο αγοράκι, δύο μηνών.


Ο μικρός Αργύρης, 4 ετών, έχασε και τους δύο του γονείς μαζί με 30 συγγενείς του. Γλίτωσε χάρη στο νόημα που του έκανε ένας αξιωματικός των Ες-Ες, με το οποίο τον προέτρεψε να πάει να κρυφτεί μέσα στο σπίτι του. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, τα πέρασε μέσα σε ορφανοτροφεία στην Αθήνα, μαζί με άλλα παιδιά θύματα του πολέμου. Μία μέρα, εμφανίστηκε μία αποστολή του Ερυθρού Σταυρού και διάλεξε κάποια παιδιά για να κάνουν μια καινούρια αρχή σε άλλη χώρα.


Έτσι, ο Αργύρης βρέθηκε στην Ελβετία, στο παιδικό χωριό Πεσταλότσι στο Τρόγκεν, όπου μεγάλωσε μακριά από την πατρίδα του. Σπούδασε μαθηματικά και αστροφυσική και αφιερώθηκε στον αγώνα για την διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.


Με αφορμή την επέτειο μνήμης της σφαγής του Διστόμου, ο 75χρονος σήμερα, Αργύρης Σφουντούρης μας ξενάγησε στο μαρτυρικό του τόπο. Στάθηκε μπροστά από το σπίτι του, από την πέτρινη σκάλα, πάνω στην οποία είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του. Μας έδειξε την πλατεία, που βάφτηκε με το αίμα των συγχωριανών του.


Ανηφόρισε με το μπαστούνι του, στο Μαυσωλείο του Διστόμου. Πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που είναι χαραγμένα τα ονόματα των γονιών του «Νικόλαος Σφουντούρης (ετών 45) και Βασιλική Σφουντούρη (ετών 35)», άφησε ένα λουλούδι.Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε το σχολείο όπου πήγαινε,μόνο και μόνο για να απασχολείται.


Τον έπαιρναν μαζί τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνα διάβαζαν και ο μικρός Αργύρης, ζωγράφιζε και έπαιζε. Όλες οι ωραίες του αναμνήσεις, χάθηκαν μέσα σε μία ημέρα. «Δεν θυμάμαι τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια πριν από τη σφαγή. Όλες μου οι μνήμες εξαλείφθηκαν με τη σφαγή. Ήταν τόσο έντονες οι εικόνες, που λέω σήμερα ότι έγιναν “τατουάζ” στην ψυχή μου.


Χάθηκαν οι χαρούμενες εικόνες. Δεν είμαι σίγουρος, αν θυμάμαι, τα πρόσωπα των γονιών μου από όταν ζούσαν ή από τις λιγοστές φωτογραφίες της γιαγιάς μου! Γιατί μαζί με το σπίτι μας, κάηκαν και όλες οι φωτογραφίες!»... «Εικόνες θυμάμαι. Πολύ βαριές και οδυνηρές εικόνες. Ήταν δέκα η ώρα το πρωί όταν ήρθαν τα γερμανικά φορτηγά. Δέκα, είκοσι, δεν θυμάμαι ακριβώς. Εγώ έπαιζα μαζί με άλλα παιδιά και όταν είδαμε τα γερμανικά φορτηγά, σταματήσαμε το παιχνίδι. Σταμάτησαν τα πάντα.


Τότε έπιασαν τον πρόεδρο της κοινότητας, τον Χαράλαμπο Κίνια και τον παπά του χωριού, τον Σωτήρη Ζήση. Τους ρώτησαν αν έχει αντάρτες το χωριό. Αφού τους απάντησαν, ότι δεν έχει αντάρτες το χωριό, οι Γερμανοί έδωσαν διαταγή να κλειστούμε όλοι στα σπίτια μας. Εμείς είχαμε κλειστεί στο σπίτι μας, πάνω από την πέτρινη σκάλα, που είδατε.


Ήμουν εγώ,ο πατέρας μου, δύο από τις αδερφές μου και μία ξαδέρφη μου. Η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν στην Αθήνα. Από το σπίτι έλειπε η μητέρα μου, γιατί είχε φύγει για Λιβαδειά, μαζί με ένα ζευγάρι γειτόνων. Είχαν πάρει ένα κάρο για να προσπαθήσουν να πουλήσουν ό,τι είχαν και να τ΄ανταλλάξουν με πράγματα που είχαμε ανάγκη.


Μετά τη μάχη που μας περιέγραψαν μεταξύ των ανταρτών και των Ναζί, είδα κάτι να αστράφτει και άκουσα έναν μεγάλο θόρυβο. ΄Ηταν το πολυβόλο που εκτέλεσαν τους 12 ομήρους. Τότε τρομοκρατήθηκα και κατάλαβα ότι κάτι ασυνήθιστο γίνεται. Κάτι φοβερό! Η σφαγή είχε ήδη ξεκινήσει!


Οι Γερμανοί βιάζονταν μάλιστα, γιατί είχαν να επιστρέψουν στη Λιβαδειά, πριν νυχτώσει. Γι΄ αυτό είχαμε και επιζώντες αλλιώς δεν θα άφηναν κανέναν ζωντανό! Καταλάβαμε ότι έφτασαν στο σπίτι μας, όταν ακούσαμε κάτω στο πλακόστρωτο τις αρβύλες τους.


Κατέβηκε ο πατέρας μου κάτω, με την ελπίδα να συζητήσει μαζί τους και να τους αποτρέψει να βάλουν φωτιά στο σπίτι μας. Κανείς δεν πίστευε ότι ήρθαν για να μας σφάξουν. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που ήρθαν οι Γερμανοί. Είχαν έρθει στο χωριό μας πολλές φορές. Από μαρτυρίες επιζώντων που έχω ακούσει, οι Ναζί, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έπαιρναν ό,τι ήθελαν.


Μία ξαδέρφη μου είπε μία φορά, ότι ένας Ναζί που κρατούσε το οπλοπολυβόλο πήγε στο σπίτι της και της είπε: “Τι ωραίο τραπεζόμαντηλο!” Και εκείνη το έβγαλε και του το έδωσε! Τι να έλεγε;'' Όχι! Είναι δικό μου!”; Βέβαια την ημέρα της σφαγής, όλοι είχαν καταλάβει ότι δεν είχαν έρθει για πλιάτσικο!


Δεν χρειάζονται είκοσι φορτηγά για να κάνεις πλιάτσικο! Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τον πατέρα μας, ζωντανό! Θυμάμαι ότι άρχισαν να ανεβαίνουν φλόγες και καπνοί και βγήκαμε έξω. Ψάξαμε στην αυλή να βρούμε τον πατέρα μας. Δεν τον βρήκαμε και ανοίξαμε την αυλόπορτα να βγούμε έξω! Δεν ξέραμε που να πάμε! Τα είδα τα φορτηγά.


Μου έχει μείνει η εικόνα ενός Ναζί που πηδούσε επάνω στο φορτηγό! Και ένας από αυτούς, μας έκανε νόημα να γυρίσουμε σπίτι!Να πάμε να κρυφτούμε δηλαδή. Δεν μας άφησε να βγούμε έξω, γιατί κάποιος άλλος θα μας εκτελούσε αμέσως! Έτσι, μπήκαμε ξανά μέσα στο σπίτι, και κρυφτήκαμε μέχρι να φύγουν. Έτσι σωθήκαμε.


Όταν έφυγαν πια και ησύχασε το χωριό, βγήκαμε και είδαμε τον πατέρα μου σκοτωμένο! Και το άλλο πρωί, ειδοποίησαν τη γιαγιά μας. Είχαν φέρει το κάρο με την μάνα μου και τους άλλους δύο, σκοτωμένους! Η μάνα μου έφυγε από τη Λιβαδειά γιατί άκουσε ότι είχαν μαζευτεί πολλοί Γερμανοί στο χωριό. Ήρθε για να μας προστατέψει. Αν έμενε εκεί θα ζούσε!


Πιθανότατα να είχαμε τη μάνα μας! Τα πρώτα χρόνια μετά τη σφαγή. Μικρό παιδάκι εγώ, ήμουν ετοιμοθάνατος. Παραιτήθηκα από τη ζωή. Είπα στον εαυτό μου: “Αφού τα έχασα όλα, έχασα τον κόσμο μου, κάηκε το σπίτι μου, σκοτώθηκαν οι γονείς μου, δεν θέλω να ζήσω”. Δεν υπήρχε τίποτα που να με κάνει να θέλω να ζήσω!


Ήξερα ότι δεν θα είμαι ποτέ ξανά προστατευμένος και χαρούμενος. Και ήθελα να φύγω και εγώ από τη ζωή! Όταν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός, εννέα μέρες μετά, στις 19 Ιουνίου, πήραν ορισμένα ορφανά παιδιά. Ανάμεσα τους, ήμασταν και εγώ με την αδερφή μου.


Έπειτα όμως, εμένα με έστειλαν πίσω, γιατί είπαν ότι δεν έχουν δυνατότητα περίθαλψης νηπίων. Ήμουν βαριά άρρωστος. Ψυχολογικά ήμουν σε τέτοιο χάλι, που δεν ήθελα να φάω! Με είχαν ξεγράψει. Στο ορφανοτροφείο που πήγα 6 χρονών, στο Ζάννειο, είχα ειδική μεταχείριση. Διακόσια παιδιά από το Ζάννειο, μας στείλανε σε μία πολύ ωραία περιοχή στην Εκάλη, μέσα σε ένα πευκοδάσος.


Κάποια παιδιά έτρωγαν ό,τι μαγείρευαν εκεί, άλλα ακολουθούσαν μία ειδική διατροφή και πέντε δέκα παιδιά, είχαμε το ελεύθερο να μπαίνουμε μέσα στην κουζίνα και να τρώμε, όταν το επιθυμούσαμε!Τα μάτια των μαγείρων αστράφτανε, όταν μας έβλεπαν. Έλεγαν: “Να φάνε τα παιδιά να μην πεθάνουν”.


Για να μας κρατήσουν στη ζωή!Μας είχαν ξεγραμμένους!». Στις 10 Ιουνίου του 1944, ο Fritz Lautenbach, λοχαγός των Eς-Ες του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει το λόχο του από τη Λειβαδιά προς το Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην δυτική πλευρά του Ελικώνα. Τα δύο πρώτα αυτοκίνητα που προπορεύονταν της φάλαγγας, ήταν ελληνικά επιταγμένα, γεμάτα με Γερμανούς στρατιώτες που είχαν ντυθεί χωριάτες μαυραγορίτες.


Ήταν το «δόλωμα» των Γερμανών που θα προσέλκυε τους αντάρτες. Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο των Ες-Ες, οι αντάρτες βλέποντας τους μαυραγορίτες, θα τους έκαναν επίθεση για να τους αρπάξουν τα τρόφιμα.


Έτσι, θα έπεφταν στην «παγίδα» των Ναζί και στη συνέχεια, με τη βοήθεια των ενισχύσεων που θα ακολουθούσαν, θα τους εξόντωναν. Ταυτόχρονα, ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο.


Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά 

που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν.

Τους υπόλοιπους τους κράτησαν ομήρους.

Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο εκφοβίζοντας τον άμαχο πληθυσμό.

Διέταξαν να κλειστεί ο κόσμος στα σπίτια του γιατί όποιοι θα κυκλοφορούσαν έξω,

θα θεωρούνταν αντάρτες και θα εκτελούνταν. Οι Γερμανοί ηττήθηκαν και έτσι ξέσπασαν στους Διστομίτες.

Ντροπιασμένος ο λοχαγός Lautenbach από την "ήττα", αναλαμβάνει την επιχείρηση αντιποίνων

 και εκτελεί τη διαταγή της σφαγής. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν,

βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν νύχτωσε

 και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού.

Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στην βάση τους,

καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228,

εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων.






Αναδημοσίευση από την εφημερίδα
 ''Πρώτο Θέμα'' της 10/6/2015
Τίτλος ,επιμέλεια κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF