ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΛΑΡΙΩΝ ΟΥΖΟΥΝΟΠΟΥΛΟΣ 1890-1960




Η μεταρρύθμησις του ημερολογίου ευρήκε τον Ιερομόναχον π. Ιλαρίωνα,
ως έναν των Εφημερίων της Μονής της Μεγίστης Λαύρας.
'Οπως και άλλοι Λαυριώται,
έτσι και αυτός επέδειξε ζωηρόν, έμπρακτον το ενδιαφέρον του
διά τον ήδη εν τω κόσμω διεξαγόμενον υπό των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών,
ιερόν αγώνα.
'Ητο και αυτός ένας από τους πρώτους,
που επεστράτευσε ο ιερός Σύνδεσμος των Ζηλωτών Πατέρων του Αγίου 'Ορους.
Ιδού, πως ο ίδιος περιγράφει εις την συνοπτικήν αυτοβιογραφίαν του,
που έγραψεν κατ' εντολήν του πρώτου Αρχιεπισκόπου και Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Ελληνικής Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. (1935)''.
''Το 1926,
ένεκεν της καινοτομίας του Εκκλησιαστικού ημερολογίου και προτοπή των ζηλωτών Πατέρων
εξήλθον εις τόν Ιερόν αγώνα,
όπως προσφέρω και εγώ τας ελαχίστας μου υπηρεσίας εις την κινδυνεύουσαν πατροπαράδοτον ημών Πίστιν.
Κατά Σεπτέμβριον μήνα ήλθον εις θεσσαλονίκην
και παρέμεινα εκεί μέχρι των Χριστουγέννων.


Kατά το διάστημα αυτό απεστάλην παρά του Κέντρου της εκεί Κοινότητος θεσ/νίκης εις διάφορα Παραρτήματα της Μακεδονίας. Εις τα Παραρτήματα Σερρών, Νιγρίτης, Βεσνίκου ('Αγιον Πνεύμα), και άλλων. Εις τας παραμονάς δε των Χριστουγέννων απεστάλην εις το εν Χαλκιδική Παράρτημα της Νικήτης, ένθα παρέμεινα μέχρι των Αγίων θεοφανείων. Εκεί μου συνέβησαν τα μεγαλύτερα επεισόδια (περί αυτών γράφομεν εις τον παρόντα τόμον σελ. 38). Κατόπιν, το 1929, κατήλθον εις Αθήνας μετ' άλλης αποστολής Ιερομονάχων κατά τας αρχάς της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Την Κυριακήν της Ορθοδοξίας απεστάλην εις Χαλκίδα και μετά μίαν εβδομάδα επανήλθον. Μετά αμέσως απεστάλην εις Πελοπόννησον, εις το Κέρτεζη Καλαβρύτων, ένθα έμεινα οκτώ μήνας. Μή έχοντες δε Εκκλησίαν ηναγκάσθημεν να κάμωμεν μίαν παράγκαν και εκεί ελειτουργήσαμεν κατ' αρχάς μετά μεγάλων επεισοδίων. Διότι τη παροτρύνσει μου, οι Χριστιανοί εμψυχωθέντες αντέστησαν ερρωμένως εναντίον ισχυράς αστυνομικής δυνάμεως Κερτέζης καί Καλαβρύτων, ευτυχώς τη υποχωρήσει της αστυνομίας απεφεύχθη η αιματοχυσία. Κατά το διάστημα της διμήνου παραμονής μου παρηκολουθούμην μεν υπό της αστυνομίας, πλην όμως δεν ετόλμησαν επισήμως να μας ενοχλήσουν. Καταγγελθείς δε υπό του Καλαβρύτων Τιμοθέου εις την Μητρόπολιν Αθηνών, προσεκλήθην επανειλημμένως να απολογηθώ, αλλ'εγώ δεν επήγαινα, ούτε και οι χωροφύλακες με άφηναν να φύγω. Αλλ'επειδή και παρά της Κοινότητός μας προσεκλήθην να έλθω να απολογηθώ, όντος τότε του κ. Ευστρατιάδου, αλλά εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν των Καλαβρύτων συνελήφθην και, αφού εισήλθον εις τα κρατητήρια Καλαβρύτων και Πατρών, ήλθον εις Αθήνας εις το Τμήμα Μεταγωγών. 


Καταδικάσθείς από το Μητροπολιτικόν Δικαστήριον εις πενταετή αργίαν, απηλάθην και πάλιν εις 'Αγιον 'Ορος κατά τo τέλος Νοεμβρίου 1929. Διερχόμενος δε εκ θεσ/νίκης εκάθησα και πάλιν εις τό κρατητήριον τέσσερας ημέρας όλως παρανόμως, τη... αγαθή φροντίδα και φιλοξενία του Αρχιεπτσκόπου Θεσ/νίκης Γενναδίου. Παρέμεινα εις 'Αγιον 'Ορος μέχρι του μηνός Απριλίου, όπότε εξήλθον και πάλιν τον Απρίλιον 1930, διότι είχον δικαστήριον εις τα Καλάβρυτα και μη παρουσιασθείς δε, κατεδικάσθην ερήμην εις δέκα μηνών φυλάκισιν. Ενεργήσας δε ανακοπήν, μου επεβλήθη και πάλιν η ίδια ποινή. Κατόπιν έκαμα έφεσιν εις το Εφετείον Πατρών, όπου και ηθωώθην. Έκτοτε έμεινα εις τον Πειραιά εφημερεύων εις διαφόρους ενορίας Αθηνών ή Πειραιώς κατά μήνα εναλλάξ, διότι κατά το κρατούν τότε σύστημα, ο Ιερεύς ένα μήνα εφημέρευε εντός των Αθηνών ή Πειραιώς και ένα μήνα έξω εις τα Παραρτήματα. Κατά το διάστημα αυτό διήλθον ως εφημέριος τα εξής Παραρτήματα: δύο φοράς απεστάλην εφημέριος εις τα Παραρτήματα Θηβών, Λουτουφί, Μπάλτσα, Καπαρέλλι κλπ., δευτέραν φοράν εις Χαλκίδα, όπου εγκαινιάσαμεν την νυν Εκκλησίαν. 


Τρεις φοράς απεστάλην εις Αίγινα κατά διαφόρους καιρούς. Μίαν φοράν εις Νάξον καί μίαν φοράν εις Τήνον. Μίαν φοράν εις Λάρισαν και τα περίχωρα αυτης, κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων το έτος 1930. Επίσης εις τα περίχωρα των Αθηνών, Παλούκια, Σαλαμίνα, Σπάτα, Μάνδρα, Μαγούλα, Βίλλια, κλπ. Το 1933, τη φροντίδι καί πρωτοβουλία μου συμπήξαμεν και το ηθικοθρησκευτικόν Σωματείον Πειραιώς ''Οι 'Αγιοι Κωνσταντίνος και 'Ελένη, το οποίον ωφέλησε αρκετά τον αγώνα μας, και το οποίον μέχρι σήμερον διατηρεί αίθουσαν κηρύγματος και έρχεται βοηθός εις πολλούς πτωχούς καί πάσχοντας. Αύτη είναι εν συντόμω η ελαχίστη και άσημος σταδιοδρομία μου κατά τα έτη αυτά του Ιερού μας αγώνος. Εν Πειραιεί τη 25/5/1936. Ο εν Ιερομονάχοις ελάχιστος, Ιλαρίων Ουζουνόπουλος''. Εις το χωριό του ήλθε διά πρώτην και τελευταίαν φοράν από το 'Αγιον 'Ορος, τον Οκτώβριον του έτους 1927. Είχεν έλθει εις τον Πολύγυρον διά να δικασθή εις το Εφετείον διά τα γνωστά γεγονότα της Νικήτης, όπου και ηθωώθη. 


Τότε επήγε και εις το χωριό του, όπου περέμεινε είκοσι ημέρες περίπου. Οι συγχωριανοί του δεν εδέχθησαν το νέον ημερολόγιον και ο Εφημέριος του χωριού π. Νικόλαος, του επέτρεψε να λειτουργήσει εις τον Ναόν του χωριού του, όπου και τους ομίλησε. Ως γνωστόν, οι περισσότεροι Αγιορείται Πατέρες, οι πρώτοι, που εξήλθον από το 'Αγιον 'Ορος διά να βοηθήσουν τον Ιερόν αγώνα των Γ.Ο.Χ., μετά την ανάληψιν της Εκκλησιαστικής Αρχής το 1935 υπό των εξελθόντων τότε Αρχιερέων, ίδρυσαν Γυναικείας Μονάς (ως επί το πλείστον). Αυτού του "κανόνος" ευτυχώς ή δυστυχώς δεν εξέφυγεν και ο π. Ιλαρίων. (Τό παράδειγμα των Αγιορειτών Πατέρων ακολούθησαν αργότερα πολλοί Ιερομόναχοι και Μοναχοί, ούτως, ώστε να αριθμούν σήμερα μικρά και μεγάλα Μοναστήρια, ογδόντα περίπου -ίδε βιβλίον ''Οδηγός Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, 'Εκδοσις των "ΠΑΤΡΙΩΝ''. Είχε πολλάς πνευματικάς θυγατέρας, που τον επίεζον να τους κτίση Μοναστήρι διά να μονάσουν. Ερεύνησαν πολλά ησυχαστικά μέρη, αλλ' ο π. Ιλαρίων δεν απεφάσιζε. Τέλος κατά το έτος 1940, προ του πολέμου απεφάσισαν και αγόρασαν την περιοχήν, που είναι κτισμένη σήμερον, η Μονή του Ευαγγελισμού εις Συκάμινον Ωρωπού. Κατά την αφήγησιν των Μοναζουσών, η περιοχή αυτή είχεν υποδειχθή κατά θαυμαστόν τρόπον από τον 'Αγιον Νικόλαον προ πενταετίας, δηλαδή, το έτος 1935. Η Μοναχή που μας το εδιηγήθη μας είπε τα εξής: "Είχαμε κουρασθή να ερευνώμεν κάθε τόσο με τον Γέροντα διά να εύρωμεν ένα ήσυχο μέρος για το Μοναστήρι μας. 


Πολλά χρήματα εξώδευσε ο Γέροντάς μας γυρίζοντας εδώ και εκεί. 'Ενα βράδυ είδα εις τον ύπνον μου, ότι ένας αμαξάς, που έμενε εις τα Καμίνια του Πειραιώς, τον οποίον έγνώριζα. Νικόλαος το όνομά του, ήλθε και μας πήρε, εμένα και τον Γέροντα και μας έφερε εδώ, ακρίβώς έξω άπό το παλαιό εξωκκλήσι, που ευρίσκεται και σήμερον εμπρός εις το Μοναστήρι μας. Εκεί μας επερίμενε ένας λευκογένης Γέροντας, ο οποιος με γλυκύτητα είπε εις τον Γέροντά μου. -Εδώ θα κτίσης το Μοναστήρι. Εξύπνησα και έτρεξα εις τον Γέροντά μου και του είπα το όνειρο, παρακαλώντας τον να πάμε να ιδούμε το μέρος αυτό. Τότε ο Γέροντας χαμογελώντας μου είπε: -Όχι και με όνειρα!.. Πέρασαν από τότε πέντε ολόκληρα χρόνια. Ακόμη δεν είχαμε εύρη τον τόπον, που θα κτιζόταν το Μοναστήρι μας. Κάποιος γνωστός μας μία ήμέρα μας πήρε και μας έφερε εδώ. Εγώ κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, μου εφαίνοντο γνωστά τα μέρη. Όταν εσταματήσαμε εμπρός εις το Εκκλησάκι και μπήκαμε να προσκυνήσουμε, πάγωσα μόλις αντίκρυσα την Εικόνα του Αγίου, που ετιμάτο τον Γέροντα,του ονείρου μου! Ήταν ο 'Αγιος Νικόλαος! Με ασυγκράτητη χαρά, το είπα αμέσως εις τον Γέροντα, ο οποιος επείσθη πλέον, ότι ο Γέροντας του ονείρου μου ήταν ο 'Αγιος Νικόλαος και, ότι θέλημά του ήταν να γίνη εκεί το Μοναστήρι μας κατά την υπόδειξί του, όπως και εγένετο. Οι πρώτες αδελφές που ήλθαν ήσαν περίπου είκοσι πέντε. Όλες μαζί εργάσθηκαν διά να κτίσουν κατ'αρχήν ένα μαρυνάρι διά τις ίδιες και ένα κελλάκι διά τον Γέροντα. 


Ο π.Ιλαρίων, 50 ετών τότε, ήτο αεικίνητος και ακούραστος. Από το πρωί,με την Ακολουθίαν, μέχρι αργά το βράδυ δεν έπαυε να εργάζεται. 'Ολη την πέτρα, που χρειάσθηκε διά να κτισθή η Μονή, μόνος του την έβγαλε και μόνος του την κουβάλησε. Καθάριζε τα χωράφια και τα καλλιεργούσε, εφύτευε δένδρα, προ πάντων ελιές, αυτά που υπάρχουν και σήμερα και δίδουν πλουσίως τους καρπούς των. Παράλληλα με την σωματικήν εργασίαν δεν ώκνησαν και την πνευματικήν. Το τυπικό, που εφήρμοζε εις την νέαν Μονήν ήτο Αγιορείτικο. Μετά το μεσονύκτιον έγερσις, μία ώρα "κανών" και εν συνεχεία Ιερά Ακολουθία και θεία Λειτουργία. Εις κάθε σύναξιν εύρισκε την ευκαιρία να διδάσκη και να νουθετή τας μοναχός. Ήτο ήρεμος και ανεξίκακος. Πνευματικός έμπειρος έκαμνε το εξομολογητάριον πραγματικό σπουδαστήριο διά τους εξομολογουμένους με τις ατέλειωτες νουθεσίες του και τα Πατερικά παραδείγματα. 'Ητο ακριβολόγος και αυστηρότατος, ως προς τας σχέσεις του με τους σχισματικούς και αυτό το εκήρυττε. Τόσον ακριβολόγος ήτο, ώστε δεν εδίστασε να γίνη ανεξάρτητος μαζί με άλλους Πατέρας, διά αρκετό χρονικόν διάστημα, εφόσον έβλεπε και επίστευε, διότι πραγματικά το επίστευε, ότι η Ορθόδοξος και αγωνιστική συνείδησίς του δεν εδέχετο τα όσα αντίθετα, ως προς το Ορθόδοξον πιστεύω του Ιερού Αγώνος των Γ.Ο.Χ., εκήρυττον άλλοι συνάδελφοί του. 


Πιστός εις τας εντολάς του Κυρίου απέφευγε, χάριν αποκτήσεως περιουσιών, να δέχεται πλουσίας διά να μονάσουν. Τας παρώτρυνε, κατά την εντολήν του Κυρίου (Λουκ. ιη'22) να πωλήσουν τα υπάρχοντά των, να τα διαμοιράσουν εις τους πτωχούς και τότε να έλθουν εις το Μοναστήρι. Αστειεύεσαι, Γέροντα, του είπε κάποια πλούσια από την Αυλώνα. Να πωλήσω εγώ το ωραίο μου σπίτι και να τα δώσω εις τους πτωχούς; Αύτό δεν γίνεται! 'Άρα, Γέροντα δεν με θέλεις διά μοναχή... -Εσένα παιδί μου, σε θέλω. Το σπίτι σου δεν θέλω!... Μια άλλη φορά τον παρακαλούσαν οι μοναχές να δεχθή μια πολύ πλούσια από την Λεύκα του Πειραιώς, η οποία θα εδώριζε όλη της την περιουσίαν εις το Μοναστήρι, υπό τον όρον, όμως να κτίση ένα δωμάτιο και να την υπηρετούν οι Μοναχές. -Εγώ τις καλόγριές μου, τους απήντησε, υπηρέτριες των πλουσίων δεν τις κάμνω! Κατά την μαύρη Γερμανική κατοχή εδοκιμάσθησαν, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός. Πολλές ήσαν οι μοναχές, που έφυγαν από το Μοναστήρι, διότι δεν άντεξαν τας στερήσεις. 


Αλλά και όσαι απέμεινον δεν ήσαν και λίγα εκείνα, που υπέφερον και από τους αντάρτες και από τους Γερμανούς. Με την βοήθειαν όμως του θεού και με την πραότητα του π. Ιλαρίωνος, ξεπέρασαν πολλά επικίνδυνα,αλλά και θανάσιμα εμπόδια. Πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωσιν της πατρίδος μας από τους Γερμανούς και τους αντάρτες, νέα σκληρή δοκιμασία διά το πλήρωμα της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Ο μεγάλος διωγμός κατά των Γ.Ο.Χ. υπό του σχισματικού Αρχ/που Αθηνών Σπυρίδωνος και των Κυβερνητών Σ. Βενιζέλου-Γ. Παπανδρέου (1951). Ήτο ο σκληρότερος διωγμός κατά των Γ.Ο.Χ., που εγένετο από το έτος 1924. Εσφράγιζον ή κατεδάφιζον τους Ναούς. Αποσχημάτιζον μοναχούς και μοναχάς και εξύριζον και εφυλάκιζον τους Ιερείς. Εξώρισαν τους τότε Αρχιερείς και απέλασαν τους Αγιορείτας Πατέρας εις 'Αγιον 'Ορος και τέλος απηγόρευον και διέλυον διά της βίας,με αστυνομικάς δυνάμεις, κάθε εκκλησιαστική συγκέντρωσιν των Γ.Ο.Χ. Και ο π.Ιλαρίων σαν Αγιορείτης δεν εξαιρέθη. Συνελήφθη και απελάθη εις 'Αγιον 'Ορος. 'Οταν μετά τον θάνατον του Σπυρίδωνος εχαλάρωσαν τα μέτρα κατά των Γ.Ο.Χ., επέστρεψεν εις την Μονήν του. Μετά από λίγα χρόνια, και συγκεκριμένως τρία χρόνια προ του θανάτου του, εξεδήλωσε την επιθυμίαν να υπάγη να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και διά τελευταίαν φοράν να έπισκεφθή το 'Αγιον Όρος και την γενέτειράν του. Πράγματι επήγε εις 'Αγιον 'Ορος και το Πάσχα του έτους 1959 επήγε εις τα Ιεροσόλυμα. Προαισθάνθη τον θάνατόν του, προ ενός μηνός. 'Ενα πρωί, που κατά την συνήθειαν της Μονής, όλες οι μοναχές επήγαιναν και έπαιρναν ευλογία διά να αρχίσουν το εργόχειρό τους από τον Γέροντα, αυτός τας εκράτησε όλες γύρω του. -Παιδιά μου, τους είπε, σε τριάντα ημέρες φεύγω από τον κόσμον αυτόν. Μου το είπε απόψε ο 'Αγιος Σπυρίδων! -Γέροντα, τόλμησε μια μοναχή, εσείς μας έχετε διδάξη να μην πιστεύουμε εις τα όνειρα... -Αύτό παιδί μου, δεν ήταν όνειρο, αλλά ειδοποίησις!... Καί τας απέλυσε μη δίδοντας συνέχεια. Μετά το ''όνειρο'' που είδε ήτο πάντοτε συλλογισμένος. Στεκόταν σε πολλά μέρη της Μονής και έβλεπε... -Τί βλέπεις Γέροντα; τον ερώτησε κάποια αδελφή. -'Ολα σας τα έφτιαξα παιδί μου, μόνον τον τάφον μου δεν έκαμα ακόμα... 'Ητο άρχάς Σεπτεμβρίου του έτους 1960. Οι αδελφές τρυγούσαν το αμπέλι. Πάντοτε ο Γέροντας τας βοηθούσε εις τον τρύγον. 


Αυτήν την χρονιά,όχι. Μετά την θείαν Λειτουργίαν της εορτής της Θεοτόκου (Γενέθλιον), τους είπε: -Μέχρι αύριο βράδυ να έχετε τελειώση τον τρύγον, και το "πάτημα". Την άλλην ημέρα, παρά την συνήθειάν του, στολίσθηκε με τα γιορτινά του. Πήρε ένα καλάθι και πήγε να μαζεύση σύκα. Οι μοναχές που τον είδον έτσι στολισμένον παραξενεύτηκαν, αλλά δεν του είπον τίποτα. Ο π. Ιλαρίων συνέχιζε να μαζεύη σύκα ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας στις συκιές. Μετά από ολίγες ώρες έπαθε το κακό. Τον είδον από μακρυά οι μοναχές να πέφτη κάτω. Τον μετέφερον εις το κελλί του και ο ιατρός που εκλήθη, είπε ότι έπαθε "συμφόρηση". Δεν αισθανόταν το πόδι του και το χέρι του. Ψεύδιζε και λίγο το στόμα του. Τότε ενθυμήθηκαν οι μοναχές το ''όνειρο'', και μετρούσαν τας ημέρας. Δέκαπέντε ακριβώς ημέρας μετά το όνειρο που είδε, έμεινε καθηλωμένος εις το κρεββάτι. Εκεί εσυνάθροιζε τις μοναχές και τις νουθετούσε. -Προ του θανάτου σας, έλεγε, να λέγετε το "θεοτόκε Παρθένε" και να κοιτάζετε πάντοτε δεξιά...



Εις το κρεββάτι του πόνου,

τον επεσκεύθηκε ο τότε Αρχιμανδρίτης π. Ακάκιος Παππάς
και είπον πολλά μόνοι των.
Τρεις ημέρες προ του θανάτου του,
όπως μας είπον αι μοναχαί έβλεπε πολλά στεφάνια με άνθη και πολλές λαμπάδες αναμμένες,
που σε κάποια στιγμή γύρισε και μάλωσε τις μοναχές.:
-Μή καίτε τόσες λαμπάδες!..
Εις τας 21 Σεπτεμβρίου 1960, ημέρα Τρίτην και την ώραν,
που ο Ιερεύς π. Ιωάννης από την Χαλκίδα έλεγε το "Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός...",
διά την Θείαν Λειτουργίαν,
ο π. Ιλαρίων εγύρισε την κεφαλήν του και άφησε να φύγη η ψυχή του ήρεμα και γαλήνια,
εις ηλικίαν εβδομήντα ετών.
Το τότε επίσημον όργανον της Εκκλησίας μας,
''Ή Φωνή της Ορθοδοξίας",
έγραψε τα εξής εις το υπ’άριθ.348-349,
Οκτώβριος 1960.
''Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων Ουζουνόπουλος.
Το άγγελμα του θανάτου, του προσφιλούς πατρός Iλαρίωνος Ουζουνοπούλου,
ηγουμένου της Ιεράς Μονής Ευαγγελίστριας,
παρά τον Συκάμινον Ωρωπού,
μας συνεκίνησεν βαθύτατα και εγέμισε πικρίαν και λύπην τας ψυχάς ημών.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα,τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Απόσπασμα εκ του ιστορικού,ορθοδόξου περιοδικού ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ.Καλλιοπίου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Περιοδικό ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF