ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΟ ΛΕΝΕ ΑΓΙΑ ΜΟΝΙΚΑ


 


«Καί πῶς ὤ Θεέ μου, εἶχε διολισθήσει εἰς τήν Μόνικα,  διηγοῦμαι τά τῆς δούλης σου,

ἐγώ ὁ υἱός της,

κάποια ἐπιθυμία πρός τόν οἶνον.

Ἐπειδή ἦτο φρόνιμος καί λογική, οἱ γονεῖς τῆς την ἔστελλον εἰς τήν οἰναποθήκην,

ὅπως φέρη οἶνον ἀπό τό βαρέλιον. Ἀλλ’ ἐκεῖ εἰλκύσθη κατ’ ἀρχάς καί ἤθελε νά δοκιμάση,

ἄν τό κρασί εἶναι καλόν. Τῆς ἠρεσε καί ἐνικήθη. Μέ τήν πάροδον δέ τοῦ χρόνου ὀλίγον κατ’ ὀλίγον,

ὄχι μόνον ἐδοκίμαζεν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἔπινε πολλά ποτήρια οἴνου.

Δέν ἐπρατε τοῦτο ἀπό ἀγάπην πρός τό ποτόν, ἀλλ’ ἀπό νεανικήν ἀπερισκεψίαν,

η ὅποία δέν διορθώνεται ἄλλως παρά μέ τήν αὐστηρᾶν ἐπέμβασιν τῶν γονέων.

Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως 

προσθέτουσα ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν σταγόνα πρός σταγόνα,ἡ περιφρόνησις 

τῶν μικρῶν ὑποχωρήσεων φέρει ἀσυναισθήτως εἰς ὄλεθρον,

παρεσύρθη ὑπό τῆς συνήθειας νά καταπίνη ὁλόκληρα ποτήρια».

Και έρωτα ο Αυγουστίνος:

Πού ήτο κατά την ώρα εκείνην, η τόσο φρόνιμος γραία με τας ρητάς απαγορεύσεις; 

Ούτε ο πατήρ αυτής ούτε η μήτηρ της ήσαν εκεί. Αλλά συ ήσο παρών,Θεέ μου,

συ όστις την έπλασας, όστις μας καλείς προς σε, και δύνασαι έστω και διά της μεσολαβήσεως των ανθρώπων

 να πράττεις το επωφελές διά την σωτηρία των ψυχών.

Τί έκαμες λοιπόν τότε Θεέ μου;

Πώς την νοσήλευσας;

Πώς της απέδωσες την ψυχική υγεία;

Η υπηρέτρια η οποία συνόδευε συνήθως εις το βαρέλι, ήλθε ημέρα τινά εις προστριβές με την νεαρά κυρία της,

μόνην προς μόνην και της επέρριψε κατά πρόσωπον την υβριστή λέξιν:

«Σύ θά μέ διδάξης, ποῦ εἶσαι μέθυσος;».

Η υβριστική αυτή λέξις, το κτύπημα αυτό, επέφερε σωτήριο αποτέλεσμα.

Η κόρη συνησθάνθη την κακήν συνήθειά της,την μίσησε και απηλάγη ολοτελώς.

Και ο ιερός Αυγουστίνος κάμνει τας εξής διδακτικές παρατηρήσεις:

Εάν οι φίλοι μας διαφθείρουν με τας κολακείας των, οι εχθροί συχνά μας παιδαγωγούν με τις προσβολές των.

Εις το εξής η Μόνικα αφιερώνεται εις την κατά Χριστό ζωή.

Η τακτική μελέτη της άγιας Γραφής αποτελεί το εντρύφημα της.

Κρυφή της ευχή, διά την οποίαν παρακαλεί αδιακόπως νυχθημερόντον Θεό

 ήτο η απόκτησης αγαθού συζύγου και ευσεβών τέκνων.


Πώς αντέδρασε η Αγία στην συμπεριφορά του συζύγου της;Όταν ήλθε εις νόμιμο ηλικία,οι γονείς της απεφάσισαν να την υπανδρεύσουν με έναν νέον ανήκοντα εις αριστοκρατική οικογένεια καλόγνωμο,αλλά εθνικό,τον Πατρίκιο. Η Μόνικα, καίτοι ήτο ειδωλολάτρης ο Πατρίκιος, έστερξε να τον λάβει σύζυγο, διότι έλπιζε, ότι ταχέως θα τον έκαμνε Χριστιανό και ούτω θα προσέθετε εις την ποίμνη του Χριστού ένα ακόμη λογικό πρόβατο. Διά τούτο μολονότι ο σύζυγος ήτο ειδωλολάτρης, εξακολούθησε να εκτελεί τα χριστιανικά της καθήκοντα όλα, όπως και πρότερο και ουδέν παρέλειπε. Έκανε τακτικά την προσευχή της, μελετούσε την αγία Γραφή, μετέβαινε εις την Εκκλησία καθ΄ εκάστην Κυριακή, σύχναζε εις τα ιερά κηρύγματα, χωρίς να παραλείπει εννοείται, και τα καθήκοντα της οικογενείας της. Ατυχώς είχε να παλέψει προς ένα χαρακτήρα κακοσυνηθισμένο. Ήτο βεβαίως αγαθής φύσεως ο σύζυγος της,αλλά ήτο αιχμάλωτος δύο μεγάλων ελαττωμάτων.


Ήτο άσωτος, είχε παραδοθεί τελείως εις τας παρανόμους ηδονές, ακόμη δε ήτο και εις το άκρον οξύθυμος. Πολλάκις την απατούσε, παραδινόταν εις διεφθαρμένες γυναίκες και την ωραία Μόνικα την άφηνε να μαραίνεται μόνη της και να σπογγίζει τα πολλά δάκρυά της. Εις την οικία των μετέβαινε τας περισσότερες φορές μετά το μεσονύκτιο.Όχι δε ολίγας φοράς διανυκτέρευσε εις ένοχους διασκεδάσεις. Όλες αυτές οι παρεκτροπές του συζύγου της έπλητταν την Μόνικα διπλά. Από το ένα μέρος, διότι ο σύζυγός της προσέβαλε την συζυγική τιμή, από το άλλο, διότι η ψυχή του ανδρός της κυλιόταν μέσα εις τον βόρβορο της ακολασίας. Και τί έκαμε νομίζετε διά να τον διορθώσει; Τον φώναζε,τον ύβριζε, προκαλεί σκηνές μέσα εις το σπίτι και φιλονικίας; Όχι. Ουδέποτε η συνετή αυτή γυναίκα, ουδέ και εις το παραμικρό παρασύρθηκε.


Εξακολούθησε να περιβάλει τον σύζυγο της με όλη την αγάπη της και την χριστιανική τρυφερότητα. Συλλογιζόταν και πολύ ορθά η φρόνιμος αυτή σύζυγος,ότι αν έβριζε τον σύζυγο της,θα τον ψύχραινε,και το χειρότερο με την διαγωγή της αυτήν θα τον έσπρωχνε περισσότερο εις τις αμαρτωλές γυναίκες. Αντιθέτως δε πίστεψε, και πολύ σωστά, ότι με την γλυκύτητα, με όλη την χριστιανικών αγάπη της,θα κατόρθωνε να τον παρελκύσει, ώστε να την αγαπήσει και να απομακρυνθεί από τας πονηρές γυναίκες. Διά τούτο παρακαλεί τον Θεό αδιακόπως. Ουδέποτε έχασε το θάρρος της και την ελπίδα της. Ήτο πολύ ευέξαπτος. Διά το παραμικρό πράγμα, ήτο ικανός ο σύζυγος της να την υβρίσει κατά τον χυδαιότερο τρόπον, να της αραδειάσει τα μάλλον εξευτελιστικά επίθετα και να την εξουθενώσει εις τα μάτια των υπηρετριών. Παρ’ όλα αυτά η Μόνικα δεν ανταπέδωσε ποτέ τα ίσα.


Ούτω διά της άκρας υπομονής της και διά της τρυφερής της συμπεριφοράς με την οποίαν προσέβλεπε τον σύζυγο της και, ότε ακόμη την ύβριζε χυδαιότατα, κατόρθωνε να περιορίζει τον θυμό του μόνον εις ύβρεις,με λέξεις, και ουδέποτε τον εξανάγκασε να την κτυπήσει. Οι άλλες γυναίκες, οι οποίες είχαν λιγότερο οξύθυμους άνδρες, έφεραν συχνά σχεδόν ίχνη και μώλωπας από το δάρσιμο εις το πρόσωπον εκ μέρους των συζύγων των. Επειδή δε ήξεραν,ότι ο σύζυγος της Μόνικας ήτο περισσότερο ευερέθιστος, απορούσαν, γιατί αυτή δεν είχε τα σημάδια του δαρσίματος εις το πρόσωπον. Από απορία την ρωτούσαν λοιπόν,πώς κατόρθωνε να μαλάσσει την καρδία του ανδρός της. Και ενώ την ρωτούσαν, συγχρόνως στιγμάτιζαν την συμπεριφορά του συζύγου των με τα μελανότερα χρώματα. Η Μόνικα τότε με αφέλεια υπό τύπον αστειότητος, καυτηρίαζε την γλώσσα αυτών απέναντι των συζύγων των.


Εξηγεί δε εις αυτές πώς κατόρθωνε να μη εξάπτει περισσότερο τον θυμό του συζύγου της. Όταν με υβρίζει ο σύζυγος μου, έλεγε όχι μόνον δεν θυμώνω, αλλά παρακαλώ τον Θεό καθ’ όλον τον χρόνο πού με υβρίζει, να τον συμπαθήσει και, ως παντοδύναμος να του εκριζώσει την οργή. Αφού δε καταπραϋνθεί, τότε του εξηγώ, πώς έγινε εκείνο, διά το οποίον κραύγαζε. Η Μόνικα ήτο ακόμη ατυχής και εις την πεθερά της. Η πενθερά της ήτο εις άκρον ιδιότροπος. Εννοούσε την αγαθή γυναίκα να την υβρίζει,να την αποπαίρνει εμπρός εις τους ξένους. Η Μόνικα όμως, παρά την ισχυρή λύπη την οποίαν δοκίμαζε, εδείκνυε μεγάλη άνεκτικότητα και σεβασμό. Είχε να παλαίψει με δύο μεγάλα θηρία. Με την ακολασία του ανδρός της και με την ασυμπάθεια της πενθεράς της. Η Μόνικα με την ανοχή της και με τας προσευχές της, επέτυχε κάπως να ημερώσει την πεθερά της. Τοσούτον δε μετεβλήθη η πενθερά της και τοσούτον αγαπούσε πλέον την Μόνικα, ώστε πάσαν νέα διαβολή, την οποίαν μηχανογραφούσαν οι υπηρέτριες, την κατήγγειλε εις το υιό της και διατύπωνε την αξίωση να τιμωρήσει τις υπηρέτριες, οι οποίες τόλμησαν να συκοφαντήσουν την αγαθή νύμφη της.


Ούτω και εις το σημείο τούτο θριάμβευσε η πιστή εκτέλεσης των εντολών του Θεού. Εκείνο, όμως το οποίον ελύπει κατάκαρδα την Μόνικα, ήτο το ότι ο σύζυγος της ζει μακριά του Χριστού. Είχε παρέλθει πλέον των δέκα πέντε ετών και ο σύζυγος της κυλιόταν μέσα στην ακολασία, επί πλέον δε, δεν είχε γίνει Χριστιανός. Οι τρόποι της, όμως οι φιλόφρονες, προ παντός δε η χριστιανική συμπεριφορά της, η πίστης της προς τον Χριστό και η μετά πολλών δακρύων προσευχή της, εισακούστηκε επί τέλους υπό του Θεού. Ο σύζυγος της ο Πατρίκιος, βλέπων την ενάρετο διαγωγή της αγαθής συζύγου του,την τρυφερότητα, την άδολο αγάπη με την οποίαν πάντοτε τον περιέβαλε, αισθάνθηκε τις παρεκτροπές του, εξετίμησε τις ιερές προσπάθειες της και πλέον έπαυσε την αμαρτωλή ζωή. Ελκύστηκε προς τον Θεό και ολίγον προ του θανάτου του βαπτίστηκε Χριστιανός. Δεν λυπήθηκε υπερβολικά, διότι ήξερε, ότι ούτος πλέον διά της μετανοίας καθαρισθείς ανήλθε εις τους ουρανούς.


Της άφησε δε τρία τέκνα. Μεταξύ αυτών ανήκε και ο δεκαεπταετής υιός της Αυγουστίνος, ο οποίος κατόπιν έμελλε να αποβεί ένα από τα καλύτερα πνεύματα του κόσμου. Ο Αυγουστίνος είχε προικισθεί από έξοχα προτερήματα, είχε νουν έκτακτο και θέληση ισχυρή. Ήταν όμως επιρρεπής, λόγω των κακών συναναστροφών, εις τας παρανόμους απολαύσεως. Βεβαίως από μικρή ηλικία φρόντισε να εμφυτεύσει εις τον υιό της η Μόνικα τα αγαθά σπέρματα του Ευαγγελίου. Ατυχώς, όμως το άθλιο ειδωλολατρικό περιβάλλον, εις το οποίον ζει, όλους τους κόπους και τους μόχθους, μόλις ολίγον μεγάλωσε ο Αυγουστίνος, κρήμνισε. Ούτος, όταν έγινε 19 ετών εζήτησε άδεια από την μητέρα του να μεταβεί εις την Καρχηδόνα χάριν ευρύτερων σπουδών.Η μητέρα του κατόπιν πολλών φόβων του επέτρεψε. Αλλά εις την μεγαλούπολη ταύτη, όπου η ακολασία οργίαζε, αιχμαλωτίστηκε τελείως ο παράφορος και ζωηρός Αυγουστίνος εις τις ηδονές. Η μητέρα του, η οποία παρακολουθεί τον βίο του, μόλις έμαθε τον θλιβερό κατήφορο του προσφιλούς τέκνου της, μετέβη εις την Καρχηδόνα. Παραμένει λοιπόν πλησίον του υιού της. Και μολονότι γνωρίζει, ότι έρχεται από τους οίκους της αμαρτίας, τον αναμένει μαραμένη, χωρίς να του λέγει τι υβριστικό. Μόνο κλαίει. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα από τα δάκρυα. Κλαίει αλλά και προσεύχεται μετά πίστεως. Επειδή δε ο Αυγουστίνος ήτο ερευνητικό πνεύμα, ήθελε να συμβιβάσει τις φιλοσοφικές του ιδέας, με την πίστη, την χριστιανική. Νόμισε δε,ότι βρήκε τούτο εις τους αιρετικούς Μανιχαίους, οι οποίοι καυχώνται, ότι ερμήνευαν την Αγία Γραφή φιλοσοφικώς και έλυαν όλα τα θρησκευτικά και ηθικά ζητήματα.


Ούτω λοιπόν απελάκτισε την Ορθόδοξο Χριστιανική πίστη και ασπάσθηκε τας αιρέσεις των Μανιχαίων. Η πληροφορία αυτή κατέθλιψε θανάσιμος την Μόνικα. Και πρότερο προσευχόταν, ήδη δε εντείνει τις προσπάθειες της και περισσότερο προσεύχεται και χύνει άφθονα δάκρυα υπέρ του υιού της. Το αναφέρει και αυτός ο ίδιος. Ας δώσουμε τον λόγο εις αυτόν. «Ἡ μήτηρ μου ἔχυνε περισσότερα δάκρυα ἀπό ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χύνουν αἵ μητέρες ἐπί τῆς σοροῦ τῶν πεφιλημένων τέκνων των. Διότι μέ ἔβλεπε νεκρόν ἠθικῶς δυνάμει τῆς διαπύρου πίστεως, τήν ὁποίαν ἐνέπνεεν εἰς αὐτήν ἡ ἄκρα εὐσέβειά της. Καί εἰσήκουσας, Κύριε, τήν δεησίν της, δέν περιεφρόνησας τά δάκρυά της, τά ὁποία ἐπότιζαν τό ἔδαφος πανταχοῦ, ὅπου προσηύχετο...». Τα έτη περνούσαν και ο Αυγουστίνος κυλιόταν εις την αμαρτία προς λύπη της μητρός του. Ιδίως κατέλαβε την Μόνικα βαθύτερα λύπη, οπότε ο υιός της διδάσκαλος πλέον της ρητορικής, εζήτησε να μεταβεί εις την Ρώμη και εξασκήσει εκεί την ρητορική του τέχνη. Και όντως οι διαρκείς και ολόθερμοι προσευχές της Μόνικας, έσωσαν εκ του θανάτου τον υιό της, ίνα μίαν ημέρα επαναδώσουν και την σωτηρία της ψυχής του. Εις την Ρώμη ο Αυγουστίνος παρέμεινε εν έτος.


Τω 384 προσεκλήθη και προσελήφθη ως διδάσκαλος της ρητορικής εις τα Μεδιόλανα το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας. Τούτο δε εγένετο κατά δάκτυλον της θείας Πρόνοιας. Απ’ εδώ αρχίζει η μεταβολή της ζωής του Αυγουστίνου. Εις τα Μεδιόλανα ποίμαινε την Εκκλησία του Χριστού εις των ευσεβέστερων Ιεραρχών και δοκιμωτέρων, ο ιερός Αμβρόσιος. Η μητέρα δε τούτου, μόλις έμαθε, ότι ο υιός της μετέβη εις Μιλάνο, το θεώρησε ως δώρο της θείας Προνοίας, διό αμέσως απεφάσισε να μεταβεί έχει, ίνα διά των ενεργειών του διασήμου και ευσεβούς επισκόπου Αμβροσίου επαναφέρει τον υιό της εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Ο Αυγουστίνος είχε απελπιστεί, ότι δεν θα εύρη την αλήθεια. Η ακρόασης των λόγων του Αμβροσίου κατά τούτο μόνον συνετέλεσαν, εις το να κατανοήσει το ψεύδος της αιρέσεως των Μανιχαίων και να αποστραφεί την πλάνη των. Και διά να επιτύχει η Αγία Μόνικα την επιστροφή του υιού της γνωρίσθηκε με τον ευσεβή ιεροκήρυκα και επίσκοπο Αμβρόσιο. Άκουγε τακτικά τα κηρύγματά του και τον επισκεπτόταν συχνά παρακαλούσα, όπως και αυτός προσεύχεται διά την επιστροφή του υιού της. Με τας δραστήριους αυτές ενέργειες κατόρθωσε να συνδέσει στενότερο τον υιό της με τον επίσκοπο,ώστε οι επισκέψεις του να γίνονται συχνότερες.


Ο ιερός Αμβρόσιος συνέχαιρε τον Αυγουστίνο, διότι είχε τοιαύτην μητέρα. Αλλ’ η Μόνικα εκτός των ενεργειών τας οποίας έκαμνε διά την ανατροφή του υιού της, δεν έπαυσε και τα άλλα χριστιανικά της καθήκοντα εις το Μιλάνο. Μετέβαινε και παρηγορεί τους τεθλιμμένους, ειρήνευε τους φιλονικούντας, περιποιείτο τους ασθενείς, βοηθούσε τους πτωχούς, ανακούφιζε τους δυστυχούντες και έρριπτε βάλσαμο παρηγοριάς εις τις πονεμένες ψυχές διά την σκληρή επίσκεψη του θανάτου. Εντός ολίγου εγνώσθησαν οι αγαθοεργίες της εις όλη την πόλη. Ο άγιος Αμβρόσιος έχαιρε διά την τοιαύτην αγαθοεργό και ευσεβή μητέρα και αυτή θεώρει αυτόν, ως άγγελο Θεού, ο οποίος θα καθοδηγήσει ασφαλώς τον υιό της εις τον Χριστό. Παρά τας θεάρεστους αγαθοεργίας της δεν λησμόνησε η Μόνικα να παρακαλεί τον Θεό ενθέρμως διά την μετάνοια του υιού της. Εις την σχολή ταύτη της υπομονής και της ελπίδος πλέον γέρασε. Ο Θεός ηθέλησε να αμείψει τις αδιάκοπες προσευχές της μητρός κατά μυστηριώδη τρόπον. «Καί ἰδού,γράφει χαρούμενος ὁ ἴδιος εἰς τάς ἐξομολογήσεις του, ἀκούω φωνήν ἐκ γειτονικῆς οἰκίας φωνήν παιδός ἤ κόρης, ἡ οποία μοί ἔλεγεν ἄδουσα καί ἐπαναλαμβάνουσα: «λάβε και ἀνάγνωσε».


Κατ’ εὐτυχίαν ἦτο ἐκεῖ πλησίον τό Εὐαγγέλιον τοῦ φίλου μου Ἀλυπίου. Τό ἁρπάζω καί τό ἀνοίγω εἰς ἕνα μέρος, εἰς τό ὁποῖον προσέπεσαν οἱ ὀφθαλμοί μου: «Μή κώμοις και μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγείαις, μή ἔριδι καί ζήλω, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί τῆς σαρκός πρόνοιαν μή ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας». (Ρώμ. Ἴγ΄. 13 - 14). Δηλαδή, (ὄχι μέ ἄσεμνα συμπόσια καί μέ μέθας, οὔτε μέ φιλονικείας καί ζηλοτυπίας. Ἀλλά φορέσατε, ὡς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί μή φροντίζητε διά τήν σάρκα, πῶς νά ἱκανοποιῆτε τάς παρανόμους ἐπιθυμίας αὐτῆς». Τα ιερά και θεία ταύτα λόγια ήρκεσαν να του δώσουν ώθηση προς τον Χριστό. Οι δεσμοί της αμαρτίας αποκόπτονται και η καρδία του Αυγουστίνου αρχίζει να ελευθερώνεται. Διά τούτο μίαν ημέρα διακόπτει οριστικώς τας σχέσεις του προς την αμαρτία. Αποστρέφεται τους αμαρτωλούς φίλους του και αποφασίζει να βαπτισθεί, να γίνει αληθινός Χριστιανός. Τρέχει αμέσως και αναγγέλλει εις την μητέρα του, ότι πλέον θα παραδοθεί εις τον Χριστό. Η μητέρα του,μόλις ακούει την σταθερή απόφαση του να ακολουθήσει τον Χριστό, αλλά και, πώς τον προέτρεψε θαυμασίως ο Θεός, «ἐνθουσιά, ὡς μᾶς ἀναφέρει ὁ υἱός, θριαμβεύει καί εὐλογεῖ σέ, ὤ Θεέ, τόν δυνάμενον ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπέρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν» (Εφεσ. γ΄ 20). 


Διότι με επανέφερε πλησίον Σου, ώστε να μη ζητώ τι εκ των του κόσμου. Η ημέρα της εις Χριστό επιστροφής του Αυγουστίνου υπήρξε η 24η Απριλίου του 387 έτους. Χαίρει βεβαίως και ο ίδιος διά την ανεκδιήγητο ταύτη δωρεάν, περισσότερο,όμως η ευσεβέστατη μητέρα του. Η χαρά την οποίαν δοκιμάζει η Μόνικα κατά την οριστική επιστροφή του υιού της εις τον Χριστό είναι απερίγραπτος. Και αυτή και αυτός δοξάζουν τον Θεό. Αλλά διά να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου ο ιερός Αυγουστίνος εις την μελέτη της αγίας Γραφής απερίσπαστος, αποφασίζουν να επανέλθουν εις την πατρίδα των. Επιστρέφουν εις την Ρώμη. Αλλ’ εκεί καταλαμβάνει την μητέρα θανατηφόρος ασθένεια,ίσως λόγω των μόχθων και των συγκινήσεων, τας οποίας είχε δοκιμάσει διά την επιστροφή του υιού της. Η ασθένεια της επιδεινώνονταν. Η ημέρα πλησιάζει,οπότε έμελλε να απέλθει του παρόντος κόσμου και ο Αυγουστίνος μόνος με ταύτη υπάρχων, άρχισε να συνομιλεί μετ’ αυτής διά το κάλλος της ουρανίου ζωής και της αιωνίου ευφροσύνης.


Εις ταύτα προσέθεσε η μακαρία Μόνικα: «Υἱέ μου, ἐμέ οὐδέν πλέον θέλγει εἰς τήν παροῦσαν ζωή. Ἀγνοῶ, ποῖος δύναται νά εἶναι εἰς τό ἑξῆς ὁ προορισμός μου, διότι ἡ ἐλπίς τῆς περαιτέρω ζωῆς ἔχει καταναλωθῆ. Δί’ ἕνα καί μόνον ἐπόθουν νά μείνω ἀκόμη ὀλίγον εἰς τήν ζωή, διά νά σέ ἴδω Χριστιανόν καί ὕστερον νά ἀποθάνω. Ὁ Θεός μοί παρεχώρησε περισσότερον τοῦτο παρ’ ὅσον ἐζήτησα, καί, ἰδού σύ τώρα εἶσαι δοῦλος ἰδικός Του, περιφρονῶν τά ἀγαθά τῆς γής. Τί θά κάμω πλέον ἐδῶ;».



Η ασθένεια προχωρεί και ο πυρετός εξακολουθεί.Έχασε πλέον τας δυνάμεις της.

Κάλεσε τότε ο Αύγουστος τον αδελφό του διά να τον ενισχύσει.

Διότι τώρα αρχίζει η θλίψις εις την καρδία του Αυγουστίνου, καθ’ όσον εγγίζει το τέλος της προσφιλούς μητρός του.

Ενώ επί τόσα έτη την έθλιβε, ήδη αρχίζει βαθέως να συγκλονίζεται,

διότι θα χάση μίαν τοιαύτην μεγαλόφρονα και στοργική μητέρα.

Όσον δε την έβλεπε να φθίνει από την ασθένεια, κατετήκετο.

Η Μόνικα έπειτα από λήθαργο ανοίγει τους οφθαλμούς της και βλέπει τους δύο υιούς της

 καταθλιμμένους και καθηλωμένους υπό της λύπης.

Τούς συμπαθεί και τους παρηγορεί λέγουσα:

«Μή λυπεῖσθε ἦλθε τό τέλος εἰς ἐμέ.

Θά ἐνταφιάσητε ἐδῶ τήν μητέρα σας».

Η αναγγελία αυτή, ως μάχαιρα δίστομος εισήλθε εις την καρδία του Αυγουστίνου.

Ο αδελφός του καταλυπημένος ψιθυρίζει, ότι καλόν είναι να την θάψουμε εις την πατρίδα μας.

Αυτήν την επιθυμία είχε εκδηλώσει άλλοτε η ίδια. Τέλος περιγράφων τον θάνατον της ο Αυγουστίνος, 

λέγει:

«Εννέα ἥμερες κατά τήν ἀσθένειά της, κατά τό πεντηκοστό ἕκτον ἔτος τῆς ἡλικίας της,

κατά τό τριακοστό τρίτον της ἰδικῆς μου,τῷ (387 μ.Χ.), ἡ θεία ἐκείνη ψυχή ἀπηλλάγη τοῦ σώματος.

Ἔκλεισα τούς ὀφθαλμούς της.

Ὀξυτάτη ὀδύνη διέσχισε τήν καρδία μου. Θρήνησα ἐπί τίνας ὥρας τήν μητέρα μου,

νεκράν ἐπί τινά χρόνον εἰς τούς ὀφθαλμούς μου.

Τήν μητέρα μου, ἡ ὅποια μέ ἐθρήνησεν ἔτη μακρά, διά νά ζήσω ἐνώπιόν Σου,

Ὤ Θεέ μου»...!


Απόσπασμα κειμένου από το ιστολόγιο ''xristianos.gr.''
Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

 

Από τον βίο της Αγίας Μόνικας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF