ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΑΓΙΟΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΩΣΗΣ


 


Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσε­ως του Θεού.
 Σημαίνει απουσία κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της, από την πανακήρατη φύση.
 Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγα­θή». 
Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. 
Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. 
Φαίνεται, δεν είναι,
 και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. 
Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). 
Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί ε­κείνο.
Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. 
Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυ­τήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητας. 
Ο Θεός, ως δημιουργός, 
έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρη­ση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας 
τις όποιες παραβάσεις τους.


 


Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκταση κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύ­ση.Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του όντος.Διά των α­φαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η αγιότη­τα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμ­φωνα με το όραμα του Ησαΐα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η α­γιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α’, 16 [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]), και όπως και του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βέβαια υπάρχουν και προ­σωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του Χριστού.Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμ­βαίνουν άλλα πράγματα…Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιού­των, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφεσίους ε’ 26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέ­ει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλα­δή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι α­τελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκ­κλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμαίους ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λό­γος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρ­χουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστια­νός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου του.Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυνα­μική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται.Το πρώ­το αποτελεί αντίφαση.Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις ε­πίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβραίους ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφεσίους ζ’ 11)· να καθαρί­σεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’ Κορινθίους ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φι­ληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβα­λάει μέσα του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμή­σεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητας.Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γένεσις, α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέ­πει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β΄ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφεσίους β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο εξαντλεί­ται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το μέγε­θος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλον­τικά στην αιώνια θεία βασιλεία.Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι πολύ ευαίσθητη η ορθό­δοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας του ανθρώπου με την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν στο ορθόδοξο δόγμα. Η κτιστή ανθρώπι­νη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί με την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες της, που την προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της αν­θρώπινης φύσεως στη θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της α­πειρίας και της απόλυτης υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη, ακοινώνητη και αμέθεκτη. Η θέωση δεν ση­μαίνει πανθεϊστική ανάχυση και απορρόφηση του κτιστού από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον απέραντο ωκεανό), ένα εί­δος μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας απειρίας. Ο άν­θρωπος σ’ αυτήν παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα είναι τόσο σαφές, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την οποία μιλάμε, δεν είναι απλό σχήμα λόγου, ιδέα διά­κενη ή ψιλός συμβολισμός της ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, αλ­λά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το σημαινόμενο της λέξεως. Ο άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά δεν πρό­κειται περί παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα ση­μειώσαμε πιο πάνω. Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώ­δης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ου­σία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, εί­ναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης. Η θεία ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και ανέκφραστη θεία φύση και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής φα­νερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συ­νάπτεται ο άνθρωπος με το Θεό. Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ε­νέργεια είναι ταυτόσημες. Ο άνθρωπος, μετά από μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του διά των ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με τη χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο Νεστοριανισμός), αλλ’ ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της αν­θρώπινης ουσίας από τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έν­νοια θα λάμψουν οι δίκαιοι στη βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση κυριολεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε και παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της χριστολογίας. Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της φωτιάς ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις, και ωστόσο παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η φωτιά, φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού, στην οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κα­τά χάριν» εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής εξελίξεως και τελειώσε­ως του άνθρωπου. 



Η Θέωση αρχομένη από την παρούσα ζωή, 
θα τελειωθεί στα έσχατα, στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι 
ασ­τραφτερές στήλες θεώσεως 
θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων.
 Όχι βέβαια κι οι φύσεις των αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Χριστός απέθανε (Ρωμ. ε’ 8).
 Οι άγγελοι βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης θείας δόξας.Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄ Πετρ. α’ 4), και οι άγγε­λοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. α’ 14), είναι το πνευ­ματικό επιτελείο της θείας βασιλείας.
 Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι σεπτά σκηνώματα της χάριτος. 
Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής προσκυνήσεως και τιμής από μέρους των πιστών.
 Σ’ αυτά παραμένει η χάρη (=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα κάνει άφθαρτα και θαυματουρ­γά. 
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας λατρείας. 
Οι άγιοι είναι αποδέκτες της προ­σευχής της Εκκλησίας,
 που μεταφέρουν τα αιτήματα των πιστών στο Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους επί γης αδελφούς τους, 
που αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού Εκκλη­σίας.




                                   

   Ανδρέας Θεοδώρου

                                                      

ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΗΒΑΙΔΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ


 


Το ωμοφόριο Ορθοδόξου επισκόπου, που θαυματουργικά μένει ανέπαφο από τη φωτιά, 

επιστρέφει πρώην Σεβηριανό μοναχό.

Μας διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για το μακάριο Εφραίμιο, πατριάρχη Αντιοχείας, 

ότι είχε πολύ ζήλο και θέρμη για την ορθόδοξη πίστη. 

Όταν λοιπόν άκουσε κάποτε για κάποιο στυλίτη στα μέρη της Ιεραπόλεως 

ότι ανήκει στους αιρετικούς Σεβηριανούς και Ακεφάλους,

 οι οποίοι είχαν αποκοπεί από την Εκκλησία, πήγε προς αυτόν με σκοπό να τον μεταστρέψει. 

Μόλις λοιπόν έφτασε κοντά του, άρχισε ο θείος Εφραίμιος να παρακαλεί και να νουθετεί το στυλίτη

 να προστρέξει στον αποστολικό θρόνο και να έρθει 

σε μυστηριακή κοινωνία με την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. 

Του αποκρίθηκε ο στυλίτης και είπε: 

«Εγώ δεν θα δεχτώ τη σύνοδο στην τύχη». Του λέει ο θείος Εφραίμιος: 

«Και με τί τρόπο θέλεις να σε θεραπεύσω πλήρως και να σου αποδείξω ότι, 

με τη χάρη του Χριστού Ιησού και Κυρίου Θεού μας, είναι ελεύθερη η αγία Εκκλησία 

από κάθε ακαθαρσία αιρετικής διδασκαλίας;»


 

Του λέει ο στυλίτης: «Ν’ ανάψουμε φωτιά, κύριε πατριάρχη, και να μπούμε μέσα εγώ και σεις κι όποιος βγει αβλαβής, αυτός είναι ορθόδοξος κι αυτόν οφείλουμε να ακολουθήσουμε». Το είπε αυτό, για να τρομάξει τον πατριάρχη. Τότε ο θείος Εφραίμιος αποκρίνεται στο στυλίτη: «Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσεις σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσεις από μας. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που ξεπερνά την αθλιότητά μου, θαρρώ στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού ότι για τη σωτηρία της ψυχής σου κάνω κι αυτό». Τότε λέει ο θείος Εφραίμιος στους παρευρισκομένους: «Ευλογητός Κύριος, φέρτε εδώ μερικά ξύλα». Κι ήρθαν τα ξύλα. Τα άναψε λοιπόν ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στο στυλί¬τη: «Κατέβα κι ας μπούμε κι οι δυο, κατά την απόφασή σου». Επειδή όμως ο στυλίτης έμεινε έκπληκτος από την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης: «Δεν πρότεινες εσύ να γίνει αυτό; και πώς τώρα δεν θέλεις να το κάνεις;» Τότε έβγαλε ο αρχιεπίσκοπος το ωμοφόριο που φορούσε, ήρθε κοντά στη φωτιά και προσευχήθηκε και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος καταξίωσες να σαρκωθείς αληθινά για μας από τη Δέσποινά μας, την αγία Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, δείξε μας την αλήθεια». Κι όταν τελείωσε την ευχή, τίναξε το ωμοφόριό του στη μέση της φωτιάς. Αφού λοιπόν η φωτιά κράτησε τρεις ώρες και κατάφαγε τα ξύλα, πήραν το ωμοφόριο σώο, αβλαβές και ακέραιο, χωρίς να βρεθεί σ’ αυτό ίχνος καψίματος.Τότε ο στυλίτης, είδε το γεγονός, πληροφορήθηκε, αναθεμάτισε το Σεβήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία, κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό.Κάποτε στη Θηβαΐδα κάποιος που τον έλεγαν Παύλο και ήταν ευλαβής και φιλακόλουθος. Μέρα και νύκτα παρακολουθούσε την εκκλησία κι έκανε με προθυμία και τις υπόλοιπες διατεταγμένες ακολουθίες. Βλέποντας τον έτσι οι γνωστοί του ευλαβείς και φιλακόλουθοι του λένε: «Κυρ-Παύλε, αφού ούτε γονείς έχεις ούτε γυναίκα θέλεις να πάρεις, γιατί δεν γίνεσαι μοναχός;» Κι αυτός τους απάντησε: «Καλά λέτε. Θα πάω να γίνω μοναχός». Έφυγε λοιπόν και ησύχασε σε κελλί μόνος του και δόθηκε στην άσκηση και τους λοιπούς κόπους και ήταν στο φρόνημα ακμαιότερος.Βλέποντας τον ο πονηρός δαίμονας έτσι αγωνιστή, άρχισε να του παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως άγγελος, να του προλέγει κάποια πράγματα και να τον εμπαίζει. Κι όταν ο δαίμονας κατάλαβε ότι τον έχει υποχείριο, του λέει: «Ο Χριστός αγάπησε υπερβολικά την αγία βιοτή σου και αύριο θα σε επισκεφθεί για να σου δώσει ένα χάρισμα ασκητικής διαγωγής. Εσύ λοιπόν βγες από το κελλί σου και προσκύνησε τον και, αφού λάβης το χάρισμα, μπαίνεις πάλι στο κελλί σου.Την επομένη λοιπόν βγαίνει από το κελλί του και βλέπει μία παράταξη, τάχα, από αγγέλους λαμπαδηφόρους και ένα πύρινο τροχό και στο μέσον του τροχού να φαίνεται το σχήμα κάποιου, τον οποίο υπέθεσε ότι είναι ο Χριστός. Και μόλις επρόκειτο να κλίνη τον αυχένα για να τον προσκύνησει, τότε ένα χέρι, που φάνηκε μέχρι τον καρπό, τούδωσε ένα ράπισμα και τον έσπρωξε προς τα πίσω, για να μη προσκύνησει. Και πέφτοντας στη γη κοιτάζει προσεκτικά και δεν βλέπει ούτε τους λαμπαδηφόρους αγγέλους ούτε τον πύρινο τροχό. Κατάλαβε τότε τον εμπαιγμό του δαίμονος και έμεινε σ' εκείνη την θέσι κλαίγοντας επί δύο μερόνυχτα και λέγοντας ενώπιον του Θεού: «Αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, αμάρτησα και έχασα όλους τους κόπους της ζωής μου και τι να κάμω δεν ξέρω».Είχε ακούσει λοιπόν ότι στην ανώτερη (νοτιώτερη) Θηβαΐδα ζούσε από πολλά χρόνια μόνος σ' ένα αγρό ένας γέροντας αναχωρητής. Σκέφθηκε λοιπόν να πάει σ' αυτόν και να του εμπιστευθεί αυτά που του συνέβησαν. Όταν λοιπόν έφτασε κοντά στον τόπο του αγίου έπεσε με το πρόσωπο στη γη και έκλαιγε λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρεσε με και προσευχήσου για μένα». Ο γέροντας όμως του φώναζε: «Δεν μπορείς να έλθης εδώ, χλεύη των δαιμόνων. Μη πλησίασης προς τα 'δω». Και τον επέπληττε. Αυτός όμως παρέμενε πεσμένος στο έδαφος κλαίγοντας. Τον συμπάθησε λοιπόν ο άγιος και του λέει: «Αν είχες ξεκινήσει να μάθεις μια οποιαδήποτε τέχνη, δεν θα έπρεπε πρώτα να βρεις ένα τεχνίτη και να μάθεις από αυτόν τα μυστικά της; Εσύ όμως έφυγες και κατοίκησες μόνος σου χωρίς να εμπιστευθής τους λογισμούς σου σε κανέναν. Κι αν δεν σε βοηθούσε ο Θεός και η δεξιά του αγίου αγγέλου, θα προσκυνούσες τον δαίμονα και θάχανες τα λογικά σου και θα τριγύριζες στις πόλεις σαν τους δαιμονισμένους. Αλλά από 'δω και στο εξής ευχαρίστησε τον Θεό που σε βοήθησε και έλα να μπεις μέσα στο κοινόβιο».Και τον πήρε ο γέροντας σ' ένα απ’ τα κοινόβια της Θηβαΐδος και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο λέγοντας: «Δος του το μαγειρείο για επτά χρόνια, για να δουλεύσει στην εντολή του Χριστού και να υπηρετήση τους αδελφούς». Στον δε Παύλο είπε: «Μετά από επτά χρόνια έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν συμπλήρωσε τα επτά χρόνια, έρχεται ο γέροντας και λέγει στον αββά: «Δος του ένα κελλί έξω από το κοινόβιο». (Γιατί τα μοναστήρια της Θηβαΐδος έχουν μικρά αναχωρητικά κελλιά, ώστε όταν γεράσουν κάποιοι στην άσκηση, να περνούν σ' αυτά τις πέντε μέρες της εβδομάδος· το Σαββατοκύριακο όμως έρχονται μέσα στο κοινόβιο με τους αδελφούς). Και του λέει ο γέροντας: «Κάθισε επτά χρόνια στο αναχωρητικό κελλί και μετά έρχομαι και σου λέω τι να κάνεις». Κι όταν εξεπλήρωσε κι αυτή την εντολή, ήλθε ο γέροντας και του λέει ο αββάς Παύλος: «Τι ορίζεις να κάμω»; Τότε του λέει ο γέροντας: «Δεν με χρειάζεσαι πια· το άγιο Πνεύμα που κατοικεί μέσα σου θα σου τα διδάξει όλα».Επειδή λοιπόν τον τίμησαν πολύ εξ αιτίας αυτού του λόγου, έφυγε στη Σκήτη. Και ήλθαν εκεί οι πατέρες του κοινοβίου και τον παρεκάλεσαν και τον πήραν πίσω. Και αφού επέστρεψε και είδε ότι αυξάνεται πολύ η τιμή που του γίνεται από την αδελφότητα, έφυγε πάλι στη Σκήτη.


Αφού λοιπόν έμεινε στην έρημο της Σκήτεως,

 συνέβη να τον επισκεφθούμε εγώ κι άλλοι τρεις πατέρες,

 μεταξύ των οποίων ήταν κι ο Γέροντάς μου που ήταν σε προχωρημένη ηλικία.

 Δεν είχε ούτε ψωμί ούτε χύτρα ούτε τίποτε άλλο για τις ανάγκες του σώματος, 

αλλά καθώς μας επληροφόρησε ο γείτονας του ασκητής 

(γιατί σ' εκείνον διανυκτερεύσαμε λόγω του κόπου της οδοιπορίας), 

ο αββάς Παύλος, όπου πήγαινε, 

δεν είχε τίποτε από αυτόν εδώ τον κόσμο, ούτε εργόχειρο 

ούτε βιβλίο ούτε γευόταν τίποτε τις πέντε μέρες της εβδομάδος 

—και ήταν και μεγαλόσωμος.

 Είπαμε λοιπόν στον αδελφό: 

«Κάνε εσύ αγάπη και πάρε από το κελλί σου ό,τι χρειαζόμαστε για να έχουμε κάτι

 να βάλουμε στο στόμα μας, όταν φθάσουμε στο κελλί του καλόγηρου». 

Πήρε λοιπόν 

τα αναγκαία και ήλθε μαζί μας προς αυτόν. 

Μας έλεγε δε ότι ούτε νερό δεν είχε ποτέ στο κελλί του.

 Κι όταν κάποτε τον επισκέφθηκαν σε καιρό καύσωνος κάποιοι που είχαν διασχίσει την πανέρημο και διψούσαν πολύ, 

μη έχοντας νερό τους σπλαχνίσθηκε και σηκώθηκε και προσευχήθηκε- και, ω του θαύματος, 

ο Θεός έδωσε νερό εκεί όπου προσευχόταν και ήπιαν και ξεδίψασαν.

Πήγαμε λοιπόν και τον χαιρετήσαμε και χαρήκαμε με τις συμβουλές του και τα κατορθώματά του, 

κι αφού πήραμε την ευχή του, επιστρέψαμε ευχαριστώντας τον Θεό, που δοξάζει όσους 

Τον λατρεύουν με καθαρότητα. 

Αυτός ας αξιώση

 και μας να κερδίσουμε την αιώνια ζωή ακολουθώντας στα ίχνη εκείνων που τον ευηρέστησαν.

 

 


 

Ιωάννου Μόσχου,
Λειμωνάριον και ''Αγιορείτικη Μαρτυρία'',
Τριμηνιαία έκδοση της Μονής Ξηροποτάμου,
τεύχη 11-13

 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


 


Τι είναι αυτό το μυστήριο το μέγα, που συντελείται γύρω από το πρόσωπό σου, ιερή Μητέρα και Παρθένε;

 «Ευλογημένη σύ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». 

Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα σε μακαρίζουν, γιατί μονάχα Συ είσαι άξια για μακαρισμό!

Και να που όλες οι γενιές Σε μακαρίζουν. 

Εσένα είδαν οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, δηλαδή της Εκκλησίας, και σε μακάρισαν οι βασίλισσες,

 δηλαδή οι ψυχές των δικαίων, και θα σε υμνούν αιώνια. 

Γιατί Συ είσαι ο θρόνος ο βασιλικός, στον οποίον παραστέκονται Άγγελοι κοιτάζοντας 

τον Βασιλέα και Δημιουργό να κάθεται επάνω του. 

Συ έγινες Εδέμ νοητή, πιο ιερή και πιο θεϊκή από την παλιά. 

Γιατί σ' εκείνη την Εδέμ έμεινε ο Αδάμ ο γήϊνος, ενώ σ' Εσένα ο Κύριος του ουρανού. 

Εσένα προεικόνισε η κιβωτός, γιατί Συ γέννησες τον Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, 

που καταπόντισε την αμαρτία και κατασίγασε τα κύματά της.Εσένα προεικόνισε η βάτος. 

Εσένα είχαν επιγράψει προφητικώς οι θεοχάρακτες πλάκες. 

Εσένα προζωγράφισε η κιβωτός του Νόμου κι Εσένα είχαν φανερά προτυπώσει 

η στάμνα η χρυσή και η λυχνία και η τράπεζα και η ράβδος του Ααρών 

που 'χε βλαστήσει.




Από Σένα προήλθε η φλόγα της θεότητος, το μέτρο και ο Λόγος του Πατρός, το γλυκύτατο και ουράνιο μάννα, το όνομα το απερίγραπτο και πάνω απ' όλα τα ονόματα, το φως το αιώνιο και απρόσιτο, ο άρτος της ζωής ο ουράνιος, ο καρπός που δεν γεωργήθηκε, αλλά βλάστησε από Σένα με σώμα ανθρώπινο.


Εσένα δεν προμηνούσε το καμίνι που έβγαζε φωτιά και ταυτόχρονα δρόσιζε αλλά και έκαιγε κι ήταν αντίτυπο της θείας φωτιάς που μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο όμως θα ξεχνούσα τη σκάλα του Ιακώβ. Τι δηλαδή; Δεν είναι φανερό σε όλους ότι Εσένα προεικόνιζε κι ήταν προτύπωσή Σου;


Όπως ο Ιακώβ είχε δει τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη και να ανεβοκατεβαίνουν σ' αυτήν άγγελοι, έτσι κι Εσύ ένωσες αυτά που ήσαν πριν χωρισμένα, αφού μπήκες στη μέση Θεού και ανθρώπων κι έγινες σκάλα, για να κατεβεί σ' εμάς ο Θεάς, που πήρε το αδύναμο προζύμι μας και το ένωσε με τον εαυτό Του κι έκανε τον ανθρώπινο νου να βλέπει τον Θεό.


Πού θα αποδώσουμε ακόμη τα κηρύγματα των Προφητών; Σ' Εσένα, αν θέλουμε να δείξουμε ότι είναι αληθινά! Γιατί, ποιό είναι το Δαυϊτικό μαλλί του προβάτου που πάνω του έπεσε σαν βροχή ο Υιός του Θεού, που είναι συνάναρχος με τον Πατέρα; Δεν είσαι Συ ολοφάνερα; Ποιά είναι επίσης η παρθένος που ο Ησαΐας προορατικώς προφήτευσε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιόν, δηλ. τον Θεό που είναι μαζί μας;


Και ποιό είναι το βουνό του Δανιήλ, από το οποίο κόπηκε πέτρα, αγκωνάρι, χωρίς να υποκύψει σε ανθρώπινο εργαλείο; Ας έρθει ο Ιεζεκιήλ ο θεϊκότατος κι ας δείξει την κλειστή πύλη που πέρασε από μέσα της μόνο ο Κύριος και παραμένει κλειστή.Εσένα, λοιπόν, κηρύττουν οι Προφήτες.


Εσένα διακονούν οι Άγγελοι και υπηρετούν οι Απόστολοι. Εσένα σήμερα, καθώς αναχωρούσες πρός τον Υιό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων και Πατριαρχών και το άπειρο πλήθος των θεοφόρων Πατέρων, που συγκεντρώθηκαν από τα πέρατα της γης, σαν μέσα σε σύννεφο, ψάλλοντας ύμνους ιερούς σ' Εσένα, την πηγή του ζωαρχικού σώματος του Κυρίου, πλημμυρισμένοι από τα θεία συναισθήματα.


Ώ, πώς η πηγή της ζωής μεταφέρεται πρός την ζωή διά μέσου του θανάτου! Πώς να ονομάσουμε το μυστήριο τούτο που σχετίζεται μ' Εσένα; Θάνατο; Μα, αν και η πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται από το αμίαντο σώμα Σου και αυτό το σώμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, όμως δεν παραμένει στό θάνατο κι ούτε διαλύεται από τη φθορά. Όπως ο ήλιος, ο ολόλαμπρος και πάντα φωτεινός, όταν σκεπαστεί για λίγο από το σώμα της σελήνης, φαίνεται σαν να χάνεται και το σκοτάδι να παίρνει τη θέση της λάμψης του, μα αυτός δεν χάνει το φως του, αλλά έχει μέσα του την πηγή του φωτός.


Έτσι κι Εσύ, αν και καλύπτεσαι σωματικά από τον θάνατο για κάποιο χρονικό διάστημα, εντούτοις αναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ατελείωτα τα νάματα του θείου φωτός και της αθάνατης ζωής, ποταμούς χάριτος και πηγές ιαμάτων.Εσύ άνθισες σαν δένδρο γλυκύτατο κι είναι ο καρπός Σου ευλογία στό στόμα των πιστών! Γι' αυτό και δεν θα ονομάσω θάνατο την ιερή μετάστασή Σου, αλλά κοίμηση ή αποδημία ή ενδημία, για να εκφρασθώ καλύτερα, αφού, φεύγοντας από την κατοικία του σώματος, πηγαίνεις να κατοικήσεις στα καλύτερα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού Σου.


Άγγελοι μαζί με Αρχαγγέλους Σε μεταφέρουν από τη γη στούς ουρανούς. Καθώς περνάς ευλογείται ο αέρας και ο αιθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή Σου. Σε προϋπαντούν οι ουράνιες δυνάμεις με ύμνους ιερούς και τελετή χαρμόσυνη: «τις αύτη η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, εγκύπτουσα ὡσεί όρθρος;».


Είσαι ωραία, λένε οι ουράνιες δυνάμεις, σαν το φεγγάρι, κι όλα τα Χερουβείμ εκπλήσσονται και τα Σεραφείμ Σε δοξάζουν, Εσένα που δεν ανέβηκες μονάχα ως τον ουρανό, σαν τον προφήτη Ηλία, ούτε μονάχα μέχρι τον τρίτο ουρανό, σαν τον απόστολο Παύλο, αλλά έφτασες μέχρις αυτόν τον θρόνο του Υιού Σου και στέκεις κοντά Του με πολλή κι ανείπωτη παρρησία.


Έγινες λοιπόν ευλογία για όλον τον κόσμο, αγιασμός για το σύμπαν, άνεση για τους κουρασμένους, παρηγοριά για τους πενθούντες, θεραπεία για τους αρρώστους, λιμάνι για τους θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση για τους αμαρτωλούς, παρηγοριά για τους λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια για όλους που σε επικαλούνται, αρχή και μέση και τέλος όλων των αγαθών που ξεπερνούν τον νου μας.


''Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις». Η υμνωδία της εκκλησίας μας είναι ένας παράδεισος, ένα μυστικό περιβόλι που μοσκοβολά από λογής λογής μυρίπνοα άνθη, και τα πιο μυρουδικά, τα πιο εξαίσια, είναι αφιερωμένα στην Παναγία.


Όλος ο κόσμος θλίβεται μαζί της και μαζί της χαίρεται με μια χαρά πνευματική: «Επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισελογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών». Απορείς τι να πρωτοδιαλέξεις απ' αυτή την υμνολογία της Θεοτόκου!Θαρρείς πως ο αγέρας, τα βουνά, oι θάλασσες της Ελλάδας, τα χωριά oι πολιτείες, γεμίσαvε ευωδία πνευματική απ' αυτό «το χρυσούν θυμιατήριον», απ' αυτή «την μανναδόχον στάμνον που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον».


Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τ' όνομά της, τα βουνά μας, οι κάμποι, τα νησιά, τ' ακροθαλάσσια είναι αγιασμένα από τα ξωκκλήσια της, τα καράβια μας έχουν γραμμένο απάνω στη μάσκα και στην πρύμη το γλυκύτατο τ' όνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις». «Για Σένα, χαίρεται όλη η πλάση. Σήμερα που κοιμήθηκες, θαρρείς πως η χαρά γίνηκε πιο μεγάλη, η θλίψη άλλαξε σε αγαλλίαση, η ελπίδα ζωήρεψε αντί να αποσκιάσει και πλημμύρησε τις καρδιές μας.


Σήμερα τ' αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, τ' αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει πιο δροσερό μέσα στο πέλαγο και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει κι' αγάλλεται..''  Φώτης Κόντογλου





Πώς υποδέχθηκε ο ουρανός Αυτήν που έγινε πλατύτερη απ' αυτόν; 

Και πώς 

ο τάφος δέχθηκε Αυτήν που δέχθηκε μέσα Της τον Θεό; 

Ώ, 

μνήμα ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και προσκυνητό, που και τώρα το περιποιούνται Άγγελοι,

 παρευρισκόμενοι με πολύν σεβασμό και φόβο, και άνθρωποι που έρχονται σ' αυτό με πίστη, 

τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το με μάτια και χείλια και με πόθο ψυχής, αντλώντας πλούτο αγαθών.

Εμπρός, λοιπόν, ας ταξιδέψουμε νοερά μακριά απ' τη ζωή αυτή μαζί με την Παρθένο που φεύγει απ' τη γη αυτή. 

Ελάτε όλοι με πόθο καρδιακό, ας κατεβούμε στον τάφο μαζί με την Παρθένο που κατέρχεται σ' αυτόν. 

Ας παρασταθούμε ολόγυρα στό ιερότατο κρεβάτι της. 

Ας ψάλλουμε ύμνους ιερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά άσματα:

«Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου. 

Χαίρε αμνάς που γέννησες τον Αμνό του Θεού.

 Χαίρε Συ που είσαι πάνω από τις αγγελικές δυνάμεις. 

Χαίρε η δούλη και Μητέρα του Θεού.

 Αμήν.

 

 


 Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


ΤΑ ΔΙΠΛΟΚΑΜΠΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΕΟΡΤΑΖΑΝ


 


Άκουσα τα διπλοκάμπανα της Κοίμησης που γιόρταζε.

 Μαζί με τις καμπάνες χτυπούσε και η καρδία μου.

 Α, πουθενά δε χτυπάνε έτσι γλύκα οι καμπάνες. 

Γιατ’ είναι ρούσικες και κρατάν τον ήχο. 

Δε σβει αμέσως όπως σ΄άλλες εκκλησίες. 

Σαν χτίζανε την εκκλησιά λέει ο πατέρας μου, τις φέρανε παραγγελία απ΄τη Ρωσία!

Κοίταζα αχόρταγα το πανύψηλο μαρμάρινο καμπαναριό με τον γαλάζιο του τον τρούλο που έσμιγε με τα ουράνια. 

Έλεγες πως ο σταυρός του, που ακτινοβολούσε από το χέρι του ίδιου του θεού.

Με αληθινή ευσέβεια μα και συγκίνηση,

 έβγαλα απ΄το κεφάλι το κόκκινο φεσάκι μου και έκανα το σταυρό μου. Αυτή τη στιγμή, σας λέω, δεν ήμουνα το διαολόπαιδο.

 Ήμουν σωστός άγγελος. 

Αν είχα δυο φτερούγες, θα πέταγα να πάω στον ουρανό...

Ο πατέρας μου στο σημείο αυτό έριξε μία διπλή ματιά στη μάνα μου, που τυλιγμένη 

στον πράσινο κρουστό μποξά της, έμοιαζε το ξανθό κεφάλι της κι η χλομορόδινη μορφή της

 σαν ένα γιγάντιο χρυσό τριαντάφυλλο προφυλαγμένη από τον άνεμο μ΄ένα πυκνό δροσερό φύλλωμα.


Την είδε τρομερά συγκινημένη απ΄τη διήγηση του και ικανοποιήθηκε. Την τύλιξε με βλέμμα ερωτικό που το δέχτηκε και το ΄νιωσε να διατρέχει σαν ζέφυρος όλο της το σώμα. Ω, αν δεν ήταν ο καπετάν Λεούσης, οι ναύτες της Αργώς σίγουρα η Χρυσώ θα σηκωνόταν απ΄τη θέση της, θα τον πλησίαζε με εμπιστοσύνη και θα άπλωνε το κοριτσίστικο άσπρο χέρι της ως τα μαλλιά του.


Μα κι έτσι του δείξε την έκπληξη της και το θαυμασμό της με κείνα τα μεγάλα στοχαστικά της μάτια, που ΄χαν τα χρώματα και τους ίσκιους όλων των νερών του κόσμου. Γαλάζια, πράσινα, μαβιά. Πια, με ζεστή οικειότητα τον ρώτησε:


- Η Κοίμησης της Θεοτόκου είναι ενορία σας;- Ναι, είπε χαρούμενος εκείνος, και από δω και πέρα και η δική σου. Η νιόνυφη Χρυσώ χαμογέλασε στον άντρα της που ακτινοβολούσε με την αρσενική του χάρη, το λέγειν του, και, λες για να τον ευχαριστήσει, τον τύλιξε ολόκληρο, πρώτη φορά με βλέμματα βελούδινης αγάπης.


Της ανταπόδωσε αμέσως και βλέμμα και χαμόγελο, συνεπαρμένος από τη δύναμη της, και για μια στιγμή, γοργή σαν αστραπή, αρμένισε στο πέλαγος εκείνο των ματιών της. Άφησα τη βαλίτσα με τα ρούχα μου στο καράβι, πετάχτηκα έξω στο μουράγιο και ίσα τον ανήφορο. Τρία τρία δρασκελούσα τα πέτρινα σκαλιά που βγάζουν μπρος στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Κολλητά πλάι την εκκλησία μας.


Ολάνθιστο σαν να ΄ταν Μάης. Έχωσα το μουσούδι μου στα κάγκελα και πήρα τρείς βαθιές ανάσες. Θε , μου, πώς μύριζαν κείνα τα γιασεμιά τα΄αράπικα, άσπρα σαν χιόνι! Η Κοίμηση. Η μια της πόρτα στον αμαξιτό. Η άλλη, η απάνω, στο δρόμο με το καλντερίμι, αντίκρυ από την πόρτα του σπιτιού μας. Όλη στολισμένη μέσα κι όξω με κισοκλώναρα, μυρτιές και δάφνες.


Και να μοσκοβολάει ο πρωινός αέρας από τα γιασεμιά, τα μοσχολίβανα, τα μύρια που ΄καιγαν στις μυροδόχες, άλλα κι απ΄την αρμύρα του γιαλού. Δυο τρεις διαβάτες πρωινοί σταμάτησαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Ένας μάλιστα γέλασε. Μας βρήκε αποκριά Αύγουστο μήνα; Εγώ έκανα πως δεν άκουσα.


Πριν μπω βόλεψα το φεσάκι μου, έσιαξα την κελεμπία και μπήκα στην λαμπροστόλιστη εκκλησία που μ΄είχανε βαφτίση. Παράστανα τον ξενοφερμένο. Κοίταζα εδώ, κοίταζα κει, απάνω στους γυνεκονίτες, και προσποιόμουνα τον ξαφνιασμένο με όσα βλέπανε τα μάτια μου. Ενώ εγώ τα ΄ξερα όλα, επειδή μ΄άρεσε η εκκλησία και πήγαινα να ακούσω χωροδία, ν΄ακούσω λειτουργεία ή σπερινό.


Τι πολυέλαιοι, τι τοιχογραφίες, τι θόλοι γαλανοί, με αμ΄τρητα χρυσά αστέρια! Τι μανουάλια αστραφτερά, καντήλια από ασήμια και μαλάματα. Σπαρμένη η εκκλησιά με λεμονόφυλλα, στη μέση το μακρύ βελούδινο κόκκινο χαλί, που άρχιζε απ΄την αυλή και έφτανε μέχρι το Ιερό και ως το θρόνο του Δεσπότη, που όπου και ΄να τανε θα ΄ρχότα με τα΄ αμαξι του και θα τον υποδεχόταν τα διπλοκάμπανα και μπρος στην πόρτα διάκοι, παπάδες με χρυσοκεντημένες φορεσιές, τρικέρια και θυμιατά στα χέρια…


Ήταν πρωί. Δεν είχε ακόμα πολύ κόσμο και οι ψαλτούδες τερετίζανε κείνα τα ορθρινά, που τα βαριόμουνα παιδί, γιατί δεν καταλάβαινα τι λέγαν. Πόσες εικόνες! Φτιαγμένες από ζωγράφους Ιταλούς και Ρώσους.


Ύστερα απ΄την Ισμαηλία, την Αραπία και τα΄αναχώματα, η Κοίμηση στα παίδικα μου μάτια, μου φαίνονταν ένας παράδεισος. Πετούσαν μέσα άγγελοι, άκουγα των φτεών τους το φουρφούρισμα κι απ΄τα χρωματιστά παράθυρα κάθε υπερρώου κάθε υπερώου χυνόταν μες στην εκκλησία χρωματιστές οι ηλιαχτίδες, στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Σαν μαγεμένος προχωρούσα προς την ωραία πύλη.


Τότε ο πατέρας που που ήταν επίτροπος και πήγαινε στην εκκλησία πριν απ΄τους άλλους, γιατί το σπίτι μας ήτανε, πες, μέσα στην εκκλησιά, κάλεσε τον καντηλανάφτη. Τον πήρε το μάτι μου. Το αραιό εκκλησίασμα είχε κιόλας αναταραχτεί. Όλοι κοιτούσαν αυστηρά, περίεργα αλλά και με απέχθεια το ‘’τουρκόπουλο’’.


Σταμάτησε κι ο αριστερός ψάλτης. Τότε ένας παπάς, ο πάτερ Άνθιμος, θεός ΄σχορέστον, πρόβαλε στην ωραία Πύλη και φώναξε με θυμό.- Προς θεού! Βγάλτε το αμέσως έξω! Τρέξαν ακόμα δυο καντηλανάφτες, μ΄αρπάξανε και μ΄έσερναν έξω από τον ναό.



Περνώντας μπρος απ΄το παγκάρι, και βλέποντας να με κοιτάζει καρφωτά ο πατέρας μου,

 τινάχτικα, ξέφυγα απ΄τους καντηλανάφτες και με ένα σάλτο βρέθικα στα επιτροπικά επίσιμα στασίδια και μες στην πατρική αγκαλιά.

- Εσύ ΄σαι, βρε μασκαρά; 

Μου ΄βγαλε ευθύς το φέσι και με καταφιλούσε. 

Για να μηγίνει ολωσδιόλου θέατρο η εκκλησία ανήμερα της Παναγίας, 

με πήρε απ΄το χέρι και έτρεξε στη μάνα μου κατουρημένος απ΄τη χαρα του.

Αυτή πάλι σαν μ΄είδε, έβγαλε μια φωνή, και τι θαρρείτε έκανε; Μ΄αγκάλιασε και με σκέπασε μ΄ένα σωρό γλυκόλογα αραβανίτικα:- Γιαλίμ, γιαλίμ, Νικολάκη μου, καρδία μου "...

Το αρχοντικό μας, που το'χτισε ο πατέρας μου πριν γεννηθώ, είναι μεγάλο.

Απέναντι ακριβώς είναι η Κοίμηση, μια μεγαλόπρεπη εκκλησία, χτισμένη στα 1832 απ'τους Υδραίους και τους Ψαριανούς, 

μόλις πατήσανε στη Σύρα πρόσφυγες,

 ύστερα απ'τις σφαγές της Χίου, των Ψαρών, της Σμύρνης.

Μία εκκλησιά ζωγραφισμένη ολόκληρη από σπουδαίους ζωγράφους.

Περίλαμπρη.

Γεμάτη ασήμι και χρυσάφι.

Στη λειτουργία, οι ψαλμωδίες ακούγονται μέσα στο σπίτι μας."




                     

Ρίτα Μπούμη-Παππά


Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΜΗΤΟΡΑ




Έπειτα ασπάσθηκε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους, "χαίρετε", 

λέγουσα, 

"τέκνα και φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου και θεω­ρείτε εαυτούς μακάριους,

όπου ηξιώθητε τοιούτου διδασκάλου και Δεσπότου και διακονίας τοιούτων μυστηρίων 

και της κοινωνίας των διωγμών και παθημάτων Του, 

διά να γίνετε κοινωνοί της δόξης και Βασιλείας Του".

Αφού τους ανήγγειλε περί των τελευταίων γεγονότων, τους εζήτησε να ψάλλουν τους επιταφίους ύμνους, 

ενώ Εκείνη άρχισε τις προς τον Θεόν ευχαριστίες της.

Η προσευχή της Θεοτόκου.

«Ευλογώ σε", έλεγε, "Δέσποτα και Θεέ και Υιέ του Θεού του προανάρχου Σου Πατρός και υιέ ιδικέ μου, της δούλης Σου,

 χάρις εις την φιλανθρωπίαν Σου.

 Ευλογώ σε, οπού μας λύτρωσες εκ της κατάρας και αντ' αυτής μάς έδωσες την ευλογίαν. 

Ευλογώ σε τον αίτιον όλων των αγαθών μας, της ζωής, του φωτός, της ειρήνης, 

της δυνατότητος να γνωρίσωμε τον Πατέρα Σου και το συνάναρχόν Σου και ζωοποιόν Πνεύμα. 

Ευλογώ σε Λόγε,

 όπου ευλόγησες την γαστέρα μου κατοίκων εν αυτή δι' ανεκφράστου τρόπου. 

Ευλογώ σε, όπου τοιουτοτρόπως μας αγάπησες ώστε και υπέρ ημών να σταυρωθείς και να αποθάνεις.

 


Ευλογώ σε, όπου κατέστησες μακαρία την κοιλία μου και πι­στεύω ότι θα εκπληρωθούν και όλα τα άλλα, περί των οποίων μου έχεις μιλήσει. Εις τούτα τα λόγια ακολούθησε ευθύς η παράδοξος κάθοδος του Υιού της συνοδευομένου υπό των Προφητών, των Πατριαρχών και όλων των Δικαίων, προπορευόμενων των Αγγέλων και Αρχάγγελων και των λοιπών Αγγελικών δυνάμεων.


Τότε ο αέρας και ολόκληρο το σπίτι γέμισε. Όλα εκείνα όπου η Παρθένος προεγνώριζε, τότε τα έβλεπε οφθαλμοφανώς, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος αυτών των θαυμασίων, ο καθείς αναλόγως της αγιότητός του. Έτσι η δευτέρα κατάβασις έγινε ενδοξοτέρα και φρικωδεστέρα της πρώτης, και προφανεστέρα δι' όσους διέθεταν όραση πνευματική.


Δεν ήσαν μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρίσταντο μετά φόβου, ιεραρχικώς κατά τάξιν. Θεωρούσαν μετά φόβου όχι μικροτέρου (ίσως μεγαλυτέρου εκείνου θα έλεγα, αν επετρέπετο), εκπληττόμενοι διά την δευτέρα Αυτού κένωση και συγκατάβαση.


Ό,τι έγινε άλλοτε προς χάριν ολοκλήρου του γένους των ανθρώπων, τώρα για μία μόνον ψυχή, για μία μόνον γυναίκα συντελείτο ένα τοιούτο θαύμα.


Η συνοδεία ήταν λαμπρά και πολυάριθμος, όπως άρμοζε διά την άφιξη του Δεσπότου και την αναχώρηση της Δεσποίνης, αλλά η θέασις των συντελουμένων, ως είπα ήδη, εγίνετο μόνον από τους καθαρθέντας, αν και η παρουσία του Δεσπότου ήταν ακατανόητος και εις αυτούς τους Μαθητάς και Αποστόλους που ήσαν πεπληρωμένοι από την δύναμη της κατοικούσης εις αυτούς χάριτος του Αγίου Πνεύματος.


Παρίστατο εκεί ο Χριστός με σώμα και μορφή πλήρως τεθεωμένη, λαμπροτέρα της αστραπής και της λάμψεώς της εις το Θαβώρ, αλλά μικροτέρα της φυσικής της λαμπρότητος ενώ οι Απόστολοι ήσαν ωσάν νεκροί.


Ο Κύριος ευθύς τους λέγει "ειρήνη υμίν", όπως άλλοτε όταν εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, εις τον ίδιον αυτόν οίκον όπου συνήχθησαν και τότε και τώρα, τον οίκον του Ιωάννου, όπου τότε τους συγκέντρωσε διά τον φόβον των Ιουδαίων και σήμερον τους συνήγαγε διά την γεννήσασα τον Κύριον, η οποία και κατοικούσε εις αυτόν μετά του ηγαπημένου και παρθένου μαθητού, του δευτέρου και θετού υιού της.


Ακούοντες οι Μαθηταί αυτήν την γλυκεία, την πραεία και γνώριμο φωνή, ανέλαβαν θάρρος εις το σώμα και εις την ψυχή και, όσο τους ήτο δυνατόν, ύψωσαν τα μάτια τους ως προς τον δίσκον του ηλίου, την ώρα όπου Εκείνος χαμήλωνε ολίγο την λαμπρότητα της ανατολής Του και τους περιέλαμπε μετά φωτισμού μετριοτέρου.


Αλλά ας σταθούμε ολίγον εις τα επιθανάτια Αυτής. Η ψυχή της ευρίσκεται σε μία συγκίνηση πελώρια και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει ασυγκράτητος και σπεύδει να απομακρυνθεί από του σώματος ώστε το γρηγορότερον να ευρεθεί μετά του Υιού της και να προσπέσει εις τας χείρας Του και να αναχωρήσει μετ' Αυτού.


Πώς ήτο δυνατόν να υπομείνει την χαράν αυτήν, όπως την λύπην τον καιρόν του Πάθους, και πώς εμείς να μην επιθυμούμε να ειπούμε πως αυτή δεν πέθανε, αν και δεν το λέγομεν αυτό για να μην πούμε καινοφανή διδάγματα.


Εδάκρυσε, και πάλι έγινε ανωτέρα των δακρύων από την μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα, βλέπουσα μετά σώματος Εκείνον, όπου ολίγο παλαιότερον τον είδε να σύρεται, να καθυβρίζεται και να κτυπάται, και ενώ περιεβάλλετο υπό τόσων μυριάδων Αγγέλων, υπό τόσης λαμπρότητος και τόσης δόξης.


Έβλεπε το πρόσωπον και την μορφήν Εκείνου, του άλλοτε εμπαιζομένου και καταπτυομένου, του περιβαλλομένου την πορφυράν χλαίναν της εντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόσην αξία και λαμπρότητα. Αυτόν όπου δεν είχεν είδος ουδέ κάλλος, τώρα να αστράπτει από το κάλλος της καλλοποιού θεότητός Του, τον άλλοτε νεκρόν όπου κατεδικάσθη ως αντίθεος, τον έβλεπε Θεόν και Βασιλέα και Κριτήν των πάντων, αθάνατον και ανίκητον.


Ω, πώς διεμοιράζετο και πάλι μεταξύ των αντιθέτων, όπως και εν τω καιρώ της Σταυρώσεως. Το δράμα την εγέμιζεν ευφροσύνη, υπερέχαιρεν η ψυχή της, αλλά συνεστέλλετο αναχωρούσα προς εκείνη την δόξα και λαμπρότητα. Τώρα πλέον δοξολογούσε περισσότερο από πριν Εκείνον όπου την εδόξασε.


Προσηύχετο διά τους Αποστόλους και για όλους τους παρόντας, ικέτευε για τους απανταχού πιστούς ή μάλλον υπέρ παντός του κόσμου και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών.


Ζητούσε να λάβει από τον Δεσπότην κάποιο λόγον ή κάποιο σημείον ως εγγύηση της σωτηρίας τους, απλώνουσα ικετευτικώς τα χέρια εκείνα με τα οποία Τον ενηγκαλίζετο, κινούσα την γλώσσαν εκείνη και τα χείλη με τα οποία Τον ησπάζετο, υπενθυμίζουσα τον θηλασμόν Του, και κλαίουσα από ευτυχία, έκαμε το παν, μιγνύουσα αποχαιρετιστήριους λόγους και προσευχές.



Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, 

όχι από φόβο αλλά από χαρά,

 οι Απόστολοι αντιφωνούν με την δική τους ψαλμωδία, και έτσι, περνώντας από το πανάγιον στόμα η υπεραγία ψυχή της, 

ωσάν σε ύπνο, παραδίδεται εις τον Υιόν της, 

διαφεύγουσα τις ωδίνες του θανάτου, 

όπως τις διέφυγε και κατά την γέννηση ή μάλλον με την ίδια και μεγαλυτέρα χαρά και όπως τότε,

 όταν ανεκφράστως προήρχετο εξ αυτής ο Υιός και Θεός της, και τώρα όπου αυτή εξήρχετο 

προς τον Θεόν ο οποίος παρίστατο όχι μόνο νοερώς αλλά και αισθητώς.

Ευθύς, 

όλοι οι Άγγελοι και μερικές άλλες αγγελικές δυνάμεις άρχισαν να ψάλλουν, και μετά του πνεύματος 

μεν εξήρχετο κάποια άφθονος και ανεξήγητος ευωδία, ενώ το σώμα περιεβάλλετο από πλούσιο και απλησίαστο φως, 

ώστε και ο αέρας γέμισε από ήχους και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστον ευωδία, 

το δε σώμα ακτινοβολούσε από παντού, ώστε να γίνεται κάπως αθέατο.

 Έτσι λοιπόν διαμοιράζονται την Παρθένον, 

οι μαθηταί και ο Διδάσκαλος, 

τα επίγεια και τα ουράνια, όπως και μετ' ολίγον ο ουρανός και ο παράδεισος!

 

 

Ιωάννης Γεωμέτρης ή Κυργιώτης 

                                

                  


Σημείωση Ιστολογίου:
Ο Ιωάννης Γεωμέτρης ή Κυργιώτης ήταν βυζαντινός λόγιος και μαθηματικός.
Σπούδασε μαθηματικά κοντά στον πατρίκιο Νικηφόρο.
Διακρίθηκε,ως λόγιος στις ημέρες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου.
Αρχικά είχε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου,
έπειτα χειροτονήθηκε ιερέας σε γεροντική ηλικία και μετά επίσκοπος, ίσως στην Καππαδοκία.
Κατά το τέλος της ζωής του αποσύρθηκε ως μοναχός στην περίφημη μονή Στουδίου, όπου και πέθανε.
Το φιλολογικό του έργο είναι ποικίλο.
Τα ποιήματά του παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Τα πεζά του συγγράμματα, που μόνο μέρος τους έχει εκδοθεί, είναι κυρίως θεολογικά και αναφέρονται στη ρητορική και στην ερμηνευτική.
Έργα του είναι ένας ύμνος στον Νικηφόρο Φωκά, τέσσερις ελεγείες στην Παρθένο Μαρία, μία συλλογή επιγραμμάτων σε τρίμετρο και εξάμετρο, ένας αλφαβητικός ύμνος στην Παρθένο (παράθεση διαφόρων επιθέτων με αλφαβητική σειρά),
μία μετάφραση σε ιαμβικούς στίχους των Ψαλμών,
μία συλλογή 99 τετράστιχων ελεγειών με τίτλο Παράδεισος, καθώς επίσης σχόλια στα έργα διαφόρων συγγραφέων
και κυρίως των Ιωάννη Δαμασκηνού και Γρηγορίου Ναζιανζηνού.
Κοιμήθηκε το περί 989 μ.Χ.




Πηγή: ''Άγια Μετέωρα''
επιμέλεια, διασκευή ''ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ''

Print Friendly and PDF