ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΝΤΩΝΙΟ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ




Οὗτος ὁ Μακάριος καὶ Πανθαύμαστος Ἀββᾶς καὶ Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ μέγας, 

εἰς καιρὸν ὁποῦ εὑρίσκετο

 εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀσκήτευεν, ἐφάνη πρὸς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου εἰς σχῆμα 

Καλογήρου, καὶ ὡς τὸν εἶδεν ὁ Ὅσιος,

 ἔκαμε πρὸς αὐτὸν μετάνοιαν.

Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς αὐτόν, Εὐλόγησον Πάτερ Ἅγιε.

Ὁ δὲ Ἅγιος νομίζοντας ὅτι εἶνε καλόγηρος ἀπὸ τοὺς ἐκεῖσε ἐρημίτας, λέγει πρὸς 

αὐτόν. 

ὁ Θεὸς συγχωρήσοι σε τέκνον μου

 καὶ πλησιάσας πρὸς τὸν Ἄγγελον εἶπεν εἰς αὐτόν• ἂς περιπατήσωμεν μαζὺ ὁλίγον 

δρόμον καὶ περιπατῶντες εἶπεν ὁ Ὅσιος•

 θαυμάζω, ἀδελφὲ εἰς τὴν θεωρίαν σου καὶ εἰς τὴν νεότητα καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν 

ὁποῦ ἔχεις καὶ ἐκπλήττομαι, 

διότι τοσοῦτον κάλλος δὲν εἶδον εἰς ἄλλον ἄνθρωπον καὶ διὰ τοῦτο στοχάζομαι 

πῶς δὲν εἶσαι ἄνθρωπος.



Λοιπὸν ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν• ὁ δὲ Ἄγγελος ποιήσας μετάνοιαν, λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον. Πάτερ Ἅγιε, μὲ βλέπεις, ἐγὼ ἄνθρωπος δὲν εἶμαι, ἀλλά, Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤλθα νὰ σὲ διδάξω μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν ἠξεύρεις, καὶ τὰ ὁποῖα ἐπιθυμεῖς νὰ μάθῃς• λοιπὸν ἐρῶτα με ὅτι θέλεις νὰ σοῦ εἰπῶ. Τότε ἔπεσεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔκανε μετάνοιαν τοῦ Ἀγγέλου λέγοντας• «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι μοῦ ἔπεμψας ὁδηγὸν διὰ νὰ μοῦ φανέρωση κεκρυμμένα μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦσα νὰ μάθω.» Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον, ἐρῶτα με λοιπόν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀποκριθείς, εἶπεν• εἰς τὸν αἰώνιον ἐκεῖνον κόσμον, γνωρίζονται οἱ ἀποθαμμένοι ἄνθρωποι ἕνας τὸν ἄλλον;


δὲ Ἄγγελος ἀποκριθείς, εἶπε, πρὸς τὸν Ὅσιον• βλέπεις εἰς τοῦτον τὸν κόσμον ὁποῦ ἀφ΄ ἑσπέρας κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὸ πρωὶ ὅταν ξημερώσῃ ἀπαντῶνται ἕνας τὸν ἄλλον καὶ χαιρετοῦνται καὶ συνομιλοῦν ὡς φίλοι, ἀναφέροντες τὰ ὅσα εἶχον προμελετήσει, τοιουτοτρόπως γίνεται καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν Κόσμον, καὶ ἕνας τὸν ἄλλον γνωρίζεται καὶ συνομιλεῖ, καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει ἄλλον ἐδῶ καὶ ἐρωτῶντας μανθάνει ποῖος εἶναι, οὕτω γίνεται καὶ ἐκεῖ• πλὴν οἱ δίκαιοι μόνον γνωρίζονται, οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅμως διόλου.Λέγει του ὁ Ἅγιος - εἶπέ μοι καὶ τοῦτο παρακαλῶ σε, ὅταν εὐγαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὶ γίνεται; Καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουσι; καὶ τὶ ὄφελος δίδουσιν εἰς τοὺς ἀποθαμένους; Λέγει του ὁ Ἄγγελος "Ἄκουσον, πάτερ Ἅγιε" ἡ ψυχὴ ἀφοῦ εὔγει ἀπὸ τὸ κορμί, τὴν λαμβάνουν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν οὐρανὸν -διὰ νὰ προσκύνησῃ• τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν γίνεται ὅμως καὶ τοῦτο.


Ότι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕως τὴν γῆν εἶναι τάγματα δαιμόνων, τὰ ὁποῖα λέγονται ἐναέρια Τελώνια τῶν ψυχῶν, καὶ ἀπαιτοῦσιν ἐκεῖνα τὰ πονηρὰ πνεύματα τὴν ψυχὴν καὶ φέρουσιν τὰ κατάστιχά των εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι γραμμέναι οἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὰ δείχνουν εἰς τοὺς Ἀγγέλους• λέγοντες εἰς αὐτούς, ὅτι τὴν δεῖνα ἡμέραν εἰς τὰς τόσας τοῦ μηνὸς ἐποίησε τὴν δεῖνα ἁμαρτίαν, δηλαδὴ ἐδῶ ἔκλεψεν, ἐκεῖ ἐπόρνευσεν, ἐδῶ ἐμοίχευσεν, ἐκεῖ ἐμαλακίσθη, εἰς τὸν δεῖνα τόπον εἶπε ψέμματα• εἰς ἄλλον ἔκαμεν ἄλλην ἁμαρτίαν καὶ πάλιν ἂν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε καλοσύνην ξέρουν καὶ οἱ Ἄγγελοι τὰ ἐδικά των κατάστιχα μὲ τὰ ὁποῖα δείχνουσι καὶ αὐτοὶ πόσας καλοσύνας ἔκαμεν εἰς τὴν ζωήν του, δηλαδὴ ἐλεημοσύνην ἢ λειτουργίαν, ἢ νηστείαν, ἢ προσευχήν, ἢ σαρανταλείτουργον, ἢ ἄλλας καλὰς ἀρετάς, καὶ ἂν εὑρεθῶσιν περισσότεραι αἱ καλοσύναι ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἀναβιβάζουν εἰς τὸ δεύτερον σκαλούνι, καὶ ἐκεῖ εὐρίσκουν ἄλλο τάγμα δαιμόνων, δυνατώτερον τρίζοντες τὰ ὀδόντιά των, ὡσὰν ἀγριότατα θηρία. 


Καὶ ὑβρίζουν τὴν ψυχὴν καὶ πάσχουν νὰ τὴν ἁρπάξουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Ἀγγέλων, γίνεται μία μεγάλη διάλεξις καὶ μέγας θόρυβος διὰ νὰ δυνηθοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ψυχὴν ἐκείνην ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, καὶ ἂν ἐλευθερωθῇ ἀναβαίνει εἰς τὸ τρίτον σκαλούνι καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων δυνατώτερον καὶ ἀγριότερον καὶ γίνεται μέγας ἀγῶν, πολὺ σύγχυσις καὶ ταραχὴ εἰς αὐτούς πῶς νὰ κερδίσωσι τὴν ἐλλεεινὴν ἐκείνην ψυχήν, οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μιαρῶν δαιμόνων καὶ ἂν λυτρωθῇ καὶ ἀπὸ αὐτούς, ὑπάγουν καὶ εἰς τὸ παραπάνω σκαλούνιον ἕως οὗ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ ἕβδομον, καὶ ἐκεῖ εἶναι ἄλλο τάγμα δαιμόνων ὁποῦ λέγεται τῆς πορνείας•καὶ τὶς διηγήσεται πάτερ Ἅγιε, τὴν τοσαύτην ταραχὴν καὶ τὸν θόρυβον ὁποῦ κάμνουσι καὶ φοβερίζουν τὴν ταλαίπωρον ἐκείνην ψυχήν, καὶ ἂν τύχῃ καλόγηρος, τότε γίνεται ἄκομα σφοδρότερος θόρυβος• λέγοντες εἰς ἐκείνην τὴν ἐλεεινὴν ψυχήν που ὑπάγεις, ὁποῦ ἐσὺ ἐπόρνευσες καὶ ἐμόλυνες τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα• ἀποστρέφου εἰς τὰ ὀπίσω καὶ πήγαινε εἰς τὸ σκότος καὶ τὸν βρομερὸν τόπον τοῦ ᾅδου. 


λλοίμονον λοιπὸν εἰς αὐτήν! καὶ ποῖα γλῶσσα δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν τοιαύτην τιμωρίαν ὁποῦ κάμνουν οἱ δαίμονες εἰς τὴν κατάδικον ἐκείνην ψυχήν! Ἐγὼ τίμιε Πάτερ, εἶμαι Ἄγγελος, καὶ πάλιν φρίττω, πόσον μᾶλλον νὰ μὴ τρέμῃ ἐκείνη ἡ ψυχὴ τὴν τοιαύτην παίδευσιν ὁποῦ λαμβάνει! Ἐὰν ὅμως ἐξ' ἐναντίας εὑρεθῇ ἡ ψυχὴ καθαρὰ ἀπὸ ἁμαρτίαις τὴν ἁρπάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἀναβαίνει χαίρουσα εἰς τὸν Χριστόν, τότε βλέπει τοὺς χοροὺς τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τὴν λαμπρότητα ἐκείνην τὴν ἄριστον, καὶ ἀκούει τῶν Ἀγγέλων τὴν μελῳδίαν καὶ τὸ κάλλος ἐκεῖνο τὸ ἀμήχανον.Ἐρώτησε δὲ ὁ Ὅσιος, καὶ τὰ μνημόσυνα διατὶ τὰ κάμνουν;Ἀπέκριθη ὁ Ἄγγελος• αἱ τρεῖς γίνονται, ἐπειδὴ εἶπα ὅτι εἰς τὰς τρεῖς ἡμέρας ἔρχεται ἡ ψυχὴ καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται πῶς πέμπονται, ὥσπερ κανίσκιον εἰς τὸν Κύριον, ὑπὲρ τῆς ψυχῆς ταύτης. 


Καὶ μετὰ τὴν προσκύνησιν τὴν περνοῦν πάλιν οἱ Ἄγγελοι καὶ δείχνουν εἰς αὐτὴν τοὺς τόπους ὁποῦ ἐπεριπάτησεν μὲ τὸ σῶμα καὶ τῆς ἐνθυμίζουν τὰς πράξεις, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς ἔκαμε, λέγοντες εἰς αὐτήν, ἐδῶ ἔκλεψες, ἐκεῖ ἐπόρνευσες, ἀλλοῦ ἐφόνευσες, ἐκεῖ ἐβλασφήμησες καὶ ἀκολούθως τῆς ἐνθυμίζουν ὅλας τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ εἰς ὅλην τὴν ζωὴν ἔκαμε, καὶ πάλιν τῆς δείχνουν ὅσα καλὰ ἔπραξε• δηλαδὴ ἐδῶ ἔκανες ἐλεημοσύνην, ἐκεῖ νηστείαν, ἐδῶ λειτουργίαν, ἐκεῖ μετάνοιαν, ἐδῶ παράκλησιν, ἐκεῖ ἀγρυπνίαν, ἐδῶ προσευχήν, ἐκεῖ γονυκλισίαν καὶ ὅσα ἄλλα ἀγαθὰ ἔπραξεν εἰς τὰς ἡμέρας ὅλας τῆς ζωῆς της• καὶ τὴν ἐννάτην ἡμέραν πάλιν ἔρχεται εἰς προσκύνησιν καὶ διὰ τοῦτο κάμνουν τὰ μνημόσυνα καὶ τὰς λειτουργίας πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνωνται τὰ μνημόσυνα. 


Πέρνουσιν αὐτὴν πάλιν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ὑπάγουν εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τῆς δείχνουν τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τὰς ἀναπαύσεις τῶν δικαίων, καὶ ὡσὰν ἰδῇ τὰς κατοικίας ἐκείνας τὰς ὡραίας καὶ θαυμαστάς, παρακαλεῖ τοὺς ἀγγέλους διὰ νὰ σταθῇ ἐκεῖ καὶ αὐτὴ εἰς ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ τῶν δικαίων• πέρνοντάς την δὲ πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ, τὴν ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν καὶ τῆς δείχνουν πῶς κολάζονται οἱ ἁμαρτωλοί, λέγοντες εἰς αὐτήν, οὗτος ἐστὶν ὁ πύρινος ποταμὸς (δείχνοντες τοὺς τόπους), ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος ἐστὶν ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, καὶ καθεξῆς τῆς δείχνουν ὅλας τὰς κολάσεις τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὡσὰν τελειώσουν αἱ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ὑπάγουν πάλιν τὴν ψυχὴν καὶ προσκυνᾷ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διὰ τοῦτο πάλιν γίνονται τὰ μνημόσυνα. 


Επειδὴ μέλλει ἡ ψυχὴ νὰ λάβῃ τὴν ἀπόφασιν ὅθεν μέλλει νὰ τὴν διατάξῃ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, νὰ κατοικήσῃ ἕως τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ μὲ τὸ ἴδιον της κορμὶ κατὰ τὰ ἔργα της. Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος ἐκ καρδίας καὶ δακρύσας πικρῶς, εἶπεν ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἁμαρτωλόν, ὁποῦ ἐγεννήθη, καλλήτερα ἦτον εἰς αὐτὸν νὰ μὴν γεννηθῇ, καὶ μακάριος ἐκεῖνος ὁ δίκαιος ἄνθρωπος ὅταν ἐγεννήθῃ• καὶ ἀκολούθως λέγει ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον• παρακαλῶ σε εἰπέ μοι καὶ τοῦτο, ἡ κόλασις τῶν ἁμαρτωλῶν ἔχει τέλος;Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν• οὔτε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἔχει τέλος, ἀλλ' οὔτε καὶ ἡ κόλασις εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἔχει τέλος, καὶ ἐὰν ἔπερνέ τις ἄνθρωπος κάθε χιλίους χρόνους ἕνα κόκκον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ἢ μίαν σταλαγματιὰν νερὸν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἤθελεν ἐλπίσει τινὰς νὰ σωθῇ κανένα καιρόν, ἀμὴ ἡ κόλασις εἶναι διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἡ αἰώνιος βασιλεία διὰ τοὺς δικαίους, καὶ δὲν ἔχουν τέλος. Λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον, εἰπέ μοι παρακαλῶ σε καὶ τοῦτο• ποῖος Ἄγγελος εἶναι εὐσπλαγχνικώτερος εἰς τὸ νὰ παρακαλῇ τὸν Θεὸν διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πρεσβεύῃ δι΄αὐτούς;


Καὶ ὁ Ἄγγελος ἀποκριθεὶς εἶπεν• ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἔχουν πολλὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ποθοῦσι τὴν σωτηρίαν των, πλέον δὲ πάντων τούτων, ἡ Κυρία ἡμῶν Δέσποινα Θεοτόκος ἔχει περισσοτέραν τὴν εὐσπλαγχνίαν εἰς τὸ γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀκαταπαύστως δέεται εἰς τὸν Μονογενῆ της Υἱόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, δι' αὐτούς, καὶ διὰ τὴν παράκλησίν της στέκεται ὁ κόσμος ἕως τὴν σήμερον, ὁποῦ ἔμελλε ν' ἀπωλεσθῇ διὰ τὰς ἁμαρτίας, καὶ διὰ τὴν καταφρόνησιν ὁποῦ κάμουν οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους.Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον• ποίαν ἁμαρτίαν μισεῖν ὁ Θεὸς περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος εἶπε• τὴν μιαρὰν ὑπερηφάνειαν, διατὶ αὐτὴ ἔκαμε τὸν πρῶτον ἄγγελον καὶ φωτεινὸν ἑωσφόρον διάβολον, ῥίπτοντάς τον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς κολάσεως• ὁμοίως ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ παρακοὴν ἐξέπεσεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ὁ Φαρισσαῖος ὡς διαλαμβάνει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, κατεκρίθη.


Καὶ ὅστις πέσει εἰς τοῦτο τὸ πάθος, δυσκόλως εἶναι νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐὰν δὲν ἐπιστρέψῃ εἰς ταπείνωσιν.Ἐρωτῶ σε καὶ τοῦτο Ἅγιε Ἄγγελε, εἶπεν ὁ Ὅσιος• Ποῖοι ἄνθρωποι κολάζονται περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Λέγει δὲ ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν Ἅγιον• οἱ πόρνοι καὶ οἱ βλάσφημοι ἄνθρωποι ἔχουν δυνατωτέραν κόλασιν, ὁμοίως καὶ οἱ φονεῖς, οἱ μοιχοί, οἱ ἀρσενοκοίται, οἱ κλέπται, οἱ προδόται, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ πορνεύσαντες καὶ ὕστερον λειτουργοῦσιν, ὁμοίως καὶ οἱ μοναχοί, καὶ αἱ μοναχαί, οἱ διάκονοι καὶ αἱ διακόνισαι, ὁποῦ μιαίνουν τὸ Ἀγγελικὸν σχῆμα, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ μεθοῦν. Ἐπειδή, τίμιε Πάτερ, τὸ πεσὸν Τάγμα τῶν Ἀγγέλων μέλλει ν΄ ἀποκατασταθῇ ἀπὸ τοὺς καθαροὺς Ἱερεῖς καὶ Μοναχούς, διὰ τοῦτο ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαραιτοῦν τὴν ἀκολουθίαν τους διὰ τὰ κοσμικὰ ἔργα, ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι μίαν ἡμέραν νὰ ἀφήσουν τὴν ἀκολουθίαν καὶ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, θέλλουν δώσει δι' αὐτὸν λόγον εἰς τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, πόσῳ μᾶλλον ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀπαραιτοῦν ὅλως διόλου τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. 


Λέγει δὲ πάλιν ὁ Ὅσιος, οἱ καταφρονηταὶ τῆς ἁγίας Κυριακῆς, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ δουλεύουν τὴν Κυριακήν, ἔχουν καμμίαν ἄνεσιν; Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἄγγελος, εἶπεν• Οὐαί! ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι καταφρονοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν καὶ τὰς Δεσποτικὰς καὶ Θεομητορικὰς ἑορτὰς καὶ τῶν Ἁγίων τὰς μνήμας καταφρονοῦν, αὐτοὶ καταφρονοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν Μητέρα του, καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅστις τιμᾷ καὶ ἑορτάζει τὰς ἑορτὰς τῆς Κυρίας ἡμῶν καὶ Δεσποίνης Θεοτόκου, καὶ τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων, τὸν βοηθοῦν καὶ αὐτοί, ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλην παῤῥησίαν εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅ,τι ζητήσουν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν των, τὰ λαμβάνουν ἀναμφιβόλως.Εἰ δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποδιώξουν τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ λόγου τους, οὔτε τὸν Θεὸν ἔχουν φίλον, οὔτε τοὺς Ἁγίους του, ἐπειδὴ ἀκολουθοῦν τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, πράγματα πλαστὰ καὶ φθαρτά, καὶ ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἄνθρωπος, ἢ ἱερεύς, ἢ μοναχός, ἢ κοσμικὸς ὅστις δὲν τιμᾷ τὴν Κυριώνυμον ἡμέραν, Θεοῦ πρόσωπον δὲν βλέπει, ἀλλ΄ οὔτε ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.


Καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις νὰ μάθῃς, εἶπεν εἰς τὸν ὅσιον ὁ Ἄγγελος, ἐρώτησόν με, διότι εἶναι ὥρα καὶ βιάζομαι διὰ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ παρασταθῶ εἰς τὸν Κύριόν μου.Τότε στενάξας ὁ Ἅγιος, καὶ δακρύσας πικρῶς εἶπεν• Οὐαὶ εἰς ἐμέ! διότι ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου μου μὲ βίαν ὑπάγει ἀσώματος, ἂν καὶ ἀναμάρτητος, μὲ φόβον εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ ν' ἀποδώσῃ δοξολογίαν εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεόν, ἡμεῖς δὲ ὁποῦ ἔχομεν σῶμα γεμάτον ἀπὸ ἁμαρτίας, καὶ δὲν βάνομεν ποσῶς εἰς τὸν νοῦν μας τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καταφρονοῦμεν τὰ προστάγματά του, καὶ δὲν ἐπιμελούμεθα τὴν σωτηρίαν μας, τὶ θέλομεν πάθει;Τότε λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος πρὸς τὸν Ἄγγελον παρακαλῶ σε εἶπέ μοι, ποία προσευχὴ ἁρμόζει εἰς τὸν Μοναχόν; Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπε πρὸς τὸν Ἅγιον, εἰ μέν ἐστιν ἄνθρωπος γραμματισμένος, τὸν ψαλμὸν τοῦ προφήτου Δαβίδ, τουτέστιν τό, "Ἐλέησόν με ὁ Θεός κτλ." εἰ δέ ἐστιν ἀγράμματος, τὸ "Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν".


Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι δυνατωτέρα, ὑπάρχει καὶ εὐκολωτέρα πάντων τῶν προσευχῶν, μάλιστα καὶ πολλοὶ κατέλειπον ἄλλας προσευχὰς καὶ μόνον αὐτὴν ἐκράτησαν, νέοι καὶ γέροντες, ἀμαθεῖς καὶ πεπαιδευμένοι, καὶ ὅσοι ἐβουλήθησαν διὰ νὰ σωθοῦν, αὐτὴν ἀναφέρουν εἰς τὸν Θεὸν νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὰ κελλία τους, αὐτὴν νὰ λέγουν ἱστάμενοι καὶ ὁδοιποροῦντες, καὶ ἐργαζόμενοι μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ πόθου, ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει ἡ τοιαύτη προσευχὴ εἰς βουλέμενον σωθῆναι.Καὶ πάλιν ὁ ὅσιος εἶπεν "Ἐπειδὴ ἦλθες, δέομαί σου δίδαξόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ φανέρωσέ μου καὶ τοῦτο• ἐὰν εὑρεθῇ τις ἄνθρωπος καὶ διδάξῃ ἕτερον καὶ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἔχει τίποτε μισθόν;



Καὶ ὁ Ἄγγελος εἶπεν•

 ὅστις ἄνθρωπος διδάξει ἄλλον καὶ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ σώσει 

τὴν ψυχήν του, ἔχει διπλὸν 

τὸν μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν.Ταῦτα εἶπε ὁ Ἄγγελος πρὸς τὸν ὅσιον, καὶ εὐλόγησας 

αὐτόν, εἶπεν Εὐλόγησον πάτερ καὶ ἐμέ. 

Τότε ὁ Ὅσιος προσκυνήσας αὐτὸν λέγει "Πορεύου εἰς εἰρήνην καὶ εἰς τὰ 

ἀμάραντα κάλλη τοῦ Παραδείσου, 

καὶ παράστηθι τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, καὶ πρέσβευεν εἰς αὐτὴν ὑπὲρ 

ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.

 Καὶ ἀναχωρήσας ὁ Ἄγγελος ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν".Ὁ δὲ Ὅσιος Ἀββᾶς 

μακάριος Ἀντώνιος ἀπελθὼν

 εἰς τὸ κελλίον του, ἐδιηγήθη πάντα εἰς τοὺς μοναχοὺς ἀδελφούς του καὶ 

συνασκητάς του, δοξάζων καὶ εὐλόγων τὸν Θεόν, 

οὗ ἡ δόξα, τὸ κράτος καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Άγιος Αντώνιος ο Μέγας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF