ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΔΕΙ ΤΑΣ ΜΟΝΑΖΟΥΣΑΣ ΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΣΙΩΠΑΝ;





''Κατόπιν τῶν πολλῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν,
τὰ ὁποῖα μᾶς κατέθλιψαν ψυχικὰ καὶ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων τῶν τελευταίων χρόνων,
μὲ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις,
ταπεινὰ φρονοῦμε ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἔντονη προσευχή,
ἡ ὁποία δύναται καὶ ὄρη νὰ μετακινήσει,
θὰ πρέπει οἱ ἱερὲς μονάστριες νὰ τηροῦμε ἄσβεστη τὴν ὁμολογιακὴ φλόγα, καὶ εὐχαῖς ἁγίων νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν ὀρθόδοξη πίστη,
τὴν ὁποία ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καὶ μὲ μυριάδες θυσίες παρέδωσαν σὲ ἐμᾶς οἱ προηγούμενες γενεές.
Οἱ κατὰ πάντα ἄξιες σημερινὲς Γερόντισσες καὶ μοναχὲς τῶν ὀρθοδόξων ἑλληνικῶν ἱερῶν μονῶν,
θεολογικὰ καταρτισμένες καὶ πνευματικὰ καταξιωμένες στὸν ῾Ελλαδικὸ χῶρο,
θὰ μείνουμε ἀπαρρησίαστες καὶ κεκλεισμένες στὸν πύργο τῆς ἐν ἀσφαλείᾳ σιωπῆς;
Μήπως ὁ Χριστὸς μᾶς εἴπει: «῎Ετι ἕν σοι λείπει»;'' 



 Μέσα στὴν κρίση καὶ τὴν σύγχυση τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, 

τόσο ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 

ὅσο καὶ τῆς ῾Ελλαδικῆς ᾿Εκκλησίας,
περιμένουν οἱ πιστοὶ νὰ ἀκούσουν αὐθεντικὸ λόγο

 «περὶ τῆς ᾿Αληθείας τῆς πίστεως»
ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ τοὺς λοιποὺς

 γεροντάδες τῶν μοναστηριῶν τῆς ῾Ελλάδος,
ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς σύγχρονες ὀρθόδοξες μονάστριες ποὺ προσεγγίζουν στὸν ἀριθμὸ τὶς τέσσερες χιλιάδες.
Τὸ ἐρώτημα εἶναι:
«δεῖ τὰς μοναζούσας εἰς θέματα πίστεως σιωπᾶν καὶ ἀσχολεῖσθαι μόνον μὲ τὴν προσευχὴν καὶ τὸ ἐργόχειρον;»
Γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ ἀνατρέξουμε στὴν δισχιλιετὴ παράδοση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ γιὰ νὰ δοῦμε τὴν στάση τῶν ὁσίων ἀσκητριῶν τοῦ ἰσαγγέλου σχήματος.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὶς ἅγιες Μυροφόρες τοῦ Κυρίου μας,
οἱ ὁποῖες 

ζέουσες τῷ πόθῳ τοῦ Νυμφίου τους προσέδραμον νύκτωρ στὸ μνῆμα τοῦ ᾿Αναστάντος Κυρίου

 καὶ ἔλαβαν πρῶτες τὸ μήνυμα τῆς ᾿Αναστάσεως,
ἐνῶ οἱ Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ,
μολονότι ἄνδρες, 

παρέμειναν κεκλεισμένοι «διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων».
᾿Απὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες

 ἔχουμε ἕνα πλῆθος ὁμολογητριῶν τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως καὶ παρθενομαρτύρων,
τῶν ὁποίων ἡ καλλοποιὸς ἄθληση,
καταγραφεῖσα στὰ γνωστὰ μαρτυρολόγια,
ἐστερέωσε καὶ ἐνέπνευσε

 ὅλους τοὺς μεταγενέστερους ἀγῶνες
γιὰ τὴν ἐμμονὴ καὶ μαρτυρία στὴν ἁγιάζουσα πίστη.


῎Ετσι οἱ ἔγκλειστες στοὺς παρθενῶνες μαθήτριες τοῦ ᾿Αρχιμάρτυρος Χριστοῦ, μπρὸς στοὺς σκληροὺς διωγμοὺς ἀπηνῶν τυράννων, τηρώντας τὸν εὐαγγελικὸ λόγο «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου ἐν οὐρανοῖς» κατέλιπαν τὰ ἱερὰ ἀσκητήρια καὶ γέμισαν τὰ ἀμφιθέατρα καὶ τὶς ἀπαράκλητες φυλακές, πίνοντας ἑκουσίως τὸ ποτήριο τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καὶ γενόμενες δεδοξασμένα μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του. Γνωστότατες ἐξ αὐτῶν εἶναι ἡ Πρωτομάρτυς καὶ ἰσαπόστολος Θέκλα, ἡ ἁγία Εὐνίκη, ἡ ἁγία ᾿Ιουστίνα, προεστῶσα παρθένων, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἡ Ρωμαία ἡ θαυματουργός, ἡ ἁγία Φιλικητάτη, ἡ ἁγία Φεβρωνία, οἱ Τεσσαράκοντα ἅγιες παρθένες ἀσκήτριες, μαθήτριες τοῦ διακόνου ᾿Αμμοὺν ἐν ῾Ηρακλείᾳ τῆς Θράκης (ἐπὶ Λικινίου), ἡ ἁγία ᾿Αναστασία ἡ παρθένος (12 ᾿Οκτ.), ἡ ἁγία ᾿Αναστασία ἡ Ρωμαία (29 ᾿Οκτ.), οἱ αὐτάδελφες παρθενομάρτυρες ᾿Αγάπη, Χιονία καὶ Εἰρήνη, καὶ πλῆθος ἄλλων ἐπισήμων καὶ ἀσήμων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων μαρτύρων τῆς πίστεως.


῞Οπως κατὰ τὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων οἱ ἱερὲς παρθένες ἔσπευσαν στὸ μαρτύριο καὶ ἐφοινίχθησαν τῷ ἰδίῳ αἵματι, ἔτσι καὶ στὸν καιρὸ τῶν αἱρέσεων ἔγκλειστες μοναχὲς πρωτοστάτησαν στὴν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Εξ ἄλλου πολλὲς ἐκ τῶν μοναζουσῶν εἶχαν ἐξαίρετη θεολογικὴ κατάρτιση καὶ εἶχαν τὴν δυνατότητα σὲ περιστάσεις θεολογικῶν ἐρίδων νὰ διαφωτίσουν τοὺς εὑρισκομένους σὲ προβληματισμὸ πιστούς. Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι ἡ ἁγνότης εἶναι προϋπόθεση καὶ ἔδαφος πρόσφορο γιὰ τὴν θεολογία. Διὸ καὶ συνεχίζει σὲ ἄλλο κεφάλαιο: «῾Αγνεία μαθητὴν (ἐννοεῖ τὸν ᾿Ιωάννη τὸν Εὐαγγελιστὴ) θεολόγον εἰργάσατο, δι᾿ ἑαυτοῦ κρατύναντα τῆς Τριάδος τὰ δόγματα» καὶ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Λόγος Κυρίου (δηλαδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς),«ὁ ἐκ Κυρίου, ἁγνὸς διαμένων εἰς αἰῶνα αἰῶνος».  Επομένως ὁ ἁγνὸς μπορεῖ νὰ πλησιάζει καὶ νὰ γνωρίζει τὸν ἁγνὸ Θεό. 


῞Οποιος δὲ μὲ διαφορετικὲς προϋποθέσεις πλησιάζει τὸν Θεὸ —«ὁ τὸν Θεὸν μὴ γνούς, στοχαστικῶς ἀποφθέγγεται»,δηλαδὴ ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ στοχαστικῶς-ἀκαδημαϊκῶς καὶ ὄχι ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι. Τὸ χωρίο αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸν ζῆλο καὶ τὴν εὐαισθησία τῶν ἐν ἁγνείᾳ διαγόντων γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν διά- σωση τῆς ἀληθείας. Στὸν βίο τῆς ῾Αγίας Μελάνης τῆς πρεσβυτέρας (340-410) εὑρίσκομε τὴν πληροφορία ὅτι, ὅταν ἡ Ρωμαία αὐτὴ ἀρχόντισσα ἀσκήτευε στὴν ἁγία ῾Ιερουσαλήμ, μὲ τὴν ἐμβριθὴ γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατώρθωσε νὰ ἑνώσει μὲ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τους ἀποσχισθέντες τετρακοσίους αἱρετικοὺς μοναχοὺς τοῦ Παυλίνου. 


Εξαίροντας ὁ Παλλάδιος τὴν δράση  της αγίας Μελάνης προσθέτει«καὶ πάντα αἱρετικὸν πνευματομάχον συμπείσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν». Δηλαδὴ ἡ ῾Οσία ἀσκήτρια ἀγωνίστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ὁσίους Πατέρες νὰ ἐπαναφέρει στὴν ᾿Εκκλησία τοὺς πνευματομάχους αἱρετικοὺς τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσχισθεῖ ἀπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο Μελέτιο ᾿Αντιοχείας. Τὸ 439 μ.Χ. ἡ ῾Αγία Μελάνη ἡ νεωτέρα (383-439), ἐγγονὴ τῆς προηγουμένης, μεταβαίνει στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ θείου της Βολωσιανοῦ, ἐπάρχου τῆς Ρώμης. Στὴν Βασιλεύουσα ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου εἶχε ἀναστατώσει τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. ῎Ετσι πολλὲς γυναῖκες συγκλητικῶν καὶ λογίων ἀνδρῶν ἔρχονταν στὴν ὁσία ἀσκήτρια νὰ συνομιλήσουν γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. ῾Η ὁσία Μελάνη,«ἔχουσα τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, ἀπὸ πρωΐας —ἕως ἑσπέρας οὐκ ἐπαύετο θεολογοῦσα καὶ πολλοὺς ἠπατημένους (ὑπὸ τοῦ Νεστορίου) ἐπέστρεφεν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει καὶ ἄλλους διστάζοντας ἐπεστήριζε καὶ ἁπαξαπλῶς πάντας τοὺς παρατυγχάνοντας ὠφέλει τῇ θεοπνεύστῳ αὐτῆς διδασκαλίᾳ».


῾Ωσαύτως μεγάλη ὁμολογήτρια ὑπῆρξε ἡ ῾Αγία ῎Ανθουσα, περιώνυμη ἀσκήτρια, ἡγουμένη καὶ κτητόρισσα τῆς μονῆς τοῦ Μαντινέου στὴν Παφλαγονία, μὲ ἐννεακόσιες καλόγριες.Στὸν καιρὸ τῆς εἰκονομαχίας, ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Εʹ Κοπρώνυμος (741-775) ἀποστέλλει στὴν ῾Αγία ἕνα ἀξιωματοῦχο μὲ στρατὸ γιὰ νὰ τὴν πείσει μὲ βία νὰ μὴν προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς μονῆς, τὶς ὁποῖες καὶ συγκέντρωσε. ῾Η ῾Αγία δὲν δέχτηκε νὰ παραδώσει τὶς ἅγιες εἰκόνες· γι᾿ αὐτὸ καὶ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες. Μαζί της συνέλαβαν καὶ ὁδήγησαν σὲ ἀνάκριση καὶ τὸν ἀνεψιό της, ποὺ ἦταν ἡγούμενος ἀνδρικοῦ μοναστηριοῦ. ᾿Αμέσως ἀρχίζουν νὰ μαστιγώνουν ἐπὶ πολὺ τὸν ἀνεψιό, τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία ῎Ανθουσα προτρέπει καὶ ἐνισχύει «ἐμμένειν τῇ ὁμολογίᾳ καὶ ἐγκαρτερεῖν ταῖς βασάνοις». 


Τὸν ἡγούμενο, ὅταν τὸν εἶδαν ἑτοιμοθάνατο, τὸν ἄφησαν. Στὴν συνέχεια δένουν ἐκ τεσσάρων σημείων τὴν ἁγία ῎Ανθουσα καὶ ἀρχίζουν νὰ τὴν μαστιγώνουν μὲ ὠμὰ βούνευρα. Μετὰ παίρνουν τὶς ἅγιες εἰκόνες, τὶς βάζουν στὴν φωτιά, καὶ πυρίκαυστες τὶς θέτουν πάνω στὴν ἁγία της κεφαλή, ἐνῶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της θέτουν ἀναμμένα κάρβουνα. ῾Η ῾Αγία, ὅμως, μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀκατάφλεκτος καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ ἱερὸ μοναστήρι της.῾Η λογιωτάτη ἀρχόντισσα καὶ βυζαντινὴ ὑμνογράφος Κασσιανὴ ἢ Κασσία (800/805-843/867), σύμφωνα μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 370 ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ὑπῆρξε ὁμολογήτρια τῶν ἁγίων εἰκόνων.῾Ο ζηλωτὴς ῞Οσιος, ἀφοῦ ἔλαβε ὑμνολογικὰ ἔργα της, τῆς ἀπαντᾶ δι᾿ ἐπιστολῆς ὅτι ἐξεπλάγη «ἐνορῶν ἐπὶ κόρῃ ἀρτιφυεῖ τηλικαύτην γνῶσιν, δι᾿ ἧς ὑπερῆρε» ὅλους τοὺς συγχρόνους της. Παράλληλα ἐξαίρει συγχρόνως τὴν πνευματικότητά της, διότι ὡς λέγει:«Δὲν ἀρκεῖσαι στὸ ὅτι μαστιγώθηκες παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ πάλι φαίνεσαι νὰ σφαδάζεις, καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις τὸν ἔρωτα ποὺ πυρπολεῖ τὴν καρδιά σου γιὰ τὴν καλὴ ὁμολογία. Μακάρι νὰ μείνεις φλογερή! 


Πράγματι, γνωρίζεις πολὺ καλὰ πὼς τίποτε δὲν εἶναι πιὸ ὄμορφο καὶ πιὸ τερπνὸ ἀπὸ τὸ νὰ πάσχεις ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ νὰ πλουτίζεις σὲ παθήματα». Στὴν ἴδια ἐπιστολή, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καθιστᾶ γνωστὸ στὴν λόγια ἀρχόντισσα, ὅτι δὲν «ἐξενίσθη» γιὰ τὴν ἀπόφασή της νὰ γίνει μοναχή, μετὰ τὴν κατάπαυση τοῦ διωγμοῦ, διότι γιὰ τὸν ζῆλο τῆς ὁμολογίας τῆς ἐδόθη καὶ ὁ πόθος τῆς μοναχικῆς τελειότητος. «᾿Επεὶ ὁμολογία Χριστοῦ, δῆλον ὅτι βίος τῆς μοναχικῆς τελειότητος ἀναλάμψειεν». Στὶς ἐπιστολές του ὁ πολύπαθος Στουδίτης εὐχαριστεῖ τὴν εὐγενὴ κόρη γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῶν πρὸς τὸ ζῆν τόσο στὸν ἴδιο, ὅσο καὶ στὸν μαθητή του Δωρόθεο, ποὺ ἦταν καὶ ἐκεῖνος «πεφυ- λακισμένος ὑπὲρ Χριστοῦ» ἔγγιστα τῆς οἰκίας τῆς ποιητρίας. Σὲ πολλὲς δὲ ἄλλες ἐπιστολές του (Μοναζούσαις, Εἰρήνῃ, Πατρικίᾳ, ῾Ηγουμένῃ ᾿Ιγνῶν, Κανονικαῖς κ.λπ.) ὁ πυρφόρος πατὴρ ἐπαινεῖ τὶς μονάστριες γιὰ τὶς ὑπὲρ Χριστοῦ διώξεις καὶ θλίψεις καὶ τὶς προτρέπει νὰ προσέχουν«τὸ ἀκοινώνητον τῆς αἱρέσεως». 


Στὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 403 ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γίνεται λόγος γιὰ τριακονταμελὴ μοναστικὴ ἀδελφότη- τα, ποὺ σύμψυχη διώχθηκε «διὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου». «Εἶναι χρέος μου —γράφει— περισσότερο ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς νὰ παρηγορῶ μὲ λόγο καὶ νὰ ἐμψυχώνω μὲ συμβουλὲς ἐσᾶς, τὶς ἀληθινὰ ἀδελφὲς καὶ μητέρες τοῦ Κυρίου... ἐσᾶς ποὺ ὑπομένετε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν στέρηση τῆς πνευματικῆς μητέρας καὶ χωρισμὸ μεταξύ σας καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἔνδοξο μοναστήρι σας, καὶ βέβαια τὴν φυλάκιση ἔχοντας προηγουμένως μαστιγωθεῖ χάριν τῆς ὁμολογίας τῆς ἀληθείας». Στὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 412 ἐπιστολὴ ὁ ὅσιος Θεόδωρος συγχαίρει τὴν «Εἰρήνη Πατρικία», «διότι ἐγκαταλείψασα καὶ ἀξίωμα καὶ λαμπρὸ οἶκο καὶ πλῆθος οἰκετῶν» ἀφοῦ μαστιγώθηκε πρῶτα «ἀραμένη τὸν σταυροφόρον βίον ἀπεωρίσθη ἐν μακρᾷ νήσῳ». Διὰ τοῦτο βοᾷ· «νενίκηκε Χριστὸς ἐν σοί, καὶ διὰ σοῦ, ὦ καλλίγυναι, ὦ φιλομάρτυς· καί, τὸ τρίτον, ὦ μῆτερ ἐμή· καλῶ γὰρ τοῦτο ἐν πνεύματι, ὡς σύναθλον, καὶ τῶν ἀπὸ σαρκὸς γνωριζομένων σπλάγχνων ἐγγύτερον·... 


᾿Αλλὰ θάρσει· πολύς σου ὁ μισθὸς ἐν οὐρανοῖς· ...εἴπερ ἐμμενοῦμεν ταῖς θείαις ὁμολογίαις ἕως τέλους». Στὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 481 ἐπιστολὴ «τῇ ἡγουμένῃ ᾿Ιγνῶν» γράφει: «Δέχθηκα τὴν ἔκφραση τῆς εὐλαβείας σου, ἀδελφὴ ἐν Κυρίῳ καὶ μὲ τὰ δῶρα ποὺ ἔστειλες καὶ μὲ τὴν ἐκτίμηση ποὺ τρέφεις γιὰ μᾶς...  Νὰ βρίσκετε παρηγορία μὲ τὴν μελέτη τῶν θείων ἀναγνωσμάτων καὶ τὴν ψαλμωδία. Νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἂν χρειαστεῖ νὰ κακοπαθήσετε μέχρι θανάτου γιὰ τὸν Χριστό, μὲ κανέναν τρόπο νὰ μὴν προδώσετε τὴν πίστη. Τίποτε δὲν εἶναι προτιμότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀπέδειξαν οἱ ψυχὲς οἱ ἀφιερωμένες στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια μέχρι σήμερα· ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὑπάρχουν καὶ σήμερα μοναχὲς ποὺ διώκονται καὶ ἐξορίζονται ἀπὸ τὰ μοναστήρια τους χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νὰ μην μεταλάβουν ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν». 


Στὴν ὑπ᾿ ἀριθ. 404 ἐπιστολὴ «Κανονικαῖς [=μοναχαῖς]» προτρέπει:«Χαίρετε, μητέρες καὶ θυγατέρες ἐν Κυρίῳ. Χαίρετε, ἐσεῖς ποὺ μὲ πόθο ἐργάζεσθε τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα. Χαίρετε, κρίνα τοῦ νοητοῦ ἀγροῦ, ποὺ ὡς πρὸς τὸν τόπο ἔχετε φυτρώσει ἀνάμεσα σὲ ἀγκάθια, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸν τρόπο τῆς ζωής τρέχετε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀγκάθια τῆς αἱρέσεως». Η ἁγία Θεοδοσία ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα (729), ἡ διανείμασα τὴν περιουσία της στοὺς ἐνδεεῖς καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἐκλεξαμένη βίο, στὸν καιρὸ τοῦ Λέοντος Γʹ τοῦ ᾿Ισαύρου (717- 741), ἀνεδείχθη ὁμολογήτρια καὶ μάρτυς γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. ᾿Επειδὴ ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς (715-730) ἀντιστάθηκε στὴν εἰ- κονομαχικὴ πολιτικὴ τοῦ Λέοντος Γʹ, ἐκδιώχθηκε μὲ προπηλακισμὸ ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν τυχοδιώ- κτη εἰκονομάχο Πατριάρχη ᾿Αναστάσιο (730-754). Κατόπιν ὁ αὐτοκράτωρ ἔδωσε ἐντολὴ στὸν σπαθάριο νὰ κατεβάσει καὶ νὰ καταστρέψει τὴν Δεσποτικὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ἀνηρτημένη στὴν λεγομένη Χαλκὴ Πύλη. 


Μόλις ἡ ῾Αγία πληροφορήθηκε τὴν διαταχθεῖσα ἀφαίρεση τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἔσπευσε μαζὶ μὲ ἄλλες εὐλαβεῖς γυναῖκες στὴν Χαλκὴ πύλη. «Καὶ τραβώντας τὴν σκάλα ἔρριξαν κάτω τὸν σπαθάριο ποὺ προσπαθοῦσε νὰ κατεβάσει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ».῾Ο σπαθάριος σκοτώθηκε καὶ τότε πάραυτα οἱ ἄλλες γυναῖκες ξίφει ἀπεκεφαλίσθησαν, ἡ δὲ ὁσιομάρτυς Θεοδοσία «κέρατι κριοῦ ἀπηνῶς ἐτελειώθη». Τὸ λείψανο τῆς θεόνυμφης μάρτυρος μεταφέρθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Δεξιοκράτους, ὅπου επιτελούσε ἀπειράριθμα θαύματα. Σὲ θαύματά της ἀναφέρονται  ο Κων/νος᾿Ακροπολίτης καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.Στην μνήμη της (18 ᾿Ιουλίου καὶ 29 Μαΐου) οἱ Κωνσταντινουπολίτες ἔκτισαν ὡραιότατο ναὸ καὶ στὴ γιορτή της τὸν στόλιζαν μὲ ρόδα. ῾Ο ναὸς αὐτὸς σήμερα εἶναι τὸ Gül Camii (Τζαμὶ τῶν Ρόδων).


῾Η περιώνυμη πρωτοβεστιάρισσα καὶ λογιωτάτη ἀνθενωτικὴ ὁμολογήτρια Μοναχὴ Θεοδώρα Ραούλαινα (1240-1300), καὶ ἡ ὁσιωτάτη μητέρα της Εὐλογία Μοναχή, ἀδελφὴ τοῦ Μιχαὴλ Ηʹ τοῦ Παλαιολόγου, πρωτοστάτησαν σθεναρὰ στὴν ἀντίσταση πρὸς τὶς φιλενωτικὲς πρὸς τὸν Πάπα κινήσεις τοῦ ἐν λόγῳ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μαζὶ μὲ ἄλλες ἀρχόντισσες ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐξορίστηκαν στὸ φρούριο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου στὴν Μαύρη Θάλασσα. Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι σὲ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὑπὲρ πάντα τὸν Θεὸν θέμενες μονάστριες, τὶς περισσότερες φορὲς ἀφανῶς ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς στὴν ᾿Ορθόδοξη πίστη, πρᾶγμα ποὺ συνεχίστηκε στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ στοὺς μετέπειτα χρόνους.



Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στοὺς σκληροὺς διωγμοὺς ποὺ συνέβησαν στὸν αἰῶνα μας στὶς ὁμόδοξες χῶρες,
(Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας, Πολωνίας, ᾿Αλβανίας)
ὅπου καὶ οἱ μοναχὲς ἐκδιώχτηκαν, ἐξορίστηκαν, κακουχήθηκαν στὶς φυλακὲς καὶ στὰ κάτεργα (κολχόζ).
«Μόνο στὶς φυλακὲς ᾿Αρζαμὰς μετὰ τὸ 1937 ζοῦσαν 2.000 μοναχές,
κυρίως ἀπὸ τὰ Μοναστήρια ἁγίου Νικολάου, ἁγίου ᾿Αλεξίου μαζὶ μὲ τὴν ἡγουμένη τοῦ καθενός.
῾Υπῆρχαν, ἐπίσης, ἀρκετὲς μοναχὲς ἀπὸ τὸ Ντιβέγιεβο.
Αὐτὲς ποὺ ἔβγαλαν τὸ ράσο καὶ παντρεύτηκαν ἦταν ἐλάχιστες.
Η συντριπτικὴ πλειονότητα ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή».
Οἱ προαναφερθεῖσες ἱστορικὲς μαρτυρίες πιστεύουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν ὁδοδείκτη πορείας καὶ γιὰ τὸν σημερινὸ μοναχισμό.
Κατόπιν τῶν πολλῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν,
τὰ ὁποῖα μᾶς κατέθλιψαν ψυχικὰ καὶ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων τῶν τελευταίων χρόνων,
μὲ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, ταπεινὰ φρονοῦμε ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἔντονη προσευχή,
ἡ ὁποία δύναται καὶ ὄρη νὰ μετακινήσει, θὰ πρέπει οἱ ἱερὲς μονάστριες νὰ τηροῦμε ἄσβεστη τὴν ὁμολογιακὴ φλόγα,
καὶ εὐχαῖς ἁγίων νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν ὀρθόδοξη πίστη,
τὴν ὁποία ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καὶ μὲ μυριάδες θυσίες παρέδωσαν σὲ ἐμᾶς οἱ προηγούμενες γενεές.
Οἱ κατὰ πάντα ἄξιες σημερινὲς Γερόντισσες καὶ μοναχὲς τῶν ὀρθοδόξων ἑλληνικῶν ἱερῶν μονῶν,
θεολογικὰ καταρτισμένες καὶ πνευματικὰ καταξιωμένες στὸν ῾Ελλαδικὸ χῶρο,
θὰ μείνουμε ἀπαρρησίαστες καὶ κεκλεισμένες στὸν πύργο τῆς ἐν ἀσφαλείᾳ σιωπῆς;
Μήπως ὁ Χριστὸς μᾶς εἴπει:
«῎Ετι ἕν σοι λείπει»;

 


Μὲ τὴν εὐχὴ τῆς σεβαστῆς῾Ηγουμένης ᾿Αγάθης καὶ τῶν συνασκουμένων ᾿Αδελφῶν 

 


᾿Ελαχίστη Μοναχή Θεοτέκνη ῾Αγιοστεφανίτισσα

῾Ιερά Μονή ῾Αγίου Στεφάνου Μετεώρων


Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής,
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF