ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΟΨΩΜΕΘΑ ΤΩ ΑΠΡΟΣΙΤΩ ΦΩΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ




Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Σήμερα μᾶς κράζει ὁ θεόγλωσσος ὑμνωδός, 

ὁ ἅγιος ωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγοντας 

Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα 

καὶ χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες.

Μᾶς κράζει λοιπὸν νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τὸν τάφο. 

Νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, γιατὶ εἶναι ἀκάθαρτες, βρωμισμένες, ἐπειδὴ τὶς μεταχεριζόμαστε γιὰ σαρκικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα.

 Καὶ πῶς ἄραγε καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις μας καὶ θὰ γίνουνε ἀπὸ σαρκικές, πνευματικές;

Ὁ ὑμνωδὸς τὸ λέγει αὐτὸ γιατὶ τὸ διδάχθηκε απὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα του ποὺ εἶπε στοὺς Μακαρισμούς: 

Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.


 

Κι᾿ ἂν καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, λέγει πὼς θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸν ἐξαστράπτοντα μὲ ἀστραπή, ὄχι θαμπά, ἀλλὰ καθαρώτατα, ἀστραφτερὸν ἀπὸ τὸ ἀζύγωτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως. Κι᾿ ὅχι μονάχα θὰ τὸν δοῦμε τηλαυγῶς, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν ἀκούσουμε κιόλας (γι᾿ αὐτὸ πρέπει νἆναι καθαρὲς ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας).


Κι ἡ φωνή του δὲν θἄρχεται ἀπὸ μακρυά, νὰ ἀμφιβάλλουμε ἂν τὸν ἀκούσαμε ἢ δὲν τὸν ἀκούσαμε, ἀλλὰ τρανῶς, δυνατά. Τὶς αἰσθήσεις μας δὲν τὶς μολεύουμε μονάχα σὰν κάνουμε μ᾿ αὐτὲς σαρκικὰ ἔργα κι᾿ ἐνέργειες, δηλαδὴ σὰν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ κορμιοῦ, ἀλλὰ κι᾿ ὅταν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ κάποια ἔργα ποὺ τὰ λέγει ὁ κόσμος «πνευματικά», ἐνῶ εἶναι κι᾿ αὐτὰ σαρκικά, καὶ μάλιστα αὐτὰ εἶναι συχνὰ πιὸ πονηρὰ ἀπὸ τἄλλα ποὺ φαίνονται φανερὰ πὼς εἶναι σαρκικά.


Αὐτὰ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα εἶναι οἱ πονηρὲς σκέψεις ποὺ κάνει ὁ νοῦς μας ψάχνοντας τὰ θεϊκὰ πράγματα, καὶ ποὺ εἶναι ἀσεβέστατες καὶ σ᾿ αὐτὲς μᾶς σπρώχνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καὶ ἡ ἀφοβιά μας μπροστὰ στὸν Θεό, γιατὶ δίνουνε τροφὴ στὴν ματαιοδοξία μας, ἐπειδὴ φαινόμαστε πολύξεροι στοὺς ἄλλους, ἐνῶ ὁ σοφὸς Σολομὼν εἶπε:


ρχὴ τῆς σοφίας (δηλ. τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας) εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου.Μ᾿ αὐτὰ τὰ ψαξίματα καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ὁ χριστιανὸς ἀληθινὰ μολύνει τὶς αἰσθήσεις του, τὶς στομώνει καὶ ἀντὶ νὰ τὶς κάνει πνευματικές, τὶς κάνει ὄργανα χονδροειδῆ, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὲς ἐρευνᾶ χονδροειδῆ, ὑλικὰ πράγματα, καὶ ὄχι πνευματικά.


Γιατί, ὅπως εἶπα πρίν, μὲ ὅλο ποὺ αὐτὲς οἱ ἐνέργειες φαίνονται πνευματικές, στ᾿ ἀλήθινὰ εἶναι σαρκικές, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει πὼς τὶς κάνει ὁ νοῦς τῆς σαρκός, γράφοντας στοὺς Κολοσσαεῖς: Μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκεία τῶν Ἀγγέλων, ἅ μὴ ἑώρακεν ἐμβατεύων, εἰκῇ φυσιούμενος ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ (Κολ. β´ 18). καὶ στοὺς Ἐφεσίους γράφει:


Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖν ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν. (Ἐφ. δ,18). Ποιὰ λοιπὸν λέγει ματαιότητα τοῦ νοὸς τῶν ἐθνῶν; Δὲν λέγει τὰ μάταια ψαξίματα ποὺ κάνανε οἱ φιλόσοφοι, ἂς ἤτανε κι ἐκεῖνοι ποὺ φαινόντανε οἱ πιὸ πνευματικοί;


Αὐτὰ ποὺ λέγανε ἤτανε σάρξ, (γιατὶ τὸ ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι) ἀφοῦ ὅ,τι κάνανε τὸ κάνανε ὄντας ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ κάνανε μὲ πνεῦμα σαρκικό. Ὅποιος ψάχνει κι᾿ ἐρευνᾶ μ᾿ αὐτὸ τὸ σαρκικὸ πνεῦμα, πρῶτα χάνει τὴν παρθενικὴ ἁπλότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὴν ὁποία πρωτομακάρισε (αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος μακαρισμός) ὁ γλυκύτατος Χριστός μας ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουνε, λέγοντας μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι. 


στερα αὐτὸς ποὺ σκαλίζει μὲ τὸ μυαλὸ του τὰ θεῖα, πειράζει τὸν Θεὸ ποὺ κρύβεται ἀπὸ τὶς ἀδιάκριτες διάνοιες καὶ χώνεται μέσα στὸ γνόφο, κι᾿ αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, λέγοντας: Φανερὸς ἔγινα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ρωτᾶνε, καὶ γνωρίσθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ζητᾶνε μὲ πονηρία. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει: Πίστις οὐκ ἔστι τὸ ζητούμενον· ὃν τρόπον γὰρ ἐλπὶς βλεπομένη οὐκ ἔχουσα τὸ ἀζήτητον, πίστις οὐκ εἴη, κατὰ τὸν ἴσον τῇ ἐλπίδι λόγον.


Κι᾿ ὁ μέγας Βασίλειος λέγει: Τὸ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερόν ἐστι τῶν λογικῶν ἀποδείξεων. Καὶ μολαταῦτα πλῆθος χριστιανοὶ καταγίνονται ἀκόμα σήμερα, καὶ πιὸ πολὺ μάλιστα, μὲ τέτοιου εἴδους ψαξίματα καὶ ἔρευνες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ θεοῦ ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς ἐθνικούς, κι᾿ ἀνακατεύουνε μὲ τὴν πίστη, ποὺ δὲν γνωρίσανε οἱ δυστυχεῖς τὶ λογῆς πράγμα εἶναι, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς φιλοσοφίες,


καὶ ψυχραίνουνε μ᾿ αὐτὰ ποὺ λένε τὴν πίστη τῶν πολλῶν, κ᾿ ἐνῶ ὁ μάταιος λογισμός τους καταγίνεται μὲ μάταια καὶ ψευδῆ καταργοῦνε ἀπὸ ἀλαζονεία κι᾿ ἀπὸ κουφότητα τὴν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε ὁ χριστιανισμὸς νὰ καταντήσει ἕνα σύστημα ἐπίγειας ζωῆς, χωρὶς ἀποκαλύψεις Ἀθανασίας, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό.


Κι᾿ αὐτοὶ θέλουνε νὰ διδάξουνε τὰ ἁπλοϊκὰ κι᾿ ἀθῷα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ μακάρισε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλους τοὺς Μακαρισμούς, μὰ ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο καὶ στὸν ὄγδοο.Τοῦτοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πῶς γιορτάζουνε Χριστὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν! Ξένον καὶ παράδοξον!Φιλοσοφοῦντες καὶ ἐπιστημοῦντες πιστεύουν; Μὰ ποιὸς πίστεψε ποτὲ φιλοσοφώντας;


Ρωτῶ νὰ μάθω. Μὲ τὸν Χριστό, ἡ φιλοσοφία τελείωσε καὶ θάφτηκε γιὰ ὅποιον πίστεψε σ᾿ Αὐτόν. Ἂς ἀκούσουνε τὸν Παῦλο ποὺ φωνάζει τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. Φωνὴ ἐλπιδοφόρα τοῦ εὐλογημένου Παύλου, ποὺ ξαναλέγει στὴν καρδιά μας, ὅ,τι λέγει καὶ τὸ χαίρετε ποὺ εἶπε ὁ Ἀναστημένος Κύριός του καὶ Κύριός μας! Νά, τὰ πάντα γινήκανε καινούρια! 


Γινήκανε καινούρια γιατὶ εἶναι καινὸν καὶ ξένον ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ αὐτὸ τὸ καινούριο τὰ ἔκανε ὅλα καινούρια, ἐπειδὴ κατήργησε τὰ παλιά. Κατήργησε τὰ παλιὰ ὁ καταργήσας τὸν θάνατον, γιατὶ ὅπου δὲν βρίσκεται ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς βασιλεύει ὁ θάνατος. Κατήργησε τὴν κατάρα τῆς σαρκός, κι ἔφερε τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος. Κατήργησε τὴ γνώση κι ἔφερε τὴν Πίστη (Δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται).


Τὸ παλιὸ ἤτανε ἡ Γνώση, τὸ ψάξιμο, τὸ νὰ ψηλαφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὰ τυφλὰ καὶ νὰ μὴ βρίσκει τίποτα. Τὸ καινούριο εἶναι ἡ Πίστη ποὺ ἀνοίγει τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης Χριστὸν ἐξαστράπτοντα τῶ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκεῖνος φτάνει γιὰ ὅλα, δὲν χρειάζεται πιὰ διόλου νὰ ψάχνει τὸ μυαλό μας σὰν τῶν ἐθνικῶν φιλοσόφων, ἀφοῦ βρέθηκε ἡ ὁδός, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε καθαρὰ καὶ σύντομα: Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· 


καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰμὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. (Ματθ. ια,2 7). Σ᾿ ὅποιον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει, νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα. Ποῦ πᾶς, λοιπόν, χριστιανέ, νὰ γνωρίσεις τὸν Θεὸν καὶ τὸν Χριστὸν ἐσύ, ὁ τυφλός, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀκάθαρτος, μὲ τὴ δική σου δύναμη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε πὼς μονάχα ὁ Πατέρας φωτίζει τὴ διάνοιά σου γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Χριστό, κι᾿ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Πατέρα;


καὶ δὲν πέφτεις σὲ προσευχὴ νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ σὲ φωτίσει, ἀλλὰ καταγίνεσαι μὲ ἀσεβῆ ψαξίματα, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἀρχαῖοι ποὺ δὲν εἴχανε ἀκούσει ἀκόμα τὸν Χριστὸ νὰ λέγει μὲ ἐξουσία αὐτὰ τὰ λόγια; Κι᾿ ἀλλοῦ ποὺ λέγει Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός, ἐγὼ εἶμαι ὁ καθηγητής, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρός, ὁ μεσίτης (Τιμ. Α, β,2), ὁ ποιμήν, ὁ ραββί. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρωτότοκος τῆς καινῆς κτίσεως, ποὺ ἔκανε καινὰ τὰ πάντα κι ἔκανε καὶ καινοὺς ἀνθρώπους, τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.


Ναί, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅλα γινήκανε καινούργια. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνωδὸς λέγει μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση Δεῦτε πόμα πίωμεν καινὸν οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου (τῆς φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, ἀλλ᾿ ἀφθαρσίας πηγὴν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα καὶ Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος τῆς θείας εὐφροσύνης ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρα τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες Αὐτὸν ὡς Θεὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.


δελφοί μου Χριστιανοὶ ἐσεῖς ποὺ καταγινόσαστε μὲ τὶς ἐπιστῆμες καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ἀκούστε τὸν Κύριο ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. Ἐμένα μὲ ἀφήσανε, ποὺ εἶμαι πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σκάψανε κάποιους ξερόλακκους ποὺ δὲν ἔχουν νερό.


  

Καὶ ποὺ λέγει μὲ τὸ δικὸ του στόμα τὸ Εὐαγγέλιο 

ὅποιος βάλει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι μου καὶ βλέπει πίσω, δηλ. 

δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ γνώση ποὺ καταγινόταν οἱ ἄνθρωποι πρίν νὰ ἔλθω ἐγὼ στὸν κόσμο, δὲν εἶναι δεκτὸς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. (Λουκ. θ´ 62). 

Καὶ ποὺ εἶπε παλι ἄλλη φορά: 

Δὲν βάζουνε καινούργιο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά.

Ἂς καθαρίσουμε λοιπὸν τὴ διάνοιά μας ἀπὸ τὴν θολούρα τῆς πολύπλοκης γνώσεως,

 γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ ἐξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως, 

κι᾿ οὔτε θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέγει τρανῶς τὸ Χαίρετε. 

Μάτια νὰ τὸν δοῦμε κι᾿ αὐτιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε δὲ μπορεῖ 

νὰ μᾶς δώσει μὲ κανένα τρόπο ἡ γνώση, ἡ καινὴ ἀπάτη, ἀλλὰ μονάχα 

ἡ εὐλογημένη Πίστη στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι δοξασμένος

 στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων, 

Ἀμήν.


Φώτης Κόντογλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF