ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΕΣΦΑΓΜΕΝΗ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ





Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου·
σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, 
πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα.
Ὁδὸν ἡ κυήσασα, ζωῆς, χαῖρε Πανάμωμε, 
ἡ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας, σώσασα κόσμον·
 χαῖρε Θεόνυμφε, ἄκουσμα καὶ λάλημα φρικτόν· χαῖρε ἐνδιαίτημα, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως.
Ἰσχὺς καὶ ὀχύρωμα, ἀνθρώπων, χαῖρε Ἄχραντε, 
τόπε ἁγιάσματος τῆς δόξης· νέκρωσις ᾍδου, νυμφὼν ὁλόφωτε· χαῖρε τῶν Ἀγγέλων χαρμονή·
 χαῖρε ἡ βοήθεια, τῶν πιστῶς δεομένων σου.Πυρίμορφον ὄχημα, τοῦ Λόγου, 
χαῖρε Δέσποινα, ἔμψυχε Παράδεισε, τὸ ξύλον, 
ἐν μέσῳ ἔχων ζωῆς τὸν Κύριον· οὗ ὁ γλυκασμὸς ζωοποιεῖ, πίστει τοὺς μετέχοντας, καὶ φθορᾷ ὑποκύψαντας.


 

Διήγησις περὶ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Θεοτόκου τῆς ἐπονομαζομένης «Ἐσφαγμένης»Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἀπεδόθη τῇ Ἁγίᾳ ταύτῃ εἰκόνι, διὰ τὴν ἑξῆς αἰτίαν:Εἷς Ἱεροδιάκονος Ἐκκλησιάρχης τῆς αὐτῆς Μονῆς, ἐργαζόμενος ἑντὸς τοῦ Καθολικοῦ Ναοῦ, καὶ καταγινόμενος κατὰ τὸ χρέος αὐτοῦ, ἵνα φιλοκαλῇ καὶ τακτοποιῇ τὰ πάντα, ἤρχετο ἐνίοτε ἵνα γευματίση ἐν τῇ Κοινῇ τραπέζῃ, οὐχὶ ἐν τῇ, ὡς ἔθος, διατεταγμένῃ ὥρᾳ, ἀλλ᾿ ὑστερώτερον.Ἐν μίᾳ δὲ τῶν ἡμερῶν ἐβράδυνεν ὡσαύτως ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, εἶτα ἐλθὼν εἰς τὴν τράπεζαν ἐζήτησε παρὰ τοῦ τραπεζάρη, νὰ τῷ δώσῃ νὰ γευματίση· ὁ δὲ τραπεζάρης ἀγανακτήσας διὰ τὴν ἄωρον ἔλευσιν τοῦ Ἐκκλησιάρχου, εἶπεν αὐτῷ μετ᾿ ὀργῆς, ὅτι πρέπει νὰ ἔρχηται εἰς τὴν τράπεζαν εἰς τὴν διατεταγμένην ὥραν καὶ οὐχὶ ὅταν θέλῃ καὶ βούληται. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἐκκλησιάρχης ἐλυπήθη διὰ τὴν τοιαύτην παρατήρησιν τοῦ Τραπεζάρη, καὶ οὕτω μᾶλλον ἐπιμόνως ἐζήτει νὰ τῷ δοθῇ γεῦμα· ἀλλ᾿ ὁ Τραπεζάρης εἶπεν ἀποφασιστικῶς, ὅτι δὲν ἔχει δι᾿ αὐτὸν οὔτε τμῆμα ἄρτου ὅθεν ὁ ταλαίπωρος Ἐκκλησιάρχης καὶ νῆστις, καὶ ὡς δαιμονιῶν ἐξῆλθε τῆς τραπέζης καὶ οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ ὁ εἷς τοῦ ἄλλου σκοτεινότεροι γενόμενοι ἤρξαντο νὰ κυματίζωσι τὴν διάπυρον καὶ ὀξεῖαν αὐτοῦ καρδίαν, καὶ νὰ δαιμονίζωσιν αὐτὴν διὰ τῆς πρὸς τὸν Τραπεζάρην ἀδημονίας καὶ ἀγανακτήσεως.Ἐν τοιαύτῃ λοιπὸν ἀνωμάλῳ καταστάσει τοῦ πνεύματος ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Ναόν, ὅπου οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ, οὐχὶ μόνον δὲν καθησύχασαν ἀλλὰ μᾶλλον ἰσχυροτέρως κατέθλιβον αὐτὸν καὶ ὅλως ἐγένετο σχεδὸν ἔξω φρενῶν.Ἐν τοιαύτῃ λοιπὸν ταραχῇ καὶ ζάλῃ τοῦ πνεύματος, καὶ ὅλως ἐξεστηκὼς ἐπλησίασε πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, καὶ σταθεὶς ἐνώπιον αὐτῆς ἤρξατο λέγων ἐπιτιμητικῶς: «Ἕως πότε ἔσομαι ὑπηρετών σοι Θεοτόκε; Κόπους καὶ κόπους· καὶ δι᾿ ὅλα ταῦτα οὐχὶ μόνον οὐδὲ ἄλλο, ἀλλ᾿ οὐδὲ τμῆμα ἄρτου ἔχω εἰς ὑποστήριξιν τῶν κεκοπιακυιῶν δυνάμεών μου»· καὶ μὲ τοὺς λόγους τούτους λαβὼν τὴν μάχαιραν, δι᾿ ἧς πρότερον ἐκαθάριζε τοὺς κηροὺς ἐκ τῶν μανουαλίων, ἀναπαλήσας τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἔπηξεν αὐτὴν ἰσχυρῶς εἰς τὴν παρειὰν τῆς εἰκόνος, καὶ οὕτω κατέτρωσεν αὐτὴν καὶ ἐν τῷ ἅμα ἐξετινάχθη καὶ ἔρρευσεν κρουνηδὸν αἷμα ἐκ τῆς πληγῆς, τὸ δὲ ὅλον πρόσωπον τῆς Θεομήτορος κατεκάλυψεν ἡ ὠχρότης, ὥσπερ τινὸς ἀποθνῄσκοντος ἐκ τῆς πληγῆς καὶ ἐκ τοῦ ρέοντος αἵματος, ἀμέσως δὲ ὁ εἰκονοκτόνος κατεσχέθη ἀπὸ τρόμον μέγαν, ἔπεσεν ἐνώπιον τῆς Ἁγίας εἰκόνος, καὶ παταχθεῖς ἀπὸ φρίκην, ἐγένετο ὥσπερ φρενόληπτος, αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματος αὐτοῦ παρελύθησαν, καὶ ἔτρεμεν ὡς ὁ Κάϊν καὶ φονεύς. Εὐθέως ἐγνώρισαν τὸ γεγονὸς ἅπαντες οἱ ἐν τῷ Μοναστηρίῳ καὶ ἐλθόντες εἰς τὸν Ναὸν ὁ τε Καθηγούμενος καὶ οἱ ἀδελφοί, εἶδον ἐκθαμβούμενοι, ὅτι τὸ ἐκ τῆς παρειᾶς τῆς ἁγίας εἰκόνος ρεύσαν αἷμα εἰσέτι δὲν ἐξηράνθη ἐν αὐτῇ. Τότε ἀμέσως ὁ φονεὺς ἐτυφλώθη καὶ ἐγένετο φρενόληπτος.Ὁ δὲ εὐλαβέστατος Ἡγούμενος οἰκτείρων τὸν φονέα, ἐποίησε τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν, ὑπὲρ ἐλέους καὶ σωτηρίας αὐτοῦ· καὶ ὅμως τρία ὁλόκληρα ἔτη διέμεινεν ὁ δυστυχὴς ἔξω φρενῶν καὶ τρέμων ὅλως καὶ τυφλὸς ἀπὸ ὀφθαλμούς· τέλος μετὰ παρέλευσιν τῶν τριῶν ἐτῶν, ἡ παρηγορία τῶν μετανοούντων Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἐφάνη κατ᾿ ὄναρ τῷ ἡγουμένῳ καὶ ἐφανέρωσεν αὐτῷ, ὅτι διὰ τὰς προσευχὰς καὶ μεσιτείας αὐτῶν, συγχωρεῖ τῷ παραβάτῃ τὴν ἀνομίαν ταύτην, καὶ χαρίζει ἐν αὐτῷ τὴν ὑγείαν, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις, τῷ εἶπεν, ἡ χεὶρ αὐτοῦ, διὰ τὴν τόλμην καὶ ἱερόσυλον πρᾶξιν ἐναντίον ἐμοῦ μέλλει νὰ κατακριθῆ ἐν τῇ Δευτέρᾳ τοῦ Χριστοῦ Παρουσία· ὅθεν τὸ πρωὶ ὁ φρενόληπτος πραγματικῶς ἐσωφρονίσθη, καὶ γενόμενος ἐν ἑαυτῷ ἀνέβλεψεν αὖθις καθαρῶς τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, καὶ ἔστη παντελῶς ὁ τρόμος τῶν μελῶν αὐτοῦ· ὅθεν ἐπὶ πολὺ ἔκλαιε πικρῶς καὶ διὰ τὴν τοιαύτην παραφροσύνην αὐτοῦ ὠνόμαζεν τὸν ἑαυτόν του φονέα, καὶ ποιήσας ἐνώπιον τῆς παρ᾿ αὐτοῦ ἐσφαγμένης εἰκόνος ἓν στασίδιον, διεπέρασε τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἐν ἀληθεῖ καὶ εἰλικρινεῖ μετανοίᾳ κατηγορῶν καὶ μεμφόμενος ἑαυτόν, διὰ τὴν ἱερόσυλον αὐτοῦ τόλμην, καὶ ταλανίζων τὴν ἑαυτοῦ δαιμονιώδη τόλμην.Ἡ δὲ μεσίτις τῶν ἁμαρτωλῶν δὲν ἄφησεν αὐτὸν ἀπαρηγόρητον, ἀλλ᾿ ἐφανερώθη αὐτῷ ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ καὶ ἐχαροποίησεν αὐτὸν διὰ τῆς συγχωρήσεως, προσθέτουσα ὅμως ὅτι ἡ τολμηρὰ χεὶρ αὐτοῦ ὀφείλει νὰ δοκιμάση τὴν φοβερὰν κρίσιν ἐπὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας· καὶ τέλος ἀνεπαύθη ἡσύχως οὗτος ὁ μετανοῶν, καὶ ὅτε κατὰ τὸν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ἔθος παρέλευσιν τριῶν ἐτῶν ἐγένετο ἡ τῶν ὀστέων αὐτοῦ ἀνακομιδή, τρομερώτερον θέαμα ἐπάταξε τοὺς ἐκεῖσε παρευρεθέντας ἀδελφούς... ὅλα τὰ ὁστὰ τοῦ μεταστάντος ἁμαρτωλοῦ ἦσαν καθαρὰ καὶ φέροντα ἐν αὐτοῖς τὰ χαρακτηριστικά του θείου ἐλέους, ἡ δὲ χεὶρ αὐτοῦ ἡ τολμήσασα τῷ τρομερώτερον κακούργημα διέμεινεν ἄλυτος καὶ ἐζοφωμένη μέχρι καὶ τῆς σήμερον ἡμέρας.Εἷς τῶν προσκυνητῶν νομίζων ἐξ ἀγνοίας ὅτι ἡ χεὶρ αὕτη δι᾿ ἁγιότητα ὑπάρχει ἄλυτος, ἀπέκοψε μὲ τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ μέρος ἐξ αὐτῆς, πρὸς ἁγιασμὸν ἑαυτοῦ· ἡ δὲ χεὶρ ἀμέσως διελύθη ἐν μέρει· ἔμεινεν ὅμως ἡ παλάμη μετὰ τῶν δακτύλων ζοφερὰ καὶ κατάμαυρος, τὴν ὁποίαν καὶ δεικνύουσι μέχρι τῆς σήμερον τοῖς προσερχομένοις προσκυνηταῖς, εἰς φόβον τοῦ παραπτώματος καὶ εἰς μνήμην τοῦ ὅλως ἀσυνήθους συμβεβηκότος ἀποδεικνύουσα ὡς ἐκ μέρους ἡμῶν τὴν ἀνθρώπινην κακίαν, καὶ ὡς ἐκ μέρους τῆς Θεομήτορος, τὴν ἀκατανόητον ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ἣν ἔχει, ἑτοίμη οὖσα νὰ συγχωρῇ πᾶσι τοῖς παροργίζουσιν αὐτὴν ἀκουσίως ἢ καὶ ἑκουσίως.Αὕτη δὲ ἡ Εἰκὼν μέχρι τῆς σήμερον ὀνομάζεται Ἐσφαγμένη· καὶ ὑπάρχει ἐν τῷ ρηθέντι Μοναστηρίῳ φέρουσα καὶ τὰ σημεῖα τῆς τε πληγῆς καὶ τοῦ ρεύσαντος ἐξ αὐτῆς αἵματος. Πρὸ ὀλίγων ἐτῶν εἷς ξένος Ἱερεὺς ἀσπαζόμενος τὴν ἁγίαν ταύτην εἰκόνα, εἴτε ἀκουσίως εἴτε ἐκ περιεργείας ἤψατο τῆς πληγῆς, καὶ ἀμέσως τὸ κατεξηραμένον αἷμα ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν, ὅπερ καὶ ἔσχεν ἀποτέλεσμα τὸν αἰφνίδιον θάνατον· καθότι μόλις ἐξελθὼν τοῦ Ναοῦ ἔπεσεν ὡς νεκρὸς καὶ ἀμέσως παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

 


Και μέτ’ ολίγην ώραν έγινε φανερόν εις όλους τους πατέρας της Μονής τούτο το παράδοξον τερατούργημα και έδραμον όλοι τους
 και είδαν οφθαλμοφανώς και την πληγήν του μαχαιρίου και το αίμα οπού εχύθη από την αγίαν εικόνα ακόμη υγρόν 
και το μαχαίρι αιματωμένον και τον εικονοκτόνον διάκονον κατά γής κείμενον και κατηγορούντα τον εαυτόν του 
ως ένοχον θανάτου και τρέμοντα ως σεληνιαζόμενον και παραλαλούντα ως δαιμονιζόμενον και την μορφήν της ιεράς εκείνης εικόνος μεταμορφωμένην 
και αχνήν ομοίαν ανθρώπου φονευμένου και εξεπλάγησαν και από τον φόβο τους έμειναν άπαντες εκστατικοί.
 Τότε ο ηγούμενος με όλην την αδελφότητα έψαλλαν ολονυκτίους αγρυπνίας, δεήσεις τε και παρακλήσεις προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον 
ίνα εξιλεώσει τον δίκαιόν Της θυμόν και να θεραπεύσει η ευσπλαχνία Της το τοιούτον τολμηρόν παρανόμημα οπού ο δυστυχής εκείνος διάκονος έπραξε. 
Και ούτω μετά πολλάς ημέρας ύστερον εισηκούσθη η δέησις αυτών και εφάνη η Παντάνασσα Θεοτόκος 
εις οπτασίαν τώ ηγουμένω λέγουσα ότι αφέθη η αμαρτία τώ διακόνω και εθεραπεύθη από τον σεληνιασμόν οπού τον εσπάραττεν. 
Εκείνος δε ο άθλιος ποιήσας στασίδιον ενώπιον της ιεράς εκείνης εικόνος εστήκετον εκεί αεννάως, χρόνους τρεις ολοκήρους,
 κλαίων και οδυρόμενος την μεγάλην του ανομίαν, έως οπού και αυτός ήκουσε παρά της αυτής ελεούσης εικόνος (ήτις εχάρισεν αυτώ και το φως των οφθαλμών)
 το «αφέθη η αμαρτία σου» όμως το τολμηρόν σου χέρι να μείνει ξηρόν επί ζωής σου και μετά θάνατον άλυτον».
 Το οποίον και εσυνέβη και μετά την αυτού κοίμησιν, το μέν σώμα αυτού διελύθη όλον, η δε πάντολμος χείρ αυτού έμεινεν άσηπος και κατάξηρος. 
Και φαίνεται έως της σήμερον εις ένα κουβούκλιον, ήτοι συρτάριον, υποκάτωθεν της αγίας ταύτης εικόνος,
 μαρτυρούσα προφανώς το τότε θαυμάσιον το δε εκχυθέν αίμα φαίνεται εις το πρόσωπον επάνω εις την πληγήν έως της σήμερον. 
Η Εικών αύτη πηγάζει ιάσεις και θεραπείας καθ’ εκάστην εις τους προστρέχοντας μέτ’ ευλαβείας προς αυτήν,
 δεικνύουσα ότι η τιμή της εικόνος διαβαίνει εις το πρωτότυπον, παρά του οποίου έρχεται η αγιαστική χάρις
 εις τους ευλαβείς και ούτω εξεναντίας η θεία δίκη παιδεύει τους ατάκτους και ανευλαβείς των ιερών εικόνων, εις παράδειγμα και σωφρονισμόν των μεταγενεστέρων και δόξαν της Θεομήτορος. 
Ανάπτει Δε έμπροσθεν αυτής αεννάως κανδήλιον αργυρούν εν,
 και λαμπάς ακοίμητος»


(Από το χειρόγραφο κώδικα 293 της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου του ΙΖ’ αιώνος)

«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF