ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΜΑΜΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣΟΥ ΓΙΑΤΙ ΧΑΝΟΜΑΙ

ΕΝΑ ΑΛΗΘΙΝΟ γεγονός, κατὰ τὸ ἔτος 1956, συνετάραξε καὶ ἔφερε σὲ μετάνοια ἑκατοντάδες ἀνθρώπων στὴν πόλι Κουϊμπίσεβ, σημερινὴ Σαμάρα τῆς περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Βόλγα, τῆς Σοβιετικῆς Ρωσίας.Στὴν πόλι Κουϊμπίσεβ ζοῦσε μία οἰκογένεια: ἡ εὐσεβὴς μητέρα καὶ ἡ κόρη της Ζωή. Τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς (31 Δεκεμβρίου, κατὰ τὸ πολιτικὸ ἡμερολόγιο) τοῦ 1956, ἡ Ζωὴ προσεκάλεσε ἑπτὰ φίλες της καὶ ἄλλους τόσους νεαροὺς σὲ δεῖπνο καὶ χορό.Τότε, ἐπειδὴ ἦταν ἀκόμη ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων,ἡ μητέρα παρεκάλεσε τὴν Ζωὴ νὰ μὴ προγραμματίση φαγητό, ἀλλὰ ἡ κόρη ἐπέμενε στὸ δικό της.Εκεῖνο τὸ βράδυ, ἡ εὐλαβὴς μητέρα διεμαρτυρήθη καὶ μετέβη στὴν ᾿Εκκλησία, γιὰ νὰ προσευχηθῆ.Συγκεντρώθηκαν οἱ προσκεκλημένοι, ἀλλὰ ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Ζωῆς, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Νικόλαος, δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη.

 

Οἱ κοπέλλες καὶ τὰ ἀγόρια χωρίσθηκαν σὲ ζευγάρια καὶ ἡ Ζωὴ ἔμεινε μόνη της. ᾿Απὸ ἀμηχανία καὶ χωρὶς νὰ πολυσκεφθῆ, κατέβασε τὴν Εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἀπὸ τὸ Εικονοστάσι στὴν γωνία καὶ εἶπε: «Θὰ πάρω αὐτὸν τὸν Νικόλα καὶ θὰ πάω νὰ χορέψω μαζί τους », χωρὶς νὰ δίνη σημασία ἐν τῷ μεταξὺ στὶς φίλες της, οἱ ὁποῖες τὴν συμβούλευαν νὰ μὴ κάνη τὴν βλάσφημη αὐτὴ ἐνέργεια. «῍Αν ὑπάρχη Θεός, ἂς μὲ τιμωρήση», εἶπε ἐκείνη.Αρχισε νὰ χορεύη... ῎Εκαναν ἕνα-δύο γύρους... Ξαφνικὰ μέσα στὸ δωμάτιο ἕνας δυνατὸς κρότος ἀκούσθηκε, ἕνας ἀνεμοστρόβιλος σηκώθηκε καὶ ἔλαμψε φῶς ἐκτυφλωτικὸ σὰν ἀστραπή!...Η χαρὰ μεταστράφηκε σὲ φρίκη. ῞Ολοι ἐγκατέλειψαν βιαστικὰ καὶ φοβισμένοι τὸ σπίτι...Μόνο ἡ Ζωὴ στεκόταν ἀκίνητη, μὲ τὴν Εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου κολλημένη στὸ στῆθος, ἀπολιθωμένη καὶ παγωμένη σὰν μάρμαρο!... Τὰ πόδια της εἶχαν καρφωθῆ στὸ πάτωμα, τὸ σῶμα της εἶχε ὄντως πετρώσει καὶ μόνο ἡ καρδιά της κτυποῦσε!ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ, οἱ ὁποῖοι σύντομα κατέφθασαν, δὲν κατώρθωσαν νὰ τὴν συνεφέρουν, παρὰ τὶς προσπάθειές τους. Οἱ βελόνες τῶν ἐνέσεων, ποὺ ἤθελαν νὰ τῆς κάνουν, ἐλύγιζαν καὶ ἔσπαζαν καθὼς κτυποῦσαν πάνω στὸ μαρμαρωμένο σῶμα της! Θέλησαν νὰ τὴν μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὴν μετακινήσουν ἀπὸ τὴν θέσι της.Η Ζωὴ ἦταν ζωντανή. Δὲν μποροῦσε ὅμως πλέον οὔτε νὰ φάη οὔτε νὰ πιῆ...Οταν ἡ μητέρα ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶδε τί συνέβη, ἔπεσε ἀναίσθητη καὶ τὴν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξῆλθε σὲ μερικὲς ἡμέρες. ῾Η πίστις ὅμως αὐτῆς στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ θερμὲς μητρικές της προσευχές, γιὰ συγχώρησι τῆς δύστυχης κόρης, ἀνανέωσαν μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὶς ζωτικές της δυνάμεις.


 

Η Ζωή, εὑρισκομένη στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάστασι, ἦλθε σὲ συναίσθησι καὶ μὲ δάκρυα ζητοῦσε συγχώρησι καὶ βοήθεια.ΚΑΤΑ τὶς πρῶτες ἡμέρες, τὸ σπίτι τῆς Ζωῆς ἦταν κυκλωμένο ἀπὸ πλῆθος κόσμου: πιστοὶ ποὺ ἦλθαν ἢ ἀκόμη καὶ ποὺ ἐβάδισαν ἀπὸ μακρυά, περίεργοι, γιατροὶ καὶ πνευματικὰ πρόσωπα.Αλλά, γρήγορα, κατ᾿ ἐντολὴν τῶν ᾿Αρχῶν, τὸ σπίτι ἔκλεισε γιὰ τοὺς ἐπισκέπτας. Δύο ἀστυνομικοὶ ἐφύλαγαν σκοπιὰ ἐναλλὰξ ἀνὰ ὀκτάωρο. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς φύλακες ποὺ ἦσαν ἀκόμα νέοι (28-30 ἐτῶν) ἄσπρισαν ἀπὸ τὴν φρίκη καὶ ἔχασαν τὰ μυαλά τους, ἀκούγοντας κάθε νύκτα τὴν Ζωὴ νὰ βγάζη τρομακτικὲς κραυγές.Νύκτες καὶ νύκτες δίπλα της προσευχόταν ἡ μητέρα.— Μαμά, προσευχήσου!... Προσευχήσου, γιατὶ χάνομαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου!... Προσευχήσου!... φώναζε ἡ Ζωή.Γιὰ ὅλα ὅσα συνέβησαν ἐνημέρωσαν καὶ τὸν Πατριάρχη ᾿Αλέξιο Αʹ καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ εὐχηθῆ ὑπὲρ ἀναρρώσεως τῆς Ζωῆς.Ο Πατριάρχης ἀπἀντησε:— ᾿Εκεῖνος ποὺ τὴν ἐτιμώρησε, ᾿Εκεῖνος καὶ θὰ τὴν ἐλεήση!...Μεταξὺ τῶν προσώπων, στὰ ὁποῖα ἐπετράπη νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν Ζωή, ἦσαν καὶ τὰ ἑξῆς:1.᾿Εγνωσμένου κύρους καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς, ὁ ὁποῖος κατέφθασε ἀπὸ τὴν Μόσχα. Αὐτὸς ἐβεβαίωσε, ὅτι ἡ καρδιὰ δὲν σταμάτησε νὰ κτυπᾶ.2.῾Ιερεῖς, τοὺς ὁποίους προσεκάλεσε ἡ μητέρα γιὰ νὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Ζωῆς τὸν ῞Αγιο Νικόλαο. ᾿Αλλὰ οὔτε ἐκεῖνοι κατώρθωσαν νὰ ξεκολλήσουν τὴν Εἰκόνα ἀπὸ τὰ ἀπολιθωμένα χέρια τῆς Ζωῆς.3.῾Ο ῾Ιερομόναχος Σεραφεὶμ ἀπὸ τὸ ᾿Ερημητήριο τοῦ Γκλίνσκ, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸ Κουϊμπίσεβ γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Αὐτὸς ἐτέλεσε ῾Αγιασμὸ ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τοῦ ῾Αγίου Νικολάου καὶ κατώρ- θωσε νὰ τὴν τραβήξη εὔκολα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς Ζωῆς.Κατόπιν εἶπε: «Τώρα πρέπει νὰ περιμένουμε κάποιο σημεῖο τὸ Πάσχα! ῍Αν δὲν γίνη τίποτε, σημαίνει ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου!», δείχνοντας μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τὴν βαθειά του πίστι σὲ ἕνα θαῦμα.

 

Ο Μητροπολίτης Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐδιάβασε Παράκλησι καὶ εἶπε: «Νέο θαῦμα πρέπει νὰ περιμένουμε τὸ Πάσχα», ἐπαναλαμβάνοντας τὸν λόγο τοῦ εὐλαβοῦς ῾Ιερομονάχου Σεραφείμ.ΚΑΤΑ τὶς παραμονὲς τῆς ῾Εορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν χρονιὰ συνέπεσε τὸ Σάββατο τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐπλησίασε πρὸς τοὺς φύλακες τῆς Ζωῆς ἕνας καλωσυνᾶτος Γέροντας καὶ τοὺς παρεκάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἰδῆ τὴν Ζωή, ἀλλὰ οἱ φύλακες ἀστυνομικοὶ δὲν τοῦ ἐπέτρε- ψαν.῏Ηλθε ὁ Γέροντας καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ πάλι οἱ φύλακες δὲν τὸν ἄφησαν. Τὴν τρίτη ὅμως φορά, ἀνήμερα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, οἱ φύλακες τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ εἰσέλθη.Η φρουρὰ τὸν ἄκουσε πόσο εὐσπλαγχνικὰ ἀπευθύνθηκε στὴν Ζωή: «Λοιπόν, κουράστηκες ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία;...».Μετὰ ἀπὸ ὀλίγη ὥρα, ὅταν οἱ φρουροὶ θέλησαν νὰ ὁδηγήσουν ἔξω τὸν Γέροντα, δὲν εὑρῆκαν κανέναν, παρὰ μόνο τὴν Ζωὴ μὲ τὸ ψυχρὸ πρόσωπο, ἡ ὁποία παραδόξως τότε καθώρθωσε νὰ ὁμιλήση ἄνετα.Στὴν ἐρώτησι: «Ποῦ πῆγε ὁ Γέροντας», ἀπάντησε: «Μπροστά, μέσα στὴν γωνία τῶν Είκόνων!...». ῏Ηταν προφανῶς ὁ ἴδιος ὁ ῞Αγιος Νικόλαος!...ΕΤΣΙ, ἡ Ζωὴ ἔμεινε ὄρθια 4 μῆνες (128 μέρες), μέχρι τὸ Πάσχα ἀκριβῶς, ποὺ ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἔπεσε 23 ᾿Απριλίου (6 Μαΐου μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο).Τὴν νύκτα τῆς Λαμπροφόρου ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας ἡ Ζωὴ ἄρχισε νὰ φωνάζη ἰδιαίτερα δυνατά:— Προσεύχεσθε!Οἱ νυχτερινοὶ φύλακες ἀνατρίχιασαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὴν ἐρω- τοῦν: «Γιατί φωνάζεις τόσο φοβερά;...».Ακολούθησε ἡ ἀπάντησις:— Φοβερό! Καίγεται ἡ γῆ Προσεύχεσθε! ῞Ολος ὁ κόσμος χάνεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, προσεύχεσθε!... Φορέσατε σταυρούς, προσευχηθῆτε!... Εἶναι φοβερό!...᾿Απὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, ἡ Ζωὴ ἀναζωογονήθηκε, οἱ μύες ἄρχισαν νὰ χαλαρώνουν, νὰ ζωντανεύουν. Τελικά, τὴν ἐξάπλωσαν στὸ στρῶμα...

 

᾿Εκείνη ὅμως συνέχισε νὰ φωνάζη καὶ νὰ παροτρύνη τὸν λαὸ νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος χάνεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες, γιὰ τὴν γῆ ποὺ καίγεται γιὰ τὶς ἀνομίες της.—Πῶς ἔμεινες ζωντανὴ μέχρι τώρα; Ποιός σὲ ἔτρεφε;..., τὴν ἐρώτησαν.—Περιστέρια, περιστέρια μὲ ἔτρεφαν..., ἦταν ἡ ἀπάντησις.Απὸ αὐτὸ ἔγινε φανερό, ὅτι ἔλαβε ἔλεος καὶ συγχώρησι ἀπὸ τὴν Δεξιὰ τοῦ Κυρίου Παντοκράτορος. ῾Ο Κύριος συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες τῆς Ζωῆς, μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν μεσιτεία τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ φιλανθρώπου καὶ θαυματουργοῦ, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν μεγάλων βασάνων της ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν 128 ἡμερῶν.ΟΛΑ αὐτὰ τὰ γεγονότα συνετάραξαν τοὺς κατοίκους τοῦ Κουϊμ- πίσεβ καὶ τῶν περιχώρων.Πολλοὶ ἄνθρωποι, βλέποντας τὰ θαύματα, ἀκούγοντας τὰ οὐρλιαχτὰ καὶ τὶς παρακλήσεις της νὰ προσευχώμεθα γιὰ τοὺς ἀνθρώ- πους ποὺ χάνονται ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους, ξαναβρῆκαν τὴν πίστι τους στὸν Θεό. Γύρισαν στὴν ᾿Εκκλησία μὲ μετάνοια.Οσοι δὲν φοροῦσαν σταυρό, ἄρχισαν νὰ φοροῦν, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ποὺ μόνο γι᾿ αὐτὸ ἦταν δυνατὸ νὰ πληρώσουν μὲ τὴν ζωή τους. ῾Η ἐπιστροφὴ ἦταν τόσο μαζική, ὥστε δὲν ἔφθαναν τὰ σταυρουδάκια τῶν ᾿Εκκλησιῶν, γιὰ ὅλους ὅσους ζητοῦσαν!Μὲ φόβο καὶ δάκρυα ζητοῦσε ὁ λαὸς συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τῆς Ζωῆς:«Φοβερό!... ῾Η γῆ καίγεται!... Χανόμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας!...Προσεύχεσθε!... Οἱ ἄνθρωποι χάνονται γιὰ τὶς ἀνομίες τους!...».Τὴν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἡ Ζωὴ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ὄντως Ζωήν, τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό, ἀφοῦ διήνυσε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς ὀρθοστασίας τῶν 128 ἡμερῶν ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μας γιὰ τὴν συγχώρησι ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν της.Τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα τὴν διατηροῦσε στὴν ζωὴ ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες γιὰ νὰ ἀναστήση τὴν ψυχή της ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὥστε κατὰ τὴν μέλλουσα αἰώνια ῾Ημέρα νὰ τὴν ἀναστήση ἐν σώματι γιὰ τὴν αἰώνιο Ζωή. ῞Οπως ἄλλωστε τὸ λέει καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά της: Ζωή!

 
* Πηγή. Περιοδικό ΄΄Άγιος Κυπριανός΄΄
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF