ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

ΕΜΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ




Η γενεά μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε γενεὰ ἀντιφατική , ἡ ἐποχή μας εἶνε ἀπὸ τὶς πιὸ ἀνήσυχες. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἀπὸ πλευρᾶς ἐπιστήμης εἶνε αἰώνας μεγάλων ἀνακαλύψεων, ἐνῷ ἀπὸ πλευρᾶς εὐημερίας παρουσιάζει κάτι τὸ ὀξύμωρο· ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος κάποιοι δυστυχοῦν καὶ πεθαίνουν, ἀπὸ τὸ ἄλλο μαζεύτηκε πλοῦτος στὰ χέρια λίγων ποὺ τὸν σπαταλοῦν. Ἀπὸ πλευρᾶς δὲ θρησκείας –ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει,γιατὶ αὐτὴ εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ–, εἶνε αἰώνας ἀπιστίας, γιὰ τὸν ὁποῖον ἁρμόζει νὰ ἐπαναληφθῇ ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» Οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος μας, οἱ εὔπιστοισὲ ὅλα, ὡς πρὸς τὴ θρησκεία μας εἶνε δύσπιστοι. Δὲν πιστεύω, ἂν δὲν δῶ θαῦμα, σοῦ λένε. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα ἔχει δύο ἔννοιες· θαῦμα εἶνε ἢ κάτι ποὺ προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν τέχνη ποὺ εἶνε φτειαγμένο καὶ τὶς ἰδιότητες μὲ τὶς ὁποῖες εἶνε ἐφωδιασμένο, ἢ ἕνα ἔκτακτο ὑπερφυσικὸ γεγονός. Ὑπὸ τὴν πρώτη ἔννοια θαύματα εἶνε γεμάτη ἡ φύσι γύρω μας μὲ τὰ μυστήρια ποὺ κρύβει· ὁ σπόρος ποὺ ῥίχνεις στὴ γλάστρα καὶ βγαίνει ἕνα λουλούδι,αὐτὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ποὺ τρέφει χιλιάδες τώρα χρόνια τοὺς ἀνθρώπους, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα,τὰ πουλιά, τὰ ἔντομα, ὅλη ἡ δημιουργία τοῦκόσμου ἀπὸ τὸ μηδέν. Αὐτὰ εἶνε πρώτη, ἡ κατώτερη κλίμακα. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνώτερη· ἐδῶ ὑπάγονται ἐκεῖνα τὰ ἔκτακτα γεγονότα ποὺσυμβαίνουν στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ὁποῖαἐκφεύγουν ἀπὸ τὴν τάξι τῶν φυσικῶν νόμων καὶ ἀγγίζουν πλέον τὸν καθαρὰ πνευματικὸ καὶ μυστηριώδη κόσμο. Ποιά εἶνε αὐτά; Τὰ πρῶτα τὰ βρίσκουμε στὸ μεγάλο βιβλίο τῆςφύσεως. Τὰ δεύτερα ποῦ θὰ τὰ βροῦμε;Μὴ διαβάζετε πολλά. Ὑπάρχουν δύο βιβλία· αὐτὰ σᾶς συνιστῶ νὰ μελετᾶτε. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ μεγάλο πολυσέλιδο βιβλίο ποὺ λέγεται φυσικὸς κόσμος . Τὸ ἄλλο βιβλίο εἶνε πολὺ μικρό· ἀλλ᾽ ἐὰν δὲν διαβάσετε τὸ μικρό, δὲν ἐξηγεῖται τὸ μεγάλο. Καὶ τὸ μικρὸ αὐτὸ βιβλίο, ποὺ ὁ καθένας μπορεῖ νὰ τό ᾽χῃ στὴν τσέπη του –κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ ἔχουμε καὶ δὲν τὸ διαβάσουμε καὶ δὲν τὸ ἐφαρμόσουμε–, εἶνε ἡ ἁγία Γραφή . Τὰ μεγάλα θαύματα εἶνε ἐκεῖ.Ἀπὸ ποῦ ν᾽ ἀρχίσουμε καὶ ποῦ νὰ τελειώσουμε; Ἡ δημιουργία! θαῦμα δὲν εἶνε ἡ προέλευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο καὶ ἕνα ζεῦγος κατὰ τὸ λόγο τοῦ Δημιουργοῦ «Αὐξάνε σθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν…»(Γέν. 1,28); Θαῦμα ἔπειτα δὲν εἶ νε ἐκείνη ἡ ἄφλεκτος βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι τὰ νερὰ τοῦ Νείλου μεταβλήθηκαν σὲ αἷμα; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σχίστηκε ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ πέρασαν οἱ Ἰσραηλῖτες; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ἔμειναν ἄθικτοι μέσα στὸ φλογισμένο καμίνι; Θαῦμα δὲν εἶνε ὅτι ἄγγελος Κυρίου ἔφραξε τὰ στόματα τῶν λεόντωνκαὶ δὲν πείραξαν τὸν προφήτη Δανιήλ; Θαύματα γεμάτη ἡ ἁγία Γραφή. Θαύματα στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν ἥλιο μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ «Στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαών…»(Ἰη10,12). Τέτοιαθαύματα διηγεῖται ἡ ἁγία Γραφή.Ἀπ᾽ ὅλα τώρα τὰ θαύματα, τῆς φύσεως καὶ τῆς ἁγίας Γραφῆς, ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο; Τὸ μεγαλύτερο, τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἐκεῖνο ποὺ ἐμπρός του ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κι οὔτε οἱ ἄγγελοι μποροῦν νὰ τὸ συλλάβουν, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε τώρα· ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ, ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ.Εἶπα ὅτι εἶνε θαῦμα. Μὰ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν εἶνε τυφλοί , εἶνε σὰν τοὺς τυφλοπόντικες ποὺ δὲν ξέρουν ὅτι πάνω ἀπὸ τὴ γῆ ὑπάρχουν ἥλιος, λουλούδια, δέντρα, ἀστέρια.Ἔτσι κι αὐτοὶ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δοῦν καὶδὲ νιώθουν τίποτα σήμερα. Τί τὸ σπουδαῖο; σοῦ λένε· ἕνα βρέφος φτωχὸ γεννήθηκε σὲ μιὰ φάτνη μέσα σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔ, λοιπόν; πολλὰ παιδιὰ γεννήθηκαν καὶ θὰ γεννηθοῦν στὸν κόσμο μέσα σὲ συνθῆκες φτώχειας…Ναί· ἀλλὰ τὸ βρέφος αὐτὸ διαφέρει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Εἶνε Θεῖο Βρέφος, εἶνε μοναδικό,ἐξαίρεσις. Εἶνε τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων· φαίνεται μικρὸ καὶ ἀδύνατο, ἀλλὰ κρύβει μυστήριο· τὸ φτωχὸ αὐτὸ βρέφος κρατάει στὰ χέρια του ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Τὸ βρέφος αὐτὸ κατέλυσε τὴν εἰδωλολατρία, ἔφερε τὴ μεγαλύτερη ἀνατροπή, τὴν ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης ἐναντίον τοῦ μίσους, ἐπανάστασι ποὺ ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, γιὰ νὰ γίνῃ «μιὰ ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16). Τὸ βρέφος αὐτὸ εἶνε ὁ Βασιλεὺς πού, ἐνῷ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους βασιλεῖς λέμε «ἔζησαν», «βασίλευσαν», ὁ Βασιλεὺς αὐτὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας καὶ «τῆς βασιλείας αὐ - τοῦ οὐκ ἔσται τέλος»ὸ βρέφος αὐτὸ εἶνε ὁ Θεὸς ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Τί μυστήριο! Πῶς νὰ τὸ ἐκφράσουμε; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι, ἂν ὁ ἥλιος πλησίαζε τὴ γῆ, ἡ γῆ θὰ γινόταν κάρβουνο. Ἐδῶ ὅμως δὲν χαμήλωσε ἁπλῶς ὁ ἥλιος· πάτησε πάνω στὴ γῆ ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ ἔφτειαξε τοὺς ἥλιους καὶ τοὺς γαλαξίες, καὶ ἡ γῆ δὲν κάηκε! Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος λέει κάπου· Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλα θαύματα, ἕνα εἶνε τὸ θαῦμα, ἡ γέννησις τοῦ Σωτῆρος. Στὴν Ἀθήνα μιὰ κυρία πλησίασε τὸν ἱεροκήρυκα Πανάρετο Δουλιγέρη καὶ τοῦ εἶπε· –Πάτερ, στὴν ἐκκλησία τῆς γειτονιᾶς μας ἔγινε θαῦμα· ν᾽ ἀνεβῇς στὸν ἄμβωνα νὰ τὸ κηρύξῃς. Ἐκεῖ -νος δὲν ἔδειξε νὰ ἐντυπωσιάζεται. Αὐτὴ στενοχωρημένη ἐπέμενε· –Μὰ δὲν ἀκοῦς, δὲ σοῦ κάνει ἐντύπωσι; Κ᾽ ἐκεῖνος ἀπαντᾷ· –Κυράμου, αὐτὸ εἶνε μικρὸ θαῦμα· τέτοια γίνονταικάθε μέρα στὸν κόσμο. Ἐγὼ ἕνα θαῦμα θεωρῶ μεγάλο· ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰκάνῃ τὸν ἄνθρωπο Θεὸ κατὰ χάριν, κ᾽ ἐγὼ ἀ-κόμη δὲν ἔγινα κἂν ἄνθρωπος… Σοφὰ λόγια.Ἀδελφοί μου, τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουν οἱ πιστοί , ὄχι οἱ ἄνθρωποι τῶν διασκεδάσεων. Οἱ πιστοὶ ὅμως λιγοστεύουν δυστυχῶς. Μικρὸ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 12,32). Ἀλλὰ καὶ ἕνας ἂν μείνῃ πιστός, κι ἂν ἔρθῃ μέραποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀρνηθοῦν, «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40) , καὶ τὰ ἄστρα θὰ κηρύξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός,εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).Τὰ Χριστούγεννα εἶνε ἑορτὴ μεγάλη, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸνἄνθρωπο. Εἶνε, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ «μητρόπολις τῶν ἑορτῶν»· γιατὶ ἂνὁ Χριστὸς δὲν γεννιόταν, δὲν θὰ εἴχαμε οὔτε Φῶτα οὔτε Ὑπαπαντὴ οὔτε Σταύρωσι οὔτε Ἀνάστασι οὔτε Ἀνάληψι οὔτε Πεντηκοστή, δὲν θὰ εἴχαμε οὔτε κατορθώματα καὶ βίους τῶν ἁγίων.Ὅλες οἱ ἑορτὲς ἐδῶ ἔχουν τὴ ῥίζα τους. Σὲ μιὰ ἐφημερίδα διάβασα, ὅτι κάποιος μεγάλος ἐπιστήμονας εἶχε βάλει κανόνα στὸν ἑαυτό του, νὰ διαβάζῃ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ὁλόκληρη τὴν ἁγία Γραφή, ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. Ποιός ἀπὸ μᾶς τὸ κάνει αὐτό; Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι σ᾽ αὐτὸ εἴμαστε ἔνοχοι· δὲν εἴμαστε λαὸς τῆς Βίβλου, δὲν διαβάζουμε Γραφή, Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ ξεράθηκαν οἱ καρδιές.Μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ λοιπὸν ὑπάρχει τὸ ἑξῆς. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ βρέθηκε μιὰ νύχτα στὴν ἔρημο ὁλομόναχος. (Ὁλομόναχος; Μὴν τὸ πῇς. Ποτέ δὲν εἶσαι μόνος. Μαζί σου εἶνε ὁ Θεός· καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γεννηθέντος Χριστοῦ αὐτὸ σημαίνει· «Ἐμμανουήλ, …μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» Ἠσ. 7,14· 8,8. Ματθ. 1,23). Βρέθηκε λοιπὸν μόνος στὴν ἐρημιά, ποὺ ἀκούγονταν τὰ θηρία. Πῆρε ἕνα λι-θάρι γιὰ προσκέφαλο, ἔκανε τὴν προσευχήτου καὶ κοιμήθηκε. Τὴ νύχτα εἶδε ὄνειρο· μία κλίμακα, μιὰ σκάλα, ποὺ ἡ βάσι της πατοῦσεστὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό, καὶ πάνω στὰ σκαλιά της ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Σηκώθηκε ἔντρομος ἀπ᾽ τὸν ὕπνο καὶ εἶπε· «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ»(Γέν. 28,17).Αὐτό, ἀδελφοί μου, ποὺ εἶδε ὁ Ἰακώβ, ἡ κλῖμαξ αὐτή, ἦταν προφητεία· καὶ σήμερα εἶνε ἡἐκπλήρωσι τῆς προφητείας. Ποιά εἶνε ἡ κλῖ μαξ, ἡ σκάλα αὐτή, ποὺ ἕνωσε τὴ γῆ μὲ τὰ οὐράνια; Εἶνε ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Θεοτόκου. Ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἦρθεκαὶ πάτησε ἐδῶ, ἡ γῆ εἶνε πλέον ἑνωμένη μὲτὰ οὐράνια. Ὑπάρχει τώρα γέφυρα. Κι ὅπως ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὴ γῆ, ἔτσι καλεῖ τώρα ἐμᾶς ν᾽ ἀνεβοῦμε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.Μπρὸς ἀδέρφια μου, πατῆστε τὰ σκαλιά! Καὶ τὸ πρῶτο σκαλί, ποὺ γιὰ νὰ τὸ πατήσῃς χρειάζεται ἀπόφασι ἡρωική, γράφει «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2· 4,17) . Κι ἅμα πατήσῃς τὸ πρῶτο σκαλί, θ᾽ ἀποκτήσῃς φτεροῦγες ἀετοῦ καὶ θ᾽ ἀνεβαίνῃς ψηλά,ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, γιὰ νὰ πῇς· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης» (θ. Λειτ.· βλ. Ἠσ. 6,3).Αμήν! 


Μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF